Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΓύρω από τα Τείχη Ανθρώπινες φιγούρες
Η εγκατάσταση των «καινούριων» κατοίκων της πόλης δίνει άλλο χρώμα στις γειτονιές και οι προσωπικές τους ιστορίες εμπλουτίζουν την τοπική μικροϊστορία. Ο Κυριάκος, η κυρα-Ζαμπέτα, ο Λεωνίδας, ο Κλήμης Εφραίμογλου, οι γιαγιάδες του τότε και του σήμερα αποτελούν στην υποενότητα αυτή τους μυθοπλαστικούς ή ρεαλιστικούς ήρωες της καθημερινής ζωής στην Άνω Πόλη και οι δρόμοι γύρω από τα Τείχη γεμίζουν από τις συνήθειες και τις δραστηριότητές τους.
Απλοί άνθρωποι στην Άν...
«Ο Κυριάκος»
Ο Κυριάκος ο Ζαμπέτας υπήρξε ένα από τα θύματα του Βασιλικού Θεάτρου, όπως επί σειράν ετών υπήρξε θύμα του Χόλυγουντ.
Τη μακάρια αυτή προπολεμική εποχή, την εποχή της νιότης μας, ανέβαινε η παρέα μας πολύ συχνά στην άνω πόλη και εκεί συναντούσαμε τα βραδάκια στο Κουλέ Καφέ, τον Κυριάκο, το γιο της καφετζούς, της κυρα-Ζαμπέτας.
Ο Κυριάκος ήταν ένας φαντασμένος τεμπέλαρος εικοσιπεντάρης, που κατοικούσε μαζί με τη μάνα του ψηλά, στο δρόμο προς τους Αγίους Αναργύρους, στα Κάστρα, κοντά στην Πορτάρα, σ' ένα σπίτι μ' ένα δωμάτιο και μια κουζινίτσα, κολλημένο στο κάστρο, το όλον τρεις τοίχοι και τέταρτος, το κάστρο. Το σπίτι του 'μεινε, αφού συχωρέθηκε η κυρα-Ζαμπέτα με τ' όνομα, η μάνα του.
Ήταν μια πρόσφυγα από τα Μουδανιά του Μαρμαρά, μια φοβερή αντρο-γυναίκα. Ο Κυριάκος μαζί με το σπίτι κληρονόμησε και τ' όνομά της, γιατί του κολλήσανε το παρατσούκλι Ζαμπέτας και μ' αυτό τον ξέραμε όλοι.
Η κυρα-Ζαμπέτα έβλεπε, εν ζωή, το φλιτζάνι κι έριχνε τα χαρτιά. Η φήμη της μεγάλωσε, όταν ο ακαμάτης ο γιος της αποφάσισε, ένα φεγγάρι, να εγκαταλείψει το «Καφενείον ο Πλάτανος» στο Τσινάρι και να τη βοηθήσει, μαζεύοντας με μεγάλη επιτυχία από τις γειτονιές, πληροφορίες, για τα συγγενολόγια και τις ερωτοδουλειές των γυναικών, που ήταν υποψήφιες πελάτισσες της κυρα-Ζαμπέτας. Η συνεργασία αυτή απέδωσε πολλά στην οικογένεια σε γνωριμίες και χρήμα.
Σύντομα όμως ο ονειροπαρμένος πληροφοριοδότης σιχάθηκε και βαρέθηκε αυτές τις κοινωνικές αποστολές και τις δημόσιες σχέσεις της επιχείρησης και περιορίστηκε οριστικά στις προσωπικές καλλιτεχνικές του επιδιώξεις.
Η κυρα-Ζαμπέτα ήταν μια γυναίκα με δυναμικό χαρακτήρα. Βριζότανε και μαλλιοτραβιότανε με τις γειτόνισσες, λογομαχούσε με τους μανάβηδες και μπακάληδες για το ζύγι και αρκετές φορές την πήγανε στο Τμήμα «δι' άδικον επίθεσιν» με γκαζοτενεκέ στη βρύση. Φορούσε μονίμως μια κόκκινη κλαδωτή φανελένια ρόμπα και το πρόσωπό της, με μια ιδέα μουστάκι, ήταν άγριο και κατακόκκινο, σαν απόπληκτο. Στις κυρίες όμως που κατέφθαναν σπίτι της με τα φλιτζάνια τους τυλιγμένα σ' εφημερίδα, για να τους διαβάσει τον ξεραμένο τελβέ, φερότανε γλυκά και με ευγένεια κι έτσι, με το γλυκό και τη μαλαγανιά, αποσπούσε το δεκάρικο ή το εικοσάρικο, ανάλογα με τη βαρύτητα της κατάστασης.
Έδινε συμβουλές πώς να πετύχει η γέννα και να γεννηθεί αρσενικό, έδινε οδηγίες για το ανεμογκάστρι, αφαλόκοβε τα νεογέννητα βοηθώντας τη μαμή, ή κάνοντας η ίδια τη μαμή σε επείγοντα περιστατικά, έκοβε με ξυράφι τους χαλινούς κάτω απ' τη γλώσσα για τη θεραπεία της χρυσής, μοσχοπουλούσε σε μικρά μπουκαλάκια του κινίνου μαγικά ερωτικά φίλτρα για τις μεγαλοκοπέλες, τις Κυριακές πουλούσε κεράκια και λιβάνι στην Ευαγγελίστρια, δίνοντας μάχες εκ του συστάδην με τις γύφτισσες, είχε και μια τανάλια οδοντογιατρού, που την έφερε στην προσφυγιά απ' τα Μουδανιά κι έβγαζε δόντια φτωχών και πονεμένων.
Ήξερε να κάνει ξόρκια και ξεβάσκαμα για τα μάγια, όταν καμιά πελάτισσα ζητούσε τη βοήθειά της, επειδή έτυχε να βρει έξω απ' την πόρτα της ένα απολειφάδι από σαπούνι, γεμάτο μπηγμένες καρφίτσες και μαλλιά κολλημένα, και γενικώς βοηθούσε τους πονεμένους και κατατρεγμένους, ασθενείς και οδοιπόρους, έναντι μικρής αμοιβής. Συμβούλευε και τις στείρες πώς να γονατίζουν και ποια αποσπάσματα από τη Σολομωνική να μουρμουρίζουν, την ώρα που στην εκκλησία λέει ο παπάς «τας … στείρας, τας στείρας εν σοφία πρόσχομεν».
Μούντζωνε το γιο της με τα δυο της χέρια και με το δίκιο της, του πατούσε τις φωνές και τον καταριότανε, γιατί ήταν ανεπρόκοπος και κοπρίτης, τα περίμενε όλα απ' αυτήν και δεν έλεγε να κουνήσει τα ξερά του να πιάσει καμιά δουλειά, να βοηθήσει κι αυτός στα έξοδα.
-Τι να προφτάσνα μπρε τ' αγόρι 'μ δυο χέρια που δουλεύνα πε το πρωγί ώσαμε το βράδ'; Πού χάνεσαι, μπρε τεμπελχανά, διαβόλ' γιε, πε τη φυσαρμόνκα και τα κενηματόγραφα; Του ξεφώνιζε, κι αυτή τη φορά τον ξαναφασκέλωνε με σταυρωτές τις παλάμες.
-Να! που κακό χρόνο και μαύρο να 'ς, Ζοζέ Μοχίκα, μπουνταλά, που δε ξεκολλάς πε τον κατρέφτ' και σε κοροϊδεύνα ουλ', σασκίν'.
Τον κανακάρη της όμως το γιο της, τον απασχολούσε η χωρίστρα του, η μπάλα στα γήπεδα, οι ηθοποιοί του κινηματογράφου και το τραγούδι, γιατί συν τοις άλλοις νόμιζε ότι είχε και ωραία φωνή, εκτός από το ωραίο του παρουσιαστικό. Κουβαλούσε ένα πορτοφόλι γεμάτο με δικές του «εβδομαδιαίες» φωτογραφίες… σε στάση ηθοποιού. Δηλαδή με γυρισμένο προφίλ στο φακό το μισογερμένο μπούστο του, ενώ το πρόσωπο, γυρισμένο ανφάς, πόζαρε, σ' άλλες φωτογραφίες γελαστό και σ' άλλες ακουμπισμένου ηθοποιού. Για το επίτευγμα αυτό, ποζάριζε συχνά στο Φώτο-Λάκης στην Αριστοτέλους, που διαφήμιζε ότι «εκτελούνται φωτογραφίαι εις στάσιν ηθοποιού», αν το θυμάστε.
Στην οδό Μουσών...
«Γέλια»
Ο μπαμπάς του ήταν ψηλός, όμορφος και καλός, έτσι όπως θα ’θελα να ’μαι κι εγώ κι όπως θα ’θελαν να ’ναι όλοι οι άνθρωποι, εκτός από το γιο του. Ήταν και γενναίος, γι’ αυτό και τον έλεγαν Λεωνίδα. Αν δεν ήταν γενναίος, μπορεί ο θείος Άρης να μη ζούσε σήμερα, ούτε κι ο μπαμπάς μου με τα δυο του αδέλφια. Ίσως ούτε κι εγώ. Μπορεί να ζούσε όμως ο θείος Λεωνίδας. Ο μπαμπάς του μπαμπά μου και ο θείος Λεωνίδας ήταν αδέλφια κι όταν έσφαξαν τους παππούδες μου στη Σμύρνη, ο θείος Λεωνίδας ντύθηκε γυναίκα, πήρε το γιο του και τ’ ανίψια του αγκαλιά κι αφού ξεγέλασε τους Τούρκους, μπήκε με τις άλλες γυναίκες στο καΐκι κι ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Διάλεξε αυτή την πόλη επειδή του θύμιζε τη Σμύρνη, έλεγε. Ήταν όμορφη όπως εκείνη, γι’ αυτό και θέλαν να την αρπάξουν Τούρκοι, Βούλγαροι, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί. Έκανε όλες τις δουλειές και στο τέλος γύριζε τις γειτονιές μ’ ένα κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό του και πουλούσε τσιγάρα, μανταλάκια, φουρκέτες, κουβαρίστρες, τέτοια πράγματα. Με το κασελάκι στο λαιμό τον σκότωσαν, την ώρα που έβγαινε από το σπίτι μας. Κάθε φορά που περνούσε από τη Μουσών, έμπαινε να πει «καλημέρα», να μας δει και να πιει τον καφέ του. Τον βλέπαμε κι εμείς. Εγώ τον χαιρόμουν, όχι μόνο για το τι είχε κάνει τότε, αλλά και γι’ αυτό που έκανε τώρα. Δεν είχα δει άνθρωπο με πιο μικρό μαγαζί, να πουλάει τα πιο μικρά πράματα και να έχει τόσο μεγάλη χαρά. Όλοι οι πραματευτάδες που περνούσαν από το δρόμο μας τα μαγαζιά πάνω τους τα κουβαλούσαν, αυτό δεν ήταν παράξενο. Μετά πήραν τα γαϊδούρια. Ο ψαράς το πανέρι στο κεφάλι, ο γαλατάς κι ο παγωτατζής τα γκιούμια στα μπράτσα, ο μανάβης το καφάσι στην πλάτη, ο γιαουρτσής τις τσανάκες περασμένες στο κοντάρι πάνω στους ώμους κι ο θείος Λεωνίδας το ψιλικατζήδικο κρεμασμένο στο λαιμό του. Τον σκότωσαν με το πιστόλι, τη στιγμή που σήκωνε το χέρι να μας πει «αντίο», όπως έκανε κάθε φορά όταν έβγαινε από την πόρτα μας. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε να το πει, μόνο το χέρι σήκωσε, αλλά εμείς προλάβαμε να του το πούμε. Έπεσε μαζί με το μαγαζί του κι εκείνοι του το τράβηξαν από το λαιμό, το αναποδογύρισαν κι έβγαλαν από τον πάτο του ένα μάτσο χαρτιά. Αυτά θέλανε, τα πήραν και φύγανε χωρίς να πούνε τίποτα, τον θείο Λεωνίδα τον άφησαν εκεί. Στην κηδεία του ήρθε κόσμος απ’ όλες τις γειτονιές που περνούσε κι ένας ξένος είπε στον μπαμπά μου πως ο θείος του δεν ήταν μόνο ψιλικατζής, ήταν και ταχυδρόμος. Εμάς δε μας είχε φέρει ποτέ κανένα γράμμα, όμως έτσι κι αλλιώς οι συγγενείς στη Σμύρνη ήταν όλοι σφαγμένοι και οι άλλοι που φύλαγαν πρόβατα στα βουνά δεν ξέρανε γράμματα. Ο θείος Άρης ήταν ο μόνος που δεν ήρθε στην κηδεία του μπαμπά του. Μπορεί όμως και να μην ήταν αληθινός του γιος, γιατί σε τίποτα δε μοιάζανε. «Τον δικό μου γιο εγώ τον είπα Αριστείδη για να γίνει σωστός και τίμιος, τούτον εδώ τον λένε Άρη σαν το θεό του πολέμου», έλεγε και γελούσε. «Δεν μπορεί να ’ναι δικό μου παιδί, κανενού Τούρκου θα ’ναι». Κι εμένα ο θείος Λεωνίδας νοιάστηκε να μου δώσουν το όνομα του σφαγμένου του αδελφού, αλλιώς θα με είχαν πει Ταρζάν, όπως ήθελε ο νονός μου, και μπορεί τώρα να ζούσα μονάχος στη ζούγκλα από ντροπή. Αλλά το «τρελός νονός σε βάφτισε» δεν το γλύτωσα, μου το κοπανάνε μέχρι σήμερα και μέσα κι έξω από το σπίτι.
Από την Άγκυρα στην Άν...
«Περιοχή Διοικητηρίου»
Ο κύριος Κλήμης Ευφραίμογλου ήταν τώρα ο νοικοκύρης μας. Ένας ευγενικός και πράος ανατολίτης, που ήρθε με χίλιες περιπέτειες και βάσανα από ένα μακρινό χωριό της Ανατολής, κοντά στην Άγκυρα, ξεκινώντας μαζί με τη μάνα του, την κυρία Μιμίκα, και τις δυο αδελφές του με τα πόδια, με βοϊδάμαξα ή με τα τρένα πίσω απ' το στρατό μας, που υποχωρούσε το καλοκαίρι του '22. Να σου τα λέει και ν' απορείς με την αντοχή του ανθρώπου. Σ' αυτόν τον απερίγραπτο σάλο έχασε και τις δυο αδελφές του από εξανθηματικό τύφο και με την ψυχή στο στόμα φτάσανε, αυτός κι η μάνα του, στον Πειραιά κι από κει στη Θεσσαλονίκη.
Ο πατέρας του, ο Πρόδρομος Ευφραίμογλου με τ' όνομα, που ξέμεινε πίσω στην Τουρκία και χάθηκε σε «εμελέ ταμπουρού», ήταν πλουσιότατος. Είχε μια μεγάλη επιχείρηση με χαλιά, αλλά ο γιος του, χαϊδεμένος και μοσχαναθρεμμένος, ήταν ανίδεος από εμπόρια και δουλειές. Ήρθε, όμως, αυτός κι η μάνα του, φορτωμένοι με χρυσάφι, που το 'χαν ζωσμένο στη μέση τους και χαντακωμένο στις κουρελιασμένες τους αποσκευές. Έτσι βρέθηκε ο Κλήμης ο Ευφραίμογλου στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκε σ' ένα τουρκόσπιτο κοντά στην πλατεία Τερψιθέας, που του παραχώρησε το κράτος, και πάχαινε τρώγοντας με ρέγουλο τα λεφτά του, χωρίς να κάνει τίποτα. Είχε ένα μόνιμο αγαθό χαμόγελο και στα ματάκια του μια ήρεμη γλύκα, που σε αφόπλιζε. Ο κύριος Κλήμης, λοιπόν, πλούσιος χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό, έχασε και τη μάνα του το '31 κι έμεινε μόνος κι έρημος, χωρίς δουλειά και με πολλά λεφτά. Ένας φίλος και συμπατριώτης του, που ο κύριος Κλήμης τον αγαπούσε και τον εκτιμούσε πολύ, τον συμβούλεψε να πάψει να τρώει τα λεφτά του και να επενδύσει την περιουσία του σε ακίνητο. Έτσι, ξοδεύοντας ό,τι είχε και δεν είχε, ξεπουλώντας και το τουρκόσπιτο, έχτισε την πολυκατοικία όπου νοικιάσαμε το διαμέρισμα. Έμενε ο ίδιος σ' ένα μικρό διαμερισματάκι στο ισόγειο και νοίκιαζε τα άλλα. Από χαρακτήρα και από άγνοια των πρακτικών ζητημάτων, άφηνε τον κόσμο να τον γελάει, κάτι επιτήδειους να του τρώνε τα νοίκια και κάτι δικολάβους να τον μπερδεύουν με τα νομικά τους και να του αποσπούν προμήθειες, παραστάσεις κι ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Αυτός, με το μόνιμό του χαμόγελο, ζούσε ήσυχα, χωρίς να νοιάζεται για τίποτα, γιατί τα εισοδήματά του ήταν πολλά και δεν τρώγονται τόσα λεφτά, και μάλιστα με την έμφυτη τσιγκουνιά του ανατολίτη. Κάπου-κάπου η γειτονιά μας καταλάβαινε ότι ο κύριος Κλήμης έμπαζε και γυναίκα στο σπίτι, κρυφογελούσαμε, αλλά τι να γίνει, «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Τα χρόνια περνούσαν, ήρθε ο πόλεμος κι έπεσε σαν κεραυνός στο κεφάλι του κυρίου Ευφραίμογλου το ενοικιοστάσιο. Κι όσο το χρήμα, με την πάροδο του χρόνου, τις συνθήκες και τον πληθωρισμό της Κατοχής, εξευτελιζότανε, περιέπεσε ο καλός ο άνθρωπος σε τέτοια ένδεια, που στερήθηκε ακόμα και το καθημερινό, όταν μας σφίξανε οι μεγάλες οι πείνες.
