Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΝτόπιοι και Άλλοι Φιλία με όλους τους λαούς
Κι όμως ο ρατσισμός και η ξενοφοβία έχουν απάντηση. Μέσα σε έναν κόσμο διακρίσεων, το υλικό αυτής της υποενότητας χτίζει γέφυρες αλληλεγγύης και αλληλοσεβασμού. Τόσο στο παρελθόν όσο και στη σημερινή εποχή υπάρχει πάντα και η όψη του ντόπιου που αποδέχεται και τείνει χέρι βοήθειας, που κάνει αυτοκριτική και ονειρεύεται «Φιλία με όλους τους λαούς».
Γκείτονες είμαστε...
«Βρω εγκώ για σένα θέση…»
Έχει δυο χρόνια τώρα που η περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς -στο κέντρο της πόλης- έχει γεμίσει από ξένους.
Ακούω ρώσικα, αλβανικά, ρουμάνικα, κινέζικα, αφρικάνικα.
Βλέπω όμορφες υπάρξεις, δραγόνους της Τσαρικής Φρουράς, και χαίρομαι με το περπάτημά τους.
Ακούω όμως και τις γκρίνιες από πολλούς άθλιους μικροαστούς του κέντρου, στο στιλ «Έχουμε γεμίσει από δαύτους, γιατί τους κουβάλησαν όλους αυτούς τους μεθύστακες;» ή «Γέμισε ο τόπος μαφιόζους…» κι άλλα περισσότερο σκληρά για τις γυναίκες και τις κόρες τους, «Όλες πουτάνες είναι…», κι έχω αρπαχτεί πολλές φορές μαζί τους, θυμίζοντάς τους ότι έχει ένα σωρό αλήτες και καραπουτανάρες ντόπιο πράγμα (δεν τους διευκρίνισα ακριβώς ότι μπορεί να είναι οι γυναίκες τους, οι μπατζανάκηδές τους και κυρίως οι κορούλες τους).
Ένα από τα πλέον καυτά καθημερινά προβλήματα στο κέντρο της πόλης είναι το πού διάολο να παρκάρεις. Όλες οι θέσεις κλείνουν από νωρίς το πρωί. Σπάνια κινούμαι με τη λαμαρίνα μου, αλλά όσες φορές το κάνω, φτύνω αίμα για να βρω πάρκινγκ μετά. Μπορεί να φας και μια ώρα στο γύρω γύρω όλοι.
Τις προάλλες χρειάστηκε να πάρω το αυτοκίνητο για δουλειές. Γυρνάω το απόγευμα και βρίσκω μια θέση κάτω απ' την πολυκατοικία -μιλάμε για μεγάλη κωλοφαρδία- βάζω το αλάρμ και ετοιμάζομαι να παρκάρω, όταν εμφανίζεται μέσα απ' το ρώσικο πρακτορείο ταξιδίων ένας τύπος που μου κάνει κάτι απαγορευτικά τροχονομικά. Βγαίνω έξω απ' το αυτοκίνητο και του λέω: «Τι έγινε, ρε φίλε, ιδιωτικό πάρκινγκ το 'κανες;» Τα χάνει αυτός και προσπαθεί με σπασμένα ελληνικά να μου εξηγήσει ότι περιμένει ένα αυτοκίνητο του πρακτορείου τους να παρκάρει. Τα παίρνω στο κρανίο κι αρχίζω τις φωνές σαν μαλάκας Έλληνας που σώνει και καλά πρέπει να παρκάρει κάτω απ' το σπίτι του, έχω εκνευριστεί, βγαίνουν και κάποιοι άλλοι δικοί του, που δεν βγάζουν άχνα παρά με κοιτάζουν με κάποιο φόβο, και τελικά καταλαβαίνω έναν ψιλορατσισμό να μου βγαίνει, αστραπιαία ντρέπομαι που κάνω σαν […] μικροαστός, μπαίνω μες στ' αμάξι και φεύγω.
Κάνω δυο τρεις γύρους και βρίσκω θέση ένα τετράγωνο πιο πάνω.
Γυρίζω στο σπίτι και βλέπω τον τύπο με τον οποίο μάλωσα να με περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας, τι να του πω τώρα, λέω μέσα μου, ντρέπομαι φοβερά για τις φωνές που του έβαλα, […], δεν ξέρω πώς να το χειριστώ κι όταν φτάνω μπροστά του, ο τύπος μου λέει «Βρήκε θέση, φίλε; Άμα όχι, βρω εγκώ για σένα θέση…» και μου σκάει ένα χρυσό χαμόγελο και με κάνει αλοιφή, προσπαθώ κι εγώ να χαμογελάσω, του λέω «Εντάξει, βρήκα παραπάνω, να 'σαι καλά» κι αυτός συνεχίζει ενώ βγάζω τα κλειδιά να μπω στην είσοδο, λέει… «Γκείτονες είμαστε, προσέχει ένας άλλον» κι έχω γίνει σκατά πατημένα και θέλω να γυρίσω πίσω να του πω «Έλα πάνω να πιούμε ένα τσίπουρο» και δεν το λέω ο κομπλεξικός.
Η άλλη όψη...
Λεοντσίνης Νικόλαος
(μαρτυρία)[…] Το 1925-26 δούλευα στο κουρείο. […] αυτός ο άνθρωπος, που ήταν το αφεντικό μου στο κουρείο, ο Κωσταντίνος ο Μαϊνταμόπουλος, ήταν ένας άνθρωπος άγιος, Μακεδόνας. Μου φέρθηκε πολύ καλά. Όταν χτύπησε το πόδι του κι αναγκάστηκε να μείνει για καιρό στο σπίτι του, του πήγαινα κάθε Σάββατο βράδυ την είσπραξη της βδομάδας. Με τάιζε στο σπίτι τούτο το Σάββατο, κατέβαινα την Κυριακή, καθάριζα το μαγαζί και σπίτι μου πάλι. Και τη Δευτέρα πάλι δουλειά και στο σχολείο. Γιατί μ’ έστελνε και σχολείο αυτός ο καλός ο άνθρωπος. Και κοστούμι μού πήρε και τετράδια μού ’παιρνε. Εμένα αυτός ο άνθρωπος μού φέρθηκε πιο καλά από πατέρας μου. Διότι ήθελε να διαβάσω, να γράψω και το βράδυ να του πω το μάθημά μου. Κι αν έκανα λάθος, μού κοπάναγε από μία…
Λεοντσίνης Νικόλαος, Απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία από το Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς.
Γέλια...
«Γέλια»
Προσπαθώ συχνά να δώσω στην Ιστορία ανθρώπινο πρόσωπο και κάθε φορά που το κατορθώνω, βλέπω μπροστά μου μια γυναίκα χωρίς ηλικία, με ανάκατα μαλλιά, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω αν είναι απ' αυτά που έχει ζήσει ή απ' αυτά που σήμερα ζει. Μάλλον θα 'ναι κι από τα δύο μαζί. Η σύγκρουση που λένε στα σενάρια, η ανατροπή. Σίγουρα θα γελάει με τον εαυτό της, δηλαδή μ' εμάς. Γελάω κι εγώ μαζί της, δηλαδή με τον εαυτό μου, και δε θα παραξενευτώ αν δω να γελάει και το παρδαλό κατσίκι.
Διαβάζω ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα για τους Αλβανούς και νομίζω πως διαβάζω το βιογραφικό μου. Κυριακάτικα, λέει, κάθονται στο καφενείο της Ομόνοιας, όπου μαζεύονται και τα λένε. Ό,τι έκανα κι εγώ πριν από τριάντα οχτώ χρόνια στην Κολονία. Προτού δημιουργήσουμε ένα καφενείο για να τα λέμε, μαζευόμασταν και τα λέγαμε στο σταθμό των τρένων. Ή δεν τα λέγαμε, κοιταζόμασταν μόνο από μακριά και συνεννοούμασταν. Το πρόσχημά μας ήταν πως θέλαμε ν' αγοράσουμε ελληνική εφημερίδα από το μοναδικό κιόσκι που τις πουλούσε και οι πιο συνεσταλμένοι την κρατούσαν ορθάνοιχτη στα χέρια σαν ελληνική σημαία.
«Έλληνας είσαιφίλε;»
Μπορεί να είχαμε την τύχη να καταφθάσει και κανένα τρένο από την πατρίδα φορτωμένο με καινούργιους. Μπορεί να είχαμε ακόμα μεγαλύτερη τύχη, να 'φτανε κανένας συντοπίτης και να μαθαίναμε νέα για γνωστούς μας. Όπως φαινόμασταν εμείς τότε, φαίνονται οι Αλβανοί σήμερα. Αυτοί δεν έρχονται με τρένο, για να μαζεύονται στο σταθμό, έρχονται με τα πόδια και η Ομόνοια είναι το πηγάδι για να ξεδιψάσουν, να πέσουν μέσα και να πνιγούνε ή να τους πετάξουμε εμείς.
Μας κυνηγούν, λένε. Ό,τι έκαναν και σ' εμένα. Μαχαίρωνε κάποιος Ιταλός ένα συμπατριώτη του στο Μόναχο και την πλήρωνα εγώ στην Κολονία. Έκλεβε ένας Έλληνας πορτοφόλι στην άλλη άκρη της Γερμανίας και ψάχνανε τις τσέπες τις δικές μου. Μας εκμεταλλεύονται, ισχυρίζονται. Και σ' εμένα το ίδιο κάνανε. Ο χειρότερος και στυγνότερος εργοδότης που είχα στη ζωή μου ήταν Έλληνας στη Φρανκφούρτη και μάλιστα σπουδαγμένος. Ήμουν χωρίς άδεια εργασίας, χωρίς άδεια παραμονής κι έκρινε σωστό να είμαι και χωρίς μισθό. Μου έδινε δέκα μάρκα κάθε Σάββατο -δούλευα και τα Σάββατα- όσα χρειαζόμουν για να πηγαινοέρχομαι και να του δουλεύω. Πολλές φορές, πηγαίνοντας με φίλους μου να πιούμε μια μπίρα σε γερμανικά μαγαζιά, σηκώνονταν μερικοί άντρες και μας κλείνανε την είσοδο. Την είχαν την ατυχία αυτή όσοι ξένοι διέθεταν έντονα μεσογειακά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου κλείναν την πόρτα. Είχαν όμως και την τύχη, εξαιτίας αυτών των ίδιων χαρακτηριστικών, να τους ανοίγουν την πόρτα τους οι γυναίκες. Δυστυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου την άνοιγαν.
Οι γονείς μου παίρνουν σύνταξη από τη Γερμανία και κάθε πρωί βγαίνουν στο μπαλκόνι και λένε «ευχαριστώ» -ιδέα δεν έχω σε ποιον. Είκοσι τόσα χρόνια δούλευαν στο εργοστάσιο δίπλα δίπλα με Τούρκους. Το 1922 ο πατέρας μου ήρθε στη Θεσσαλονίκη από τη Σμύρνη, όπου οι Τούρκοι σφάξαν το δικό του πατέρα. Πρόσφυγες, με όλα τα δεινά της προσφυγιάς. Ακόμα και το όνομα άκουσα πως τους άλλαξαν. Ένας που ξέρει απ' αυτά μου είπε πως Σουργούνης στα τούρκικα σημαίνει πρόσφυγας, άστεγος, αλήτης, και το ελληνικό στόμα απέβαλε το γάμα. Το 1940 πήγε στην Αλβανία να πολεμήσει τους Ιταλογερμανούς. «Μετά είκοσι έτη» δούλευε μαζί με τους Ιταλούς στη Γερμανία. Σήμερα ήρθαν οι Αλβανοί να δουλέψουν στην Ελλάδα. Τρελά πράγματα. Η Ιστορία γελάει και μαζί της γελάω κι εγώ. Κι επειδή εγώ είμαι ο τελευταίος που πρέπει να γελάει, υποπτεύομαι μήπως και είμαι εκείνο το παρδαλό κατσίκι.
Μετάβαση στο σημείο: Ντόπιοι και Άλλοι