Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΚέντρο Ο μόχθος των εργαζομένων και η διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής
Στο κέντρο της πόλης οι πρόσφυγες, μετά την προσωρινή και πρόχειρη τακτοποίηση της εγκατάστασής τους, αρχίζουν να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά. Ένας φούρνος, ένα ραφτάδικο, ένα γαλακτοπωλείο ξεφυτρώνουν στην πόλη. Μεροκαματιάρηδες ή μικροέμποροι, πλανόδιοι ή υπάλληλοι, οι πρόσφυγες ρίχνονται στη βιοπάλη και από ’κει στη διεκδίκηση μιας καλύτερης ζωής. Ως φτηνά εργατικά χέρια συνειδητοποιούν σταδιακά την ταξική τους ταυτότητα και εμπλέκονται στους κοινωνικούς αγώνες, που συχνά πνίγονται στο αίμα. Η ιστορία του 20ού αιώνα της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από τη σύνδεση της προσφυγικής μοίρας με τα εργατικά κινήματα.
Τα πρώτα μαγαζιά...
Ξεριζωμένη γενιά.Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη
(απόσπασμα)Μια μέρα ήρθε στον Αϊ-Μηνά ο Γιάγκος, άλλοτε παραγιός του Χατζηνάσου στη Σμύρνη.
‒ Αφεντικό, λέω να χτίσεις φούρνο.
‒ Φούρνο εδώ; γιατί; Και ποιος θα τον δουλέψει;
‒ Εγώ. Οι φούρνοι φέρνουν παρά με την ουρά. Αν είχα δικαίωμα να χτίσω, θα γινόμουνα πλούσιος.
‒ Τι δικαίωμα;
‒ Εδώ το επάγγελμα είναι κατοχυρωμένο. Έτσι άκουσα να λένε.
‒ Δηλαδή;
‒ Να, μονάχα όσοι είχαν φούρνο στα μέρη μας, έχουν δικαίωμα άδειας για να χτίσουν. Εσύ είχες δυο.
‒ Μα άλλοι τούς δούλευαν
‒ Δεν έχει σημασία. Δικοί σου ήταν. Εσένα σου δίνουν άδεια. Εμένα όχι.[…]
Στην αψάδα της ανάγκης πάρθηκε η απόφαση. Βρέθηκε το οικόπεδο πλάι σ’ ένα τζαμί στη γωνιά της οδού Κασσάνδρου και Δημητρίου του Πολιορκητού. Μπήκε μπρος το γιαπί. Ρίχτηκαν τα θεμέλια. Υψώθηκαν δυο μέτρα τα ντουβάρια. Οι παράδες λιγόστεψαν.
‒ Πού πας; Παλάτι θα χτίσεις; Το γιαπί δε χωρατεύει. Θέλει λεφτά και λεφτά να τελειώσει, προειδοποιούν γνωστοί και φίλοι.
Δε χαμπαρίζει ο Θανάσης.
‒ Δε γίνεται φούρνος με μπαγδατί, με ξυλόπηχες, ούτε με καλαμωτή. Μ’ ένα τίποτα αρπάει φωτιά και καίεται σα λαμπάδα. Ύστερα, πώς ν’ αντέξει άλλο πάτωμα;
‒ Και τι το θες το πάτωμα;
‒ Πού θα καθίσουμε εμείς;Τα λεφτά τέλειωσαν. Το γιαπί έμεινε στη μέση. Ούτε μπρος, ούτε πίσω.
Βρέθηκε στο δρόμο τους ο Νικολάκης ο Καϊσερλής, που μυρίστηκε κέρδη.
‒ Πόσα χρειάζονται να τελειώσει το γιαπί; Τόσα; Μη σας νοιάζει. Εγώ είμαι εδώ. Μονάχα θέλω το πάνω πάτωμα να καθίσω με τη φαμίλια μου. Ώσπου να με ξεπληρώσετε, θα μου δίνετε σαράντα τοις εκατό τόκο. Έγινε;
Μαγκωμένος ο Θανάσης στα δόκανα της ανάγκης, είπε το ναι. Η δικιά του οικογένεια, δε θα κατοικήσει πάνω απ’ το φούρνο, που ήτανε το σχέδιο. Θα βολευότανε πλάι. Αντί για μαγαζί, θα χτίζανε δυο κάμαρες.
‒ Κι άκουσε, λέει ο Νικολάκης, τα λεφτά εγώ θα τα διαχειρίζομαι ώσπου να τελειώσει το γιαπί.
«Δε μου έχει εμπιστοσύνη». Τσεκουριές τα λόγια του για το Θανάση.
‒ Και κάτι άλλο. Το υπόλοιπο σπίτι θα γίνει μπαγδατί. Σημερινοί είμαστε στη Θεσσαλονίκη αυριανοί δεν είμαστε.
Το κατάπιε κι αυτό.Ταπεινοί τεχνίτες...
Το φοβερό βήμα
(απόσπασμα)Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 8 Οκτωβρίου του 1927, δευτερότοκος γιος του Γρηγορίου Κ. Ταχτσή και της Έλλης, το γένος Θεοδώρου Ζάχου. Το πρώτο παιδί του ζεύγους, που ήταν αγόρι, είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννα.
[…]
Οι πρόγονοι του πατέρα του ήταν Έλληνες απ’ την πάλαι ποτέ Ανατολική Ρωμυλία, που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες γύρω στα 1860, όταν η Βουλγαρία έκανε την εθνική της επανάσταση κι ανακηρύχτηκε σ’ ανεξάρτητο κράτος. Εκεί γεννήθηκε ο πατέρας του το 1890, τέταρτο από πέντε επιζήσαντα παιδιά του Κωνσταντίνου Ταχτσή και της Φανής, το γένος Καλαφάτη.
«Αλλά για την οικογένεια της μάνας μου», γράφει ο Ταχτσής στην παραλλαγή Β της αυτοβιογραφίας του, «έμεναν πάντα Βούλγαροι. Κι η λέξη Βούλγαρος ήταν βρισιά. Σήμαινε κατά περίπτωση τον αιμοβόρο, ύπουλο ή απλώς ξεροκέφαλο άνθρωπο. Σ’ αυτή την εθνική προκατάληψη για την οικογένεια του πατέρα μου, πρέπει να προστεθεί και μια κοινωνική. Στη δύσκολη για όλους δεκαετία του ’30 ερχόταν μέρα που μας έκοβε ο φούρναρης το βερεσέ και δεν είχαμε ούτε ψωμί και δεν υπήρχε περίπτωση που να μη χρωστάμε πέντε ή έξι νοίκια. Αλλά υπήρχε ο μύθος για κάποια περασμένα μεγαλεία. Πόσο πραγματικά ήταν ή πόσο φανταστικά δεν έχει σημασία. Και μ’ αυτό το μύθο μεγάλωνα εγώ. Στα δέκα μου ήμουν κιόλας ένας ανυπόφορος σνομπ, που ντρεπόταν γι’ αυτό που θεωρούσα προσωρινή οικονομική δυσπραγία. Επιπλέον, ξεχνούσα ότι ήμουν φιλοξενούμενος, ένα “ορφανό” που ανάτρεφε η οικογένεια της μάνας μου για να τη βοηθήσει, κι είχα μεγάλες απαιτήσεις. Αλλά δεν το ξεχνούσε η θεία, που συντηρούσε ουσιαστικά όλη την οικογένεια μ’ ένα μεροκάματο που έβγαζε και δικαίως λογάριαζε και την τελευταία δεκάρα. Για να μου κόψει λοιπόν τον αέρα μού θύμιζε την ταπεινή κοινωνική καταγωγή της οικογένειας του πατέρα μου. “Μωρέ, για φαντάσου”, έλεγε. “Ο κύριος είν’ αριστοκράτης. Κωνσταντίνος Ταχτσής-Καλαφάτης-Κοεμτζής-Χρυσοχόου-Ντε Πετράς! Δεν τον φτάνουν οι ελβιέλες. Μου θέλει πέδιλα σουέτ και να ’ναι κι απ’ του Simi!” Αυτά τα επίθετα –το χλευαστικό, γαλλοπρεπές Ντε Πετράς επειδή το Ταχτσής είναι παραφθορά τούρκικης λέξης, που σημαίνει λοθοξόος ή χτίστης– υποδήλωναν ότι οι πατρικοί μου πρόγονοι ήταν ταπεινοί τεχνίτες. Δεν είχε σημασία αν την ίδια εποχή έτρωγαν καλύτερα από μας. Πράγματι, ο παππούς ο Κωνσταντίνος ήταν χρυσοχόος, μ’ ένα μικρό αλλά κερδοφόρο μαγαζί πάνω στην Εγνατία οδό, και το σπίτι τους, ένα διώροφο μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής πίσω απ’ το τότε δημαρχείο, στην οδό Δαγκλή, ήταν ιδιόκτητο. Σημασία είχε ότι, κατ’ αντιδιαστολή προς τους προγόνους απ’ τη μεριά της μάνας μου, που ήταν κτηματίες, διανοούμενοι και έμποροι, έστω και ξεπεσμένοι, ήταν άνθρωποι χωρίς κανένα ένδοξο παρελθόν και χωρίς φιλοδοξίες για μελλοντικές διακρίσεις του είδους που καλλιεργούσε σε μένα η γιαγιά, χωρίς όμως να είναι και σε θέση να με βοηθήσει να τις πραγματοποιήσω. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε μέσα μου από πολύ νωρίς ένα μεγάλο διχασμό. Ταξικά, όπως αργότερα ερωτικά, προσπαθούσα να ισορροπήσω πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Αργά ή γρήγορα θα ’πεφτα. Από ποια μεριά; Του πατέρα μου και μιας ήσυχης αλλά ταπεινής ζωής ή της μάνας μου, που έκρυβε πολλούς κινδύνους, αλλά και την υπόσχεση της επαναπόκτησης των παλιών μεγαλείων για τα οποία μου μιλούσε με τόση νοσταλγία η γιαγιά;».Ταχτσής Κώστας, Το φοβερό βήμα, Εξάντας, Αθήνα 1989, σελ. 19-21.
