Χολέρα στην Αθήνα

Λογοτεχνία

▲▲▲

Η ξένη του 1854

(απόσπασμα)


Δυστυχισμένη θεοκατάρατη χρονιά. Ποιος θα λησμονήσει τι κακά έσυρε μαζί της; Είναι κάτι χρόνοι, όπου τραβούν οπίσω τους τα βάσανα, τις συφορές, αλυσίδα βαρειά, ατέλειωτη αλυσίδα που σέρνεται στα στήθια. Αφορία από έτη, καταστροφές από σεισμούς, εθνικές ελπίδες ξεριζωμένες, η ληστεία να βράζει στην Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη. Να μπαίνουν οι ληστρικές συμμορίες μέσα στας πόλεις, στας Θήβας, στη Λιβαδιά, στα Μέγαρα, η ξένη Κατοχή υβριστική να πατεί κατάστηθα τη χώρα, χωρίς ούτε καν να πνίξει τη μαύρη διχόνοια! Και όμως δεν ήσαν αρκετά αυτά. όχι. Πίσω ήταν το πλιό φαρμακερό ποτήρι.

Ήταν γραφτό να στήσει στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντίρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία.

Κρυφά κρυφά, για να κάμει πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως στη Μάλτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβει την Κυβέρνηση. Έτσι το έγραφαν τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου του 1854 οι εφημερίδες.

«Ο κύριος Μαυροκορδάτος αναχώρησας εκ Μασσαλίας ηναγκάσθη να μείνει εις Μελίτην, διότι εν των μεταξύ απεβίωσαν εν τω ατμοπλοίω τρεις στρατιώται εκ χολέρας».

Αλλά το βαπόρι εκείνο δεν έφερε τη χολέρα στην Ελλάδα. Δεν ελευθεροκοινώνησε στη Σύρα που ήταν για να φτάσει. Πώς μας ήρθεν η θεοκατάρατη Ξένη;

Πολλά λένε. Αλλά περισσότερο επιστεύθηκε πως μπήκε κρυφά επιβάτης και κρύφτηκε κάτω βαθιά, στο μπαλαούρι, μέσα σε μία καμαρωμένη φρεγάδα, χυτή, χαριτωμένη, που ήρχουνταν στον Πειραιά φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.

Αχ! Έπρεπε στου κάβου Μαλιά τα κρεμαστά τα βράχια να εύρει μαύρη βαθιά καταβόθρα, τη μανιωμένη θάλασσα, τόσο βαθιά που να μην αποφανεί ούτε το πόμολο του μεσιανού της καταρτιού, για να μη γλυτώσει η Μαύρη Ξένη, για να μη φτάσει να φέρει σ’ αυτό το δύστυχο τον τόπο την ερήμωση.

Όμως αλλιώς ήταν γραφτό. γι’ αυτό ακίνδυνα εκαβατζάριζε τον κάβο Μαλιά, κι ανέβαινε περήφανα με ίσια την πλώρη για τον Πειραιά. Κι ανάσαιναν οι ανατολικές στεριές του Μοριά. και της έστελναν της άπιστης φρεγάδας σα γλυκοφίλημα τον ανασασμό τους, το γλυκό ελληνικό μαϊστραλάκι, όπου της φιλούσε τα ολόλευκα πανιά όλα απλωμένα στο φύσημά του, από τον κόντρα φλόκο ως στη μπούμα, από τον τρίγκο και τη μαΐστρα ως στους κούντρους. Τα δελφίνια έπαιζαν τρελά εμπρός στην πλώρη της κι οι γλάροι εφτερούγιζαν χαρωποί ανάμεσα στα ξάρτια της. Περηφανεύουνταν η εύμορφη φρεγάδα και έγερνε καμαρωμένη από τη δεξιά πλευρά. Τα νερά τα γαλαζοπράσινα, νωθρά, κοιμισμένα, ότι και τα ξύπναε η πλώρη της η χυτή. και παραμερούσαν με γλυκομουρμούρισμα σα ντροπαλά, ενώ εγλίστραε απάνου τους σα νεροφίδα η εύμορφη φρεγάδα.

Φαίνεται πως δεν άργησε πολύ να ρίξει άγκυρα στον Πειραιά.

