Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΛιμάνι Άφιξη στο λιμάνι
Άφιξη : Κωνσταντινοπολίτες, Μικρασιάτες, Ποντοκαυκάσιοι, παλιννοστούντες από τη Ρουμανία, Πακιστανοί και Κούρδοι μετανάστες μεταφέρουν τις πρώτες εντυπώσεις τους από την εικόνα της πόλης, έτσι όπως την αντικρίζουν από την κουπαστή του καραβιού μπαίνοντας στο Θερμαϊκό ή καθώς σκύβουν να φιλήσουν τη νέα γη.
Η Σαλονίκη! Φτάσαμε!...
Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου
(απόσπασμα) Οι πρόσφυγες, στο μεταξύ, συνεπαρμένοι από το πανοραμικό θέαμα των ακτών, αγνάντευαν τα παραλιακά χωριά, τις αμμουδιές, τα δάση και τα βουνά που διακρίνονταν στον ορίζοντα και έμεναν έκθαμβοι από την ομορφιά τους, από το λαμπερό φως του ήλιου και τη δροσιά του καθαρού και διάφανου αέρα. Το καράβι πέρασε κατά τα χαράματα από τη χερσόνησο του Άθω, το Άγιο Όρος, που τα βυζαντινά μοναστήρια του, σαν περίτεχνες αετοφωλιές κρεμασμένες στον ουρανό, φάνταζαν ανάμεσα και πάνω στους θεόρατους βράχους, τις δασωμένες κορφές και τις καταπράσινες πλαγιές. Το απομεσήμερο ο «Ναυαγός» διάβηκε απόμακρα από τα άλλα ακρογιάλια της Χαλκιδικής, άλλοτε δασωμένα κι άλλοτε αμμουδερά, και το απόγευμα, με το γέρμα του ήλιου, έστριψε δεξιά και μπήκε στον κόλπο του Θερμαϊκού. ‒ Ο Όλυμπος! φώναξε ο Νικόλας που τον αναγνώρισε. Το όνομα του βασιλιά των ελληνικών βουνών, της κατοικίας των θεών και της πηγής των μύθων, επαναλήφθηκε πολλές φορές με θαυμασμό και έκσταση από πολλά στόματα, ενώ οι ματιές όλων έψαχναν να βρουν στις χιονισμένες κορφές του τα παλάτια του Δία. ‒ Σαν το Αραράτ μοιάζει, παρατήρησε η Άννα. ‒ Έχεις δίκιο, συμφώνησε ο Τίμος, αλλά είναι πιο χαμηλό. ‒ Τι όμορφο βουνό που είναι! αναφώνησε η Όλγα. Θαρρείς και βλέπω την κορφή του Καυκάσου, το Κεζμπέκ! Η σειρήνα του καραβιού σφύριξε ξαφνικά και τρόμαξε τους επιβάτες. ‒ Φτάνουμε! Φτάνουμε! φώναξαν μερικοί. Το καράβι ύστερα από λίγη ώρα σίμωσε στο Μεγάλο Καραμπουρνού, το παρέκαμψε, έστριψε πάλι δεξιά και μπήκε στον μυχό του Θερμαϊκού. Η πανέμορφη πόλη του ελληνικού βορρά άστραψε στο φως του δειλινού, μπροστά στα θαμπωμένα μάτια των προσφύγων. ‒ Η Σαλονίκη! Η Σαλονίκη! Φτάσαμε! κραύγασαν με ανακούφιση πολλοί επιβάτες πετώντας ψηλά τα καπέλα, τις τραγιάσκες, τις σιάπκες, τις ρεπούμπλικες και τα παπάχια τους. Αναταράχτηκε χαρούμενα όλο το ανθρωπομάνι του καραβιού και συνωστίστηκε στη μια πάντα του πλεούμενου, κάνοντάς το να γείρει… Ο καπετάνιος και το πλήρωμα έκαναν συστάσεις να απομακρυνθούν οι επιβάτες από την επικίνδυνη πλευρά για να μη βουλιάξουν. Όσοι βρέθηκαν όμως στην άκρη καμάρωναν μαγεμένοι τα όμορφα και ομοιόμορφα παραλιακά διώροφα και τριώροφα χτίρια, που έμοιαζαν με παλατάκια παραταγμένα στη σειρά, καθώς και το άπειρο σπιτομάνι με τα ανατολίτικα λαϊκά οικήματα και τα αρχοντικά που ανηφόριζαν στο λόφο, όπου, σαν κορόνα βασιλική, φάνταζε το Εφταπύργιο. Τα βυζαντινά τείχη, πάλι, έζωναν την πόλη ξεκινώντας από το μεγαλόπρεπο Λευκό Πύργο, χαμηλά, στην άκρη της θάλασσας, και ανέβαιναν σκαρφαλώνοντας ως την Ακρόπολη, που στεφάνωνε το λόφο ολούθε. Πολλά παλικάρια ανοίγοντας λίγο ελεύθερο χώρο στο κατάστρωμα πιάστηκαν απ’ τα χέρια και βάλθηκαν να χορεύουν με τη συνοδεία της εύθυμης, ζωηρής και μεθυστικής μουσικής που τιναζόταν από τις χορδές της λύρας. Το πλοίο σίμωνε στο Μικρό Καραμπουρνού και σε λίγο έμπαινε στον όρμο της Καλαμαριάς, όπου φάνηκαν κάτι ομοιόμορφες μακρόστενες ξύλινες παράγκες, αραδιασμένες σαν κουτιά σε ατέλειωτες κάθετες και οριζόντιες σειρές. Η προσοχή όλων στράφηκε μονομιάς σε τούτον τον καταυλισμό, γιατί μάντεψαν πως εκεί μέσα θα στεγάζονταν και οι ίδιοι. ‒ Είναι παραπήγματα του συμμαχικού στρατού που μετατράπηκαν σε καραντίνα, εξήγησε ο καπετάνιος σε μια ομάδα προσφύγων που τον τριγύρισε. ‒ Και κείνα τα αντίσκηνα εκεί πάνω; ρώτησε κάποιος. ‒ Αυτά είναι πρόσθετα, για να χωρέσουν οι καινούριοι. ‒ Ο Θεός να μας φυλάξει! μουρμούρισε μια γυναίκα κάπως ανήσυχη. Οι φωνές και η κινητικότητα των προσφύγων λιγόστευε όσο πλησίαζε το καράβι στη σκάλα. Σε λίγο το πλεούμενο αγκυροβόλησε στα ανοιχτά και αμέσως σχεδόν άρχισε η αποβίβαση των ταλαιπωρημένων επιβατών του στις μαούνες, που είχαν κιόλας πλησιάσει και πλευρίσει. Άνθρωποι και πράγματα κύλησαν στα μικρά σκαφίδια, που ξεκίνησαν αμέσως για τη σκάλα του όρμου. Φτάνοντας εκεί ξεφόρτωσαν στα σβέλτα το ανθρώπινο φορτίο τους και ξαναγύρισαν στο καράβι. Το πήγαινε έλα συνεχίστηκε αδιάκοπα και γρήγορα πολλές φορές για να αδειάσει το ξέχειλο πλοίο από τους ανυπόμονους Ποντοκαυκάσιους, που βιάζονταν να πατήσουν το πόδι τους στην ελληνική στεριά, για να πιστέψουν πως έχουν φτάσει στ’ αλήθεια ζωντανοί στη μυθική πατρίδα. Οι πρώτοι νεαροί που περπάτησαν τη σκάλα και έφτασαν στην παραλία της Καλαμαριάς έσκυψαν συγκινημένοι και φίλησαν τη γη. Αμέσως κατόπιν πιάστηκαν πάλι στο χορό και το τραγούδι με τη συνοδεία της λύρας, που την έπαιζε ένας εκστασιασμένος λυράρης. Σε λίγο έφτασαν και άλλοι από τη σκάλα και έστησαν ένα δεύτερο χορευτικό κύκλο. Ακολούθησε και τρίτος και τέταρτος και πέμπτος, ώσπου ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε και κάλυψε όλη την παραλία της καραντίνας. Οι χορευτές νέοι και μεσήλικες, άντρες και γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν οργιαστικά δίπλα στα παρατημένα πράματά τους, ενώ από το «Ναυαγό» το πλήρωμα παρακολουθούσε με θαυμασμό το κουράγιο τούτης της ράτσας που δεν την τσάκιζε κανένα μαρτύριο και καμιά περιπέτεια. ‒ Ο Θεός να τους δίνει δύναμη και να τους βοηθήσει να αντέξουν και σ’ αυτά που τους περιμένουν! είπε ο καπετάνιος στοχαστικά και πρόσταξε στους ναύτες του να σηκώσουν άγκυρα.Σαμουηλίδης Χρήστος, Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 349-351.
Από την κουπαστή του κ...
Τρεις αιώνες Μια ζωή. Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα
(απόσπασμα)Γύρισα πάλι στο πλοίο. Επόμενος σταθμός η Χίος. Ίδιες εικόνες, ίδιος πόνος.
Συνεχίζουμε και φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Κι εκεί επικρατούσε η ίδια κατάσταση. Χιλιάδες κόσμος στην παραλία. Στο λιμάνι ήταν κι άλλα τέσσερα-πέντε πλοία γεμάτα κόσμο, αλλά δεν άφηναν κανέναν να κατεβεί. Έτσι όπως καθόμουν στην κουπαστή και προσπαθούσα να διακρίνω κάποιον γνωστό μέσα στο πλήθος, βλέπω το μικρό μου αδελφό, τον Αντώνη, μαζί με άλλα τέσσερα-πέντε γειτονάκια μας, που έψαχναν κι αυτοί να βρουν τις οικογένειές τους ανάμεσα στους καινούργιους που είχαν φέρει τα καράβια.
«Μαμά, ο Αντώνης!» φωνάζω. «Αντώνη! Αντώνη! Εδώ! Εδώ είμαστε!» ουρλιάζω με όλη τη δύναμη που μπόρεσα να συγκεντρώσω. Ο Αντώνης γυρνάει και με βλέπει. Πρέπει να με γνώρισε μόνο από τη φωνή, γιατί ήμουν πραγματικά αγνώριστη. Φορούσα μια φούστα που μου είχε βρει μια γυναίκα μέσα στο πλοίο, γιατί τα δικά μου ρούχα είχαν γίνει κουρέλια προ πολλού.
«Φιλιώ, πού είναι ο Γιωργής μας; Πού είναι ο πατέρας;»
«Ο Γιωργής μας δεν ξέρω πού βρίσκεται• τον πήραν…
Όσο για τον μπαμπά μας, τον σκότωσαν, Αντώνη μου!»
«Μη φοβάσαι, Φιλιώ! Δε θα σας αφήσουν να κατεβείτε εδώ, αλλά εγώ θα πάω να παρακαλέσω το λιμενάρχη να μ’ αφήσει ν’ ανεβώ στο πλοίο μαζί με τον Βασίλη, τον Στέλιο και τ’ άλλα παιδιά».
Ο Αντώνης ήταν τότε δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών και μικροκαμωμένος, γι’ αυτό γλίτωσε από τους Τούρκους. Κούτσαινε, όμως, γιατί τον είχαν χτυπήσει με ξιφολόγχη στο γόνατο. Τον είχαμε χάσει απ’ τις πρώτες ώρες της Καταστροφής. Κι εκείνος μας έψαχνε, αλλά βρέθηκε με κάποιο μπουλούκι προσφύγων στη Σμύρνη. Εκεί μάζεψαν όλα τα παιδιά και τα έβαλαν σ’ ένα στρατώνα. Εκείνος έξυσε τα χέρια του και τα μάτωσε και άρχισε να δείχνει τις πληγές του σ’ έναν Αμερικανό. Ο Αμερικανός το λυπήθηκε το παιδί κι έπεισε τον Τούρκο φρουρό να το αφήσει να φύγει. Μπήκε λοιπόν ο Αντώνης σ’ ένα πλοίο, όπου εκεί βρήκε και τα γειτονόπουλά μας, κι από τη Σμύρνη βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και τον συναντήσαμε.
Πράγματι, ο Αντώνης παρακάλεσε το λιμενάρχη και τον πλοίαρχο να τον αφήσουν να ’ρθει μαζί μας. «Είδα τη μαμά και την αδελφή μου μέσα στο πλοίο! Αφήστε με να πάω μαζί τους να βρούμε τον μπαμπά μας. Πού να πάμε, μικρά παιδιά, μόνα μας; Αφήστε μας να φύγουμε μαζί τους!» Ανέβηκε, λοιπόν, ο Αντώνης στο πλοίο και μάλιστα μας έφερε λίγο ψωμί και τυρί που του είχε δώσει κάποιος. Ποιος να πρωτοφάει όμως με τόσους πεινασμένους σ’ εκείνο το πλοίο;
Συναντήσεις στο λιμάνι...
Το ραντεβού της Θεσσαλονίκης
(απόσπασμα)Ένας δρόμος παγίδα, με μικρά τοιχία από μπετόν, χωρίς καμία λογική, κι ακανόνιστες πλάκες –ένα διαβολικό συνονθύλευμα για να σκοντάφτουν φυγάδες σαν του λόγου μου. Τρέχω στα τυφλά. Μια κατηφορική λεωφόρος κλείνει τον δρόμο, στρίβω αριστερά. Ενστικτωδώς.
Το κύμα των αυτοκινήτων με καθησυχάζει, επιτέλους είμαι και πάλι μόνος. Εδώ, στην άκρη αυτού του βρώμικου δρόμου, έχω την εντύπωση ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Χώνομαι σʾ ένα σουπερμάρκετ. Περιδιαβαίνω ανάμεσα στα υπερμεγέθη ράφια όπου η Ελλάδα μαθαίνει να ξεχνάει τα γεμάτα μυρωδιές και καρυκεύματα μικρομάγαζά της. Ψηλαφίζω μερικά πράσινα μήλα. Άγουρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σʾ όλο της το μεγαλείο. Αγοράζω ένα ζευγάρι κάλτσες.
Ανασαίνω επιτέλους. Σύντομη ανάπαυλα. Ξαναβρίσκω το Βλόρα στο στρογγυλό τραπεζάκι του Φλοκαφέ. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα το ξανάβλεπα. Σίγουρα όχι στην είσοδο αυτού του σουπερμάρκετ, με τον αναμαλλιασμένο σερβιτόρο που παίζει με το σκουλαρίκι της γλώσσας του ενώ μου χρεώνει ένα ριστρέτο. Κι όμως το πλοίο είναι όντως εδώ, αναγνωρίζω το σκαρί που ανασηκώνεται στο μπροστινό μέρος, το χρώμα της σκουριάς. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί απʾ τη μεριά της θάλασσας. Η εκτύπωση καταλαμβάνει όλο το πλάτος του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας που είναι παρατημένη στο ψεύτικο μάρμαρο, ανάμεσα στα απομεινάρια μιας πίτας.
– Τα καθάρματα, τους έβαζαν στʾ αμπάρια για να τους στείλουν στην Ιταλία…
Έψαχνα για μεταφραστή. Βρήκα έναν ένθερμο σχολιαστή. Ο τύπος που κάθεται στο διπλανό μου τραπέζι ζωηρεύει ξαφνικά
– Λένε ότι η αστυνομία εξάρθρωσε ένα δίκτυο. Το καράβι μετέφερε λαθρομετανάστες, Πακιστανούς και Κούρδους, που έρχονταν απʾ την Αλβανία. Δυο χρόνια αυτή η ιστορία. Αλλά τώρα τέρμα, συνέλαβαν τον καπετάνιο, έναν Έλληνα αλβανικής καταγωγής. Δεν εκπλήσσομαι δα!
Καταλαβαίνω καλύτερα γιατί τη μέρα που βγήκα απʾ το πλοίο η αστυνομία είχε βαλθεί να αποκλείσει την πρόσβαση στο Βλόρα.
Ζαλίζομαι. Υφίσταμαι όλη την εξιστόρηση της σύλληψης των λαθρομεταφορέων, με διαλείμματα από τσιγαρόβηχα κι αναφωνητά εναντίον των Αλβανών, όλοι τους κλέφτες και λαθρέμποροι παιδιών. Αλλά εκείνο που με αναστατώνει κυρίως είναι η ανάμνηση της παραίσθησής μου. Πώς ένα μυαλό τόσο ορθολογικό σαν το δικό μου μπόρεσε να αντιληφθεί τόσο καθαρά το δράμα που παιζόταν στην αποβάθρα της Ηγουμενίτσας; Και τι απέγιναν οι λαθρομετανάστες του φορτηγού; Κι αν ήταν να επιβιβαστούν ακριβώς στο Βλόρα;
– Όχι, δεν βρήκαν λαθρομετανάστες. Έψαξαν το πλοίο όσο ήταν ακόμα στο λιμάνι. Έτσι ανακάλυψαν ότι τα αμπάρια ήταν φίσκα σε υπολείμματα φαγητού, εμετούς και περιττώματα. Λαθρέμποροι, γουρούνια!
Ο μεταφραστής μου διαβάζει τώρα ενώπιον κοινού. Όλο το Φλοκαφέ συμμετέχει στα σχόλιά του• ακόμη κι ο σερβιτόρος με το σκουλαρίκι, που θεωρεί ότι αυτούς τους λαθρομετανάστες θα έπρεπε να τους αφήναμε να μας αδειάσουν τη γωνιά.
– Διαφορετικά, θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα κι έχουμε πήξει ήδη στους ξένους.
Δεν αντέχω άλλο, αυτή η αηδιαστική ιστορία με ακολουθεί μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης.
Ευχαριστώ τους μεταφραστές μου που έχουν γίνει τώρα πια πέντε και φιλονικούν για την ερμηνεία της εφημερίδας. Μαζεύω τελικά κι όλους τους λογαριασμούς και τους πληρώνω στον αχτένιστο υπάλληλο, που θα αποτελούσε ιδανικό νεοσύλλεκτο για τον Μεταξά, τον Έλληνα δικτάτορα της δεκαετίας του τριάντα.
Με το που βγαίνω έξω, αφήνω να ξεσπάσει η οργή που δεν θα ήθελα για τίποτα στον κόσμο να μοιραστώ με την πελατεία του Φλοκαφέ.
Βρίζοντας, αναθεματίζοντας ενάντια σʾ ολόκληρη την Ελλάδα και τα πολυκαταστήματά της, κλωτσώντας πλαστικά μπουκάλια που ξεχύνονται από κάδους σκουπιδιών, ρίχνω το φταίξιμο στον Θέμη. […]
Μετάβαση στο σημείο: Λιμάνι