Από το γαλακτοπωλείο σ...
Στη σκιά της πεταλούδας
(απόσπασμα)Από την άνοιξη του '39 κι ύστερα, αν κατέβαινε κανείς την οδό Αγίας Σοφίας, τότε 4ης Αυγούστου, κάτω απ' την πλατεία και μετά τον κινηματογράφο «Διονύσια» θα έβλεπε να μπαινοβγαίνουν μέσα σε μια στοά που είχε ραφτάδικα, μια σφραγιδοποιία και ένα ρολογάδικο δυο βοηθοί ντυμένοι στα άσπρα, ένας πανύψηλος και ξερακιανός κι ένας γεροδεμένος κοκκινοτρίχης με χοντρά χέρια, που εύκολα ερυθροπύρωνε στα γυναικεία βλέμματα.
[…]
Πίσω στην αυλή του κτιρίου της στοάς, κάτω από ένα στέγαστρο και μια παράγκα, τα απογεύματα συνήθως ή αργά το βράδυ έβραζαν τα γάλατα σε δυο μεγάλα καζάνια και μύριζε κρέμα και ζάχαρη όλος ο τόπος ανάμεσα στις πρασιές αλλά και στα παραπήγματα, που ήταν κολλημένα παράνομα κάτω από τα καινούρια μέγαρα. Πάνω από αυτές τις σκιατραφείς παράγκες ακούγονταν ολημερίς τα τραγούδια του Βασίλη, που πασπαλίζονταν κι αυτά με ζάχαρη στον αέρα όταν ανακάτευε με την ξύλινη κουτάλα με τις ώρες, ή άλλες φορές τύχαινε και το άλλο, όταν άνοιγε το βρομόστομά του και τα λόγια του έκαναν τη ζάχαρη πίκρα μέσα στο μαγαζί και πίσω στην αυλή. Ύστερα απ' τις βρισιές άρχιζε πάλι τα τραγούδια, κάτι βαριά κι ασήκωτα ανατολίτικα, πιο βαριά κι απ' τα μεγάλα γκιούμια με το γάλα, που ζύγιζαν ογδόντα οκάδες το καθένα, κάτι αμανέδες, κάτι χασικλίδικα…
«Πρόσφυγας είσαι, ρε;»
Ήταν μια απ' τις πρώτες ερωτήσεις που είχε κάνει στον Ηλία, κι όταν εκείνος είχε κουνήσει συγκατανεύοντας το κεφάλι, έκανε τότε ο μουρλός σαν να τον ήξερε από χρόνια.
Έλεγε τότε και δε σταματούσε, για την πατρίδα όταν αυτός ήταν μωράκι και μόλις θυμότανε, αλλά και για τα άλλα, που του 'μεναν καθαρά στο μυαλό, για την παράγκα τους στην Τούμπα με τη λαμαρίνα και το πισσόχαρτο. Έξι χρόνια ζήσανε εννιά άτομα σ' ένα δωμάτιο, τότε που έχεζε και κατουρούσε έξι χρόνια έξω στα χωράφια […] , και για πιο παλιά, όταν, πριν σταθούνε τυχεροί και βρούνε παράγκα, μείνανε κάποιους μήνες σε εκκλησίες και σε τζαμιά.