Γιατί στις 6 Ιουλίου εκολλούσαν στους τοίχους των Αθηνών χαρτιά και, αφού το τύμπανο εξεκούφαινε τον φοβισμένο κόσμο, ένας κήρυξ εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:


Αριθ. 79
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους

Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσομεν, κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησαν τινά περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν. Η Κυβέρνησις έλαβε τα συντονότερα μέτρα κ.λπ.».

Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν.

Τα συντονότερα μέτρα ήσαν ότι δεν είχαν την άδεια να έλθουν από τον Πειραιά οικογένειες και κατοικήσουν εις τας Αθήνας, μπορούσαν όμως οι άνθρωποι να συγκοινωνούν ελεύθερα για τις δουλειές τους στα δύο πόλεις, φθάνει μόνον, όταν ανέβαιναν από τον Πειραιά να τους κύτταζε στα μάτια ένας γιατρός που εστέκετο εκεί που είναι τώρα το γκαζ. Αλλ’ απ’ αυτή την ενόχληση είχαν απαλλαχθεί όλοι του στρατού της Κατοχής, γιατί γι’ αυτούς θα ήταν αυθάδεια ένα τέτοιο μέτρο. Αλλά και οικογένειες ήρχοντο ελεύθερα στας Αθήνας, όταν είχαν μαζί τους κανένα στρατιώτη ξένο.


Και όμως και με όλες αυτές τις ευκολίες άργησε να ανέβει στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαριότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά.

Αλλά στο τέλος, αφού έως εις τας 20 Αυγούστου ερήμαξε τον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου. Εν εις τας 29 Σεπτεμβρίου εις την οδόν Λυσικράτους. άλλο εις τας 12 Οκτωβρίου εις την οδόν Νίκης και τρία ή τέσσερα εις το Γεράνι εις τας 16 Οκτωβρίου.

-Έτσι πρώτα πρώτα χτυπούσε ανάρια, σκόρπια. Λες κι εδοκίμαζε τη δύναμή της.

Έπειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθεί. Ήθελε να κάμει τον κόσμο να ξεθαρρέψει, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο στο θύμα του να δοκιμάσει τη φυγή, για να το σπαράξει έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστηση.

Ο κόσμος εξεθάρρευε και εγύριζε η γαλήνη στα πρόσωπα και το χαμόγελο στο στόμα.

Μα αυτή έβοσκε σαν την κρυμμένη τη φωτιά, ελούφαζε σαν την τίγρη πριν χυμήσει, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά.

Εις τας 21 Οκτωβρίου εξέπσασε αχόρταγη. Παράλυσε τότε τις ψυχές ο κρύος φόβος και όσοι ημπορούσαν εζήτησαν σωτηρία στη φυγή.Δεν ήταν φυγή πολέμου αυτή. δεν θα πατούσε τας Αθήνας ο εχθρός, ούτε ακούονταν από μακριά κούφια, βουβή, του κανονιού η βροντή. Αλλά τον ένιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό ο άμοιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον Θάνατο. Και έφευγεν. Η Ιερά οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ’ ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρα, αμάξια, φορτηγά ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη αλυσίδα, που εσέρνουνταν και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. Κλάμα και θρήνος παντού. τα πράγματα ριμμένα άνω κάτω με την τρελή βία του φόβου, σαν σε πυρκαγιά, μέσα στ’ αμάξια. Ό,τι πρόφθασε ο καθένας. Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς!

Πολλοί δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσες ή τετρακόσες δραχμές που είχε φθάσει το αγώι ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. Ακολουθούσαν και κάτι αραχνιασμένοι γέροι και γριές, ξεκλειδωμένες υπάρξεις, κουρέλια της ζωής, που δεν είχαν μεγάλες ελπίδες ότι θα τραβήξουν μακριά. Αλλά η ζωή είναι φως. Αποχαιρετώντας τη ζωή ο Αίας του ηλίου το φως αποχαιρετούσε, για τούτο είναι μεγάλη η αγάπη της ζωής στις φωτεινές τις χώρες, που τις σκεπάζει γαλάζιος, ηλιοχρύσωτος ουρανός.

Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλη περισσότερες από οκτώ.

Μακριά, μακριά από το φαρμάκι που ξερνάει ο ανασασμός της θεοκατάρατης της Ξένης.

Βιβλιογραφικά

Εμμανουήλ Λυκούδης, «Η ξένη του 1854», Διηγήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ. 57-61.