Στον πόλεμο του '40, του άρεζε πολύ να γίνεται συναγερμός και να κατεβαίνει στο καταφύγιο της πολυκατοικίας του, γιατί ως νοικοκύρης που ήταν, φάνταζε μέσα στο μισοσκόταδο και στη σιωπή, να προεδρεύει στη σύναξη αυτή των μισοφοβισμένων. Εκεί μέσα του δινότανε η ευκαιρία να κουβεντιάζει με τις κοπελίτσες, που τις είχε αδυναμία, και να αναπτύσσει τις απόψεις του. Έλεγε «καταλαμβάνεις, φίλε μου», «οσονούπω», «τουθόπερ» κι άλλα τέτοια σχολαστικά με καραμανλήδικη προφορά, έπαιρνε και κανένα σιγανό τραγουδάκι «νε ολούρ»κι εμείς, έτοιμοι πάντα για πειράγματα, τον κουρντίζαμε να μας μιλάει για τα πνεύματα και για το υπερπέραν. Πίστευε και στη μετεμψύχωση και είχε, λέγανε, στο σπίτι του και τραπεζάκι για την επικοινωνία με τους πεθαμένους. Κάποια βράδια μάζευε διάφορους επιτήδειους, που, με την πρόφαση των εντολών των πνευμάτων, του τρώγανε λεφτά, τότε που είχε. Ένας του 'πε, ότι του μίλησε εμπιστευτικά ο μακαρίτης ο Πρόδρομος, ο πατέρας του. Φώναζε πού 'ναι ο Κλήμης, πού 'ναι ο Κλήμης και απελπισμένος του είπε, ότι δεν θα ησυχάσει στον τάφο του, αν δεν κάνει ο Κλήμης δωρεά στην εκκλησιά του Αγίου Προδρόμου του Βαπτιστού, σε κάποιο μακρινό χωριό, κι ο κύριος Κλήμης του 'δωσε λεφτά και τον παρακάλεσε να φροντίσει να πραγματοποιήσει ο φίλος του τη δωρεά για λογαριασμό του.
Στην Κατοχή, είχε πουλήσει σ' ένα μαυραγορίτη τα τρία τέταρτα της πολυκατοικίας και σε κάποια πολύ δύσκολη στιγμή μας, τότε που λέγαμε το ψωμί ψωμάκι κι η γειτονιά του πήγαινε με τρόπο, να μη τον προσβάλει, ένα πιάτο φαΐ, ο κύριος Κλήμης καθισμένος στο μπαλκόνι μας, μας διαβεβαίωσε μ' εκείνο το γλυκό του χαμόγελο, ότι είδε καθαρά σε όραμα, πως οι Εγγλέζοι «θα μας ρίξουν οσονούπω σίτον και τροφάς με τ' αεροπλάνα τους, καταλαμβάνεις, φίλε μου».
Έτσι, πέθανε ο κύριος Κλήμης μέσα σε ανέχεια, περιμένοντας την άρση του ενοικιοστασίου και τους «συμμάχους». Που ήρθανε, βέβαια, το '43 με τ' αεροπλάνα τους, αλλά μας ψόφησαν στους βομβαρδισμούς. Τότε, νομίζω ήταν που σκοτώθηκε ο φίλος μας ο Βενέτης κι έχασε η ξαδέλφη μας, η Μαρίκα το πόδι της.
Μετάβαση στο σημείο: Γύρω από τα Τείχη