[…]
Τις πρώτες βδομάδες ο Ηλίας μόνο άκουγε και ήταν ώρες ώρες που τον βαριόταν, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι ο Βασίλης, φωνακλάς και αμπλαούμπλας. Είχε και πολλές ώρες στο πατάρι τα βράδια, όταν άναβε τη λάμπα -το μαγαζί είχε κάτω ηλεκτρικό, πάνω όχι- που η φωνή του χαμήλωνε και του 'λεγε άλλα πράγματα με ευλάβεια, χωρίς βρισιές. Του έλεγε για την πλουτοκρατία που τους ρουφάει το αίμα, για τον αδερφό του που ήταν μεγάλος αγωνιστής, μα τον πυροβόλησαν εκείνη τη μέρα του Μάη, πριν από τρία χρόνια, στο κεφάλι με περίστροφο…
«Να 'βλεπες, ρε μικρέ, το κεφάλι του…» του 'λεγε συχνά και η φωνή του άλλαζε αρμονικές και ήταν σαν κλάμα, που θύμιζε λίγο τις τρίλιες της καρδερίνας, «να 'βλεπες… κομμάτια… τα μυαλά του με τις τρίχες ανάκατα… σαν κανταΐφι, μα το Θεό! Και είχε ένα μυαλό […] ! Δυο χρόνια μόνο πήγε σχολείο κάτω στην πατρίδα και διάβαζε τα βράδια όλες τις εφημερίδες, τα περιοδικά μας, τους κλασικούς, Μαρξ, Λένιν…»
Ύστερα συνήθως σώπαινε και χάζευε το φιτίλι της λάμπας. Κάπου εκεί έψαχνε το νόημα, μια φευγαλέα εμφάνιση του πεθαμένου αδερφού, να τον δει να ξεπροβάλλει απ' τη φλόγα για λίγο με τη γροθιά υψωμένη, να του θυμίζει γιατί πέθανε και ύστερα να χάνεται πάλι στον κόσμο με τις σκιές.
[…]
Μαγιάτικο βράδυ και είχε φέρει ψύχρα από τη θάλασσα. Ο Κρίστε Σεραφίμοβιτς έσυρε βαριά τα πόδια και κλείδωσε το μαγαζί. Πέρασε αργοπατώντας μέσα απ' τη σκοτεινή στοά, που ήταν τώρα σκουπισμένη και πλυμένη, και βγήκε στο δρόμο. Πήρε την ανηφόρα για την πλατεία αργά, γιατί είχαν περάσει και τα χρόνια, και από εκεί στην Εγνατία για να προλάβει το τελευταίο τραμ.
Ο Βασίλης είχε ανοιχτό το παράθυρο, αυτό που έβλεπε μπροστά στο δρόμο. Έγειρε έξω το κεφάλι και τον παρακολούθησε για λίγο έτσι όπως περπατούσε μονόπαντα σαν τον κάβουρα. Απέναντι τα «Διονύσια» είχαν σβήσει τα φώτα. Το ζαχαροπλαστείο του Λίγδα στη γωνία και το ανθοπωλείο του Σταθάκη είχαν κλείσει κι αυτά από ώρα. Μόνο ένα καφενείο σ' όλον το δρόμο είχε φως κι ακουγόταν ο θόρυβος απ' τις καρέκλες που τις έσερναν για να τις βάλουν ανάποδα στα τραπέζια σαν πιρούνια, για το τελευταίο σκούπισμα. Κάτω στην Τσιμισκή δυο τρεις περαστικοί, κάθε τόσο κούρσες φώτιζαν λίγο κι ύστερα χάνονταν.
«Πάμε» του είπε χαμηλόφωνα, σαν να ήταν κάποιος εκεί κοντά και φοβόταν μην τους ακούσει.
Βγήκαν έξω στην 4ης Αυγούστου και τράβηξαν λίγο ανηφορικά κι ύστερα έστριψαν στη Γεωργίου Σταύρου. Η βραδινή ψύχρα τους πίεζε να ταχύνουν το βήμα· βγήκαν στην πλατεία Άθωνος, από εκεί στα λουτρά και ανηφόρισαν για τον Αϊ Δημήτρη. Όσο απομακρύνονταν από το κέντρο, έβρισκαν μπροστά τους περισσότερα ψευτόσπιτα της φτωχολογιάς, προσφυγόσπιτα φτιαγμένα με ξυλάκια, ασβέστη και σάλιο, σκηνικά θαρρείς για το θέατρο.
Κοντά στο υδραγωγείο κοντοστάθηκαν να πάρουν μια ανάσα.
«Άκουσα τα αφεντικά» είπε ο Ηλίας «που γκρίνιαζαν γιατί δεν πας στις συγκεντρώσεις της νεολαίας, αφού το ξέρεις, λένε, πως είναι υποχρεωτικό».
«Μωρέ, δεν παν να χεστούν! Τι θα μου κάνουν σάματις;»
«Είπαν να πάω κι εγώ, με μάθαν πια στη γειτονιά και κάποιος τους το σφύριξε στ' αυτί, να στείλετε τον καινούριο στην ΕΟΝ, τους είπαν».
«Δίπλα στο γυμνάσιο είναι, τράβα και θα βαρεθείς τη ζωή σου, για να μην πάω και πιο βαθιά, στις διαφωνίες και τα ρέστα».
Έβγαλε ένα πακέτο από το σακάκι, ξεχώρισε ένα τσιγάρο και το χτύπησε πάνω στο πακέτο. Το σπίρτο φώτισε για λίγο το πρόσωπό του και ύστερα το άφησε να πέσει στο χώμα. Το λιβάνισε για λίγο ο καπνός, φαινόταν να σκέφτεται. Από πέρα έφερνε ο αέρας φωνές και γέλια χαροκόπων, μια ταβέρνα ξεχώριζε φωτισμένη στη στροφή δίπλα στα τείχη.
«Σάββατο είναι και ο κόσμος ξενυχτάει» είπε ο Ηλίας, για ν' αλλάξει κουβέντα.
«Μικρέ, μου φαίνεσαι μπεσαλής, γι' αυτό και σε σέρνω βραδιάτικα. Θα πιούμε κιόλας να κάνουμε κέφι, αλλά τα μάτια σου ανοιχτά για να φωτιστείς. Ό,τι δεις κι ακούσεις τσιμουδιά, έχουν τα μάτια τους συνέχεια πάνω μας. Κάνοντας παρέα μ' εμάς, η ζωή σου δε θα 'ναι πια ίδια. Πριν σε πάω όμως όπου είναι να σε πάω, μου χρωστάς μια εξήγηση: Γιατί έφυγες απ' το χωριό και τι στο διάολο γυρεύεις στο γαλατάδικο αντί να κάτσεις στα χωράφια. Τώρα που πιάσαμε την ανηφόρα, πες μου δυο λόγια».
Ο Ηλίας έγνεψε με το κεφάλι και του 'δειξε μπροστά το δρόμο για να συνεχίσουν. Άλλωστε η ιστορία του ήταν μικρή και απλή, όπως και η μέχρι τώρα ζωή του. Μια κουβέντα θα μπορούσε να του είχε πει μόνο: «Πνιγόμουν» και όλη η αφήγηση θα είχε πάρει τέλος.
Πρόσθεσε τελικά και δυο τρεις άλλες λέξεις παρόμοιες και, μέχρι να φτάσουν στο φως της ταβέρνας, του τα είχε πει όλα.
«Κατάλαβα» πετάχτηκε αυτός ξαφνικά και του 'κανε νόημα να σταματήσει «κατάλαβα…».
Τα παράθυρα της ταβέρνας ήταν ανοιχτά. Μπήκαν μέσα και τους έπιασε κατευθείαν στα ρουθούνια μυρωδιά από ρετσίνα, τηγανητά και πριονίδι. Ο Βασίλης τράβηξε προς τον πάγκο και κάτι είπε με τον ταβερνιάρη. Ο Ηλίας στάθηκε λίγο αμήχανος πιο πίσω, καθώς κάποια βλέμματα τον περιεργάζονταν, γιατί ήταν καινουριοφερμένος. Ήταν και κάτι σκόρπια χαμόγελα που άλλαζαν μεταξύ τους, που τον έφερναν σε πιο δύσκολη θέση. Μεροκαματιάρηδες ήταν οι πιο πολλοί, εργάτες και τεχνίτες που ζούσαν γύρω στα προσφυγικά, άλλοι δεν είχαν βγάλει ακόμα καλά καλά από πάνω τους τα ρούχα της δουλειάς. Ένας λατερνατζής στη γωνιά είχε αφήσει το καπέλο στο τραπέζι και έτρωγε μια μερίδα φασόλια με μια μισή. Η λατέρνα δίπλα του, αποκαμωμένη απ' τις περιπλανήσεις και τους κραδασμούς της πλάτης του, έστεκε μουγγή πάνω στο σκαμνί της.
Είδε τον Βασίλη να έρχεται προς το μέρος του με μια νταμιτζάνα κι ένα πακέτο στα χέρια.
«Πάμε» είπε και τον έσπρωξε απαλά στην πλάτη.
Έξω μύριζε καμένο ξύλο, θα είχαν ανάψει, φαίνεται, κανένα καζάνι για βραδινή μπουγάδα. Πήραν πάλι την ανηφόρα για τις Συκιές και βάδιζαν τώρα ανάμεσα σε μάντρες, προσφυγικά και παράγκες. Ο Βασίλης ήταν σκεφτικός, κάποια στιγμή έριξε με τρόπο πίσω του κρυφές ματιές. Μόνο κάτι σκυλιά ακολουθούσαν, γιατί οι μυρωδιές απ' το πακέτο και τους νεοφερμένους τα ερέθιζαν.
Έφτασαν σ' ένα χαμηλό σπιτάκι χωμένο και μπερδεμένο ανάμεσα σε σκοτεινούς χωματόδρομους. Η πίσω του μεριά ήταν κολλημένη στο μεσαιωνικό τείχος, το οποίο σκέπαζε επιβλητικά και έκρυβε το φως του φεγγαριού. Ο Βασίλης, πριν χτυπήσει την πόρτα, σφύριξε με τρόπο δυο τρεις φορές έξω από το παράθυρο. Το παντζούρι παραμέρισε και φάνηκε το πρόσωπο μιας κοπέλας.
«Όσο φυλάει η πουρναριά, δε φυλάει η Παναγιά» είπε χαμηλόφωνα ο Βασίλης, η φωνή του ίσα που ακούστηκε στο σκοτάδι.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ηλίας.
«Λαϊκή παροιμία» απάντησε ο Βασίλης «μας την έμαθε ο Γώγος ο Σερραίος».
Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε από την πόρτα που μισάνοιξε.
«Περάστε» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Πέρασαν ένα χαμηλό κατώφλι και βρέθηκαν σ' ένα κακοφωτισμένο δωμάτιο με καπνό. Καλωσορίσματα και μουρμουρητά τους υποδέχτηκαν, πέντ' έξι άτομα κάθονταν γύρω από μια λάμπα στο τραπέζι.
Ένας ψηλός σαν τον Βασίλη σηκώθηκε πρώτος και τους πλησίασε. Ο Ηλίας τον άκουσε να ρωτάει ψιθυριστά τον Βασίλη αν συνέβαινε κάτι ξαφνικό και επείγον.
«Αυτό» είπε ο Βασίλης και σήκωσε ψηλά την νταμιτζάνα με τη ρετσίνα.
Η παρέα έβαλε τα γέλια.
«Τι πίνετε, ρε;» φώναξε ο Βασίλης «τσάι σας έβγαλε αυτός;» κι έδειξε το σπιτονοικοκύρη.
Εκείνος πάτησε κάτι τρανταχτά γέλια.
«Πάψε, παλαβέ, και κάθισε, θα μας ακούσει η γειτονιά!»
Έκαναν τις συστάσεις και κάθισαν γύρω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, που φαινόταν πως ήταν και το πιο σημαντικό έπιπλο του σπιτιού. Ο Ηλίας ήταν όπως πάντα λίγο συγκρατημένος, ήταν και όλος αυτός ο μυστηριώδης πρόλογος που του είχε κάνει ο Βασίλης στο δρόμο, σαν να ήθελε να τον προειδοποιήσει από τη μια και σαν να του 'λεγε από την άλλη πως εκείνη τη βραδιά θα γνώριζε τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής του.
Ήταν εκεί δίπλα του ο Γώγος ο Σερραίος, εργάτης στην υφανετ, ο Παύλος ο μαραγκός, ο οικοδεσπότης, και η αδερφή του η Ειρήνη, εργάτρια κι αυτή στου Φλόκα, και ο Λουκάς με τον Σάββα, φοιτητές της δασολογίας. Πίνανε τσάι με κάτι κουλούρια και φρυγανιές, πριν εισβάλουνε μέσα οι δυο τους και τους τα φέρουν όλα άνω κάτω.
«Πρόσεξες στο δρόμο;» ρώτησε ο Γώγος τον Βασίλη.
«Πρόσεξα, μωρέ, αλλά από την άλλη είναι και καλύτερα να βρισκόμαστε έτσι κάπου κάπου και για κανένα ποτήρι· όταν γίνονται όλα μουλωχτά και με ψου ψου, είναι χειρότερα».
«Έχει δίκιο» είπε η Ειρήνη, που εμφανίστηκε από τη στενή κουζινίτσα στο βάθος με την αγκαλιά της γεμάτη πιάτα και ποτήρια. «Σάββατο είναι και πίνουμε και κανένα ποτήρι, αν πούμε και κανένα τραγούδι, ακόμα καλύτερα, για να μας έχουν λίγο και για ανθρώπους κανονικούς, γιατί αυτοί νομίζουν ότι κυνηγάνε τέρατα με δυο κεφάλια».
«Η ταβέρνα παρακάτω είναι σχεδόν γεμάτη» είπε ο Βασίλης «κάτω στο μαγαζί δεν έχει και πολύ κόσμο, φύγαν οι μπουρζουάδες για τη "Ρέμβη" και για το "Λουξεμβούργο" πέρα στη θάλασσα, οι κουρσάρες τους μαύρες και γυαλιστερές αστράφτανε, περνούσανε συνέχεια και φεύγανε για πέρα».
«Ε, καλά… δεν είναι κι όλοι μπουρζουάδες όσοι πάνε στη θάλασσα και πέρα στο Καραμπουρνάκι» σχολίασε η Ειρήνη.
«Δεν τα αφήνουμε αυτά» πετάχτηκε ο Λουκάς «για τον καινούριο μας φίλο δε μας είπες» κι εκείνη τη στιγμή ξανακοίταξε τον Ηλία.
Όλη αυτή την ώρα ο Ηλίας περιεργαζόταν τα πρόσωπα και τους τοίχους του σπιτιού. Λίγα έπιπλα, μια φωτογραφία, κάτι βιβλία, παστράδα και νοικοκυροσύνη, μόνο ο καπνός τους και η ρετσίνα βρόμιζαν το δωμάτιο. Η Ειρήνη ήταν μια κοπέλα λεπτή, ντυμένη κάπως βαριά και μουντά, σοβαρή. Ήταν φανερό πως έκανε προσπάθειες να κρύψει τη γυναίκα μέσα της και να βγάλει έξω κάτι άλλο πιο αφοσιωμένο, καλογερίστικο.
«Ο φίλος μας δεν αντέχει την εον και το χωριό του, είναι και παλικάρι και το λέει κι η ψυχή του. Όλα τ' άλλα σιγά σιγά…» είπε ο Βασίλης γεμίζοντας τα ποτήρια.
Ο Ηλίας είχε αποφασίσει πια αυτές τις πρώτες βδομάδες στη Σαλονίκη να σπρώξει πέρα την ντροπαλοσύνη του και να αφεθεί στον κόσμο. Τράβηξε μερικά ποτήρια ρετσίνα κι έλυσε τη γλώσσα του. Είπε για το χωριό του, τη μάνα του, τον πατέρα του, που τον είχε από παιδί σαν Ευαγγέλιο, για την προσφυγιά, για τα κτήματα και τους μπαξέδες που ήταν για τους χωριανούς η ζωή τους, θαρρείς και τα έντερά τους έμοιαζαν πια με ρίζες κι έβγαζαν σπόρο. Είπε και για τον εαυτό του, που τα χωράφια του είχαν γίνει μια ευρύχωρη φυλακή κι ήταν έτσι πιο δύσκολο να πάρει την απόφαση να φύγει, ας είναι καλά οι χωροφύλακες, που του δείξανε γρήγορα το δρόμο. Έλεγε, έλεγε… έλεγε και κάτι άσχετα, πιο πολύ κόμπους δικούς του, της ψυχής του, που δεν είχανε σχέση με την πολιτική.
Κάποια στιγμή πρόσεξε πως μόνο αυτός και ο Βασίλης πίνανε πολύ. Κατάλαβε ότι έπρεπε να σταματήσει - αν ήταν εκεί ο Μάρκος, ο πατέρας του, τι θα 'λεγε;
Κάτι πήγε να πει κάποια στιγμή ο Βασίλης, αλλά ο Λουκάς τον έκοψε κι έκανε νόημα στον Ηλία να συνεχίσει. Μέσα στην ελαφριά ζαλάδα του εκείνος τον παρατηρούσε αυτόν τον Λουκά, παρότι έλεγε ακόμα τα δικά του από το χωριό. Τα μαλλιά του ήταν πασαλειμμένα με μπριγιαντίνη και προσεχτικά χτενισμένα προς τα επάνω. Τα χέρια του δεν ήταν χοντρά σαν τα δικά του ή του Γώγου, το πρόσωπο με τα γυαλιά φαινόταν πως είχε σκάψει χιλιάδες σελίδες.
«Ο πατέρας μας» είπε ξαφνικά ο Λουκάς «μπορεί να 'ναι στην αρχή το πρώτο Ευαγγέλιο και το αλφαβητάρι. Όταν μάλιστα είναι ένας άνθρωπος δημοκράτης, του Βενιζέλου, όπως μας είπες. Αν και για τα αστικά κόμματα και τη δημοκρατία τους έχουμε πολλές επιφυλάξεις. Πραγματικό Ευαγγέλιο είναι όμως ό,τι βοηθάει την επανάσταση, ό,τι γκρεμίζει τον παλιό κόσμο της εκμετάλλευσης, βιβλίο ή σφυρί, αυτό είναι το πραγματικό Ευαγγέλιο. Εσείς οι αγρότες, Ηλία, έχετε ένα δεσμό με τη γη, με την ιδιοκτησία, δεν είστε το ίδιο με τους εργάτες, που έχουν μόνο τα χέρια τους, ή το επιστημονικό προλεταριάτο που…»
Και είπε πολλά τότε ο Λουκάς και ο Γώγος πάλι και άλλα, πρόσθεσαν κι ο Σάββας κι ο Παύλος και η Ειρήνη. Ο Βασίλης έπινε ακατάπαυστα, τόσο που ο Γώγος ως μεγαλύτερος αναγκάστηκε να του πει κάνα δυο κουβέντες, που πήγαν όμως στο βρόντο. Ο Ηλίας σκέπασε το ποτήρι του κάποια στιγμή με την παλάμη και δεν άφησε το φίλο του να τον σύρει στον οίστρο της μέθης, που τον είχε σφιχταγκαλιάσει. Και πραγματικά όλο και αφαιρούνταν ο Βασίλης απ' την κουβέντα που είχε ανάψει κι όλο μουρμούριζε τα δικά του τα χασιοτράγουδα κι έπαιζε τα δάχτυλα πάνω στο τραπέζι.
[…]
Ευχαρίστησαν και καληνύχτισαν. Ήταν αργά, θα έφευγαν όλοι, η βεγκέρα τους είχε πάρει τέλος. Πήραν τον κατήφορο και οι τέσσερις. Ο Γώγος τους είχε εγκαταλείψει λίγο πριν και είχε χαθεί κάπου εκεί στους δαιδαλόδρομους του συνοικισμού. Ο Λουκάς και ο Σάββας θα τους συντρόφευαν μέχρι την «Αίγλη», κάπου εκεί κοντά νοίκιαζαν μια κάμαρη, για να είναι κοντά στο πανεπιστήμιο.
[…]
Στην αρχή της Κασσάνδρου, πριν από το Διοικητήριο, βρήκαν τέσσερις σε μια γωνιά με ρεπούμπλικα και σκούρα κοστούμια, που κάπνιζαν νευρικά και κρυφοκοίταζαν σ' ένα σοκάκι.
«Σουτ, ασφάλεια!» ψιθύρισε ο Λουκάς και τον πίεσε με τα δάχτυλα στην πλάτη.
«Οι ερωτευμένοι που μεθάνε, σύντροφε Λουκά, είναι ακίνδυνοι για το καθεστώς» του απάντησε ο Βασίλης κι ένας λόξιγκας του έκοψε την ανάσα.
«Μωρέ, πάψε σου λέω!»
Συνέχιζαν να βαδίζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, με τον Βασίλη μόνο να μισομπερδεύεται λίγο στο περπάτημα. Ήταν αλήθεια πως εκείνη τη βραδιά ήταν καθαροί, δεν κουβαλούσαν μαζί τους προκηρύξεις ή μπογιά ούτε βιβλία επικίνδυνα. Τους είχαν όμως σταμπαρισμένους - κι ύστερα ποτέ δεν ξέρεις, και μ' ένα μόνο στραβοκοίταγμα μπορούσαν να μπλέξουν.
«Έρικα! Έρικα!» μουρμούρισε ο Βασίλης όταν απελευθερώθηκε από το βρόχο του λόξιγκα.
Ήταν πια στα τρία μέτρα απόσταση. Δεν τους έδωσαν όμως και πολλή σημασία, γιατί κοίταζαν σ' άλλες γωνιές, κάτι άλλο σημαντικό περίμεναν εκείνη την ώρα.
Πέρασαν από δίπλα και μπλέχτηκαν στα χαμόσπιτα πριν από τον Αϊ-Δημήτρη.
«Βρομιάρηδες!» είπε ο Βασίλης - τον είχε αρπάξει πάλι η ένθεη μανία της ρετσίνας απ' το λαιμό.
Μετά την «Αίγλη» χωρίσανε.
Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σελ. 274 - 286.
Μετάβαση στο σημείο: Κέντρο