Μεταδεδομένα

< Αθήνα >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
  2. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

    «Πραγματικά, απ’ την αρχή των εχθροπραξιών ανάμεσα στην Πύλη και στη Ρωσία, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Μακεδονία ξεσηκώθηκαν (1854). Οι τουρκικές δυνάμεις κατέπνιξαν γρήγορα αυτές τις εξεγέρσεις που είχαν μείνει αβοήθητες από την ολότελα απροετοίμαστη ελληνική κυβέρνηση. Οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία διακόπηκαν κι οι σύμμαχες δυνάμεις, η Γαλλία κι η Αγγλία, αποφάσισαν να καταλάβουν τον Πειραιά για να επιτηρούν την Ελλάδα (Μάιος-Ιούνιος 1854), που κηρύχτηκε ουδέτερη και ξανάρχισε τις διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία. Η κατοχή του Πειραιά συνεχίστηκε ακόμα και μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου. Οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν στην Ελλάδα να συμμετάσχει στο Συνέδριο του Παρισιού που καθόρισε τη συνθήκη ειρήνης (1856). Οι αγγλογαλλικές δυνάμεις δεν εκκένωσαν την Ελλάδα παρά το 1857, αφού επέβαλαν μια επιτροπή ελέγχου που έμεινε στη θέση της ως το 1859.»

  3. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός
  4. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός

    «Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Κριμαία σταμάτησαν τελικά τον Ιανουάριο του 1856, έπειτα από απειλητικό τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τον τσάρο, με το οποίο δήλωνε ότι θα επενέβαινε στο πλευρό των Αγγλογάλλων και των Τούρκων, αν η Ρωσία δεν αποδεχόταν τους όρους της για τον τερματισμό του πολέμου. Η συνθήκη των Παρισίων της 18/30 Μαρτίου 1856 έθεσε και τυπικά τέρμα στον πόλεμο, αλλά από την ελληνική πρωτεύουσα οι δυνάμεις Κατοχής αποχώρησαν μόνο το Φεβρουάριο του επόμενου έτους, έπειτα από συνολική παραμονή δύο ετών και οκτώ μηνών.

    Η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύθηκε στο συνέδριο των Παρισίων. Αίτημα του Ραγκαβή να γίνει δεκτή ελληνική παρέμβαση υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας απορρίφθηκε από τους Συμμάχους με το αιτιολογικό ότι το Χάτι Χουμαγιούν του σουλτάνου […] αντιμετώπιζε ικανοποιητικά, και μάλιστα υπό την εγγύηση των Δυνάμεων, όλα τα σχετικά θέματα. Επίσης απορρίφθηκε και δεύτερο ελληνικό αίτημα, η συμμετοχή της Ελλάδος δηλαδή στη Διεθνή Επιτροπή για τη ναυσιπλοΐα του Δούναβη. Έτσι, όλες οι προσπάθειες της ελληνικής κυβερνήσεως στράφηκαν μόνο προς το αίτημα της αποχωρήσεως των ξένων στρατευμάτων. Αλλά και αυτό άργησε να πραγματοποιηθεί παρά τα επανειλημμένα διαβήματα του Ραγκαβή προς τη Γαλλία και την Αγγλία. Τελικά, μόνον έπειτα από ισχυρή πίεση της Ρωσίας προς τις άλλες Δυνάμεις, η οποία είχε θέσει το θέμα και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, και αφού η Ελλάδα αναγκάσθηκε να αποδεχθεί την εγκατάσταση στη χώρα μιας επιτροπής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, άρχισε η αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από τον Πειραιά, που ολοκληρώθηκε στις 16/28 Φεβρουαρίου 1857.»

  5. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός
  6. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός

    «Στο μεταξύ με αφορμή το ανθυγιεινό κλίμα του Πειραιά, η κατοχή των Αγγλογάλλων επεκτάθηκε το καλοκαίρι του 1854 ως τα Πατήσια και την Πεντέλη. Οι δυνάμεις Κατοχής, αν και ασχολήθηκαν και με πολλά κοινωφελή έργα, μολαταύτα με τους προκλητικούς στρατιωτικούς περιπάτους τους στην Αθήνα, ακόμη και μπροστά από τα ανάκτορα, με την ιταμή συμπεριφορά τους και τα επεισόδια που δημιουργούσαν με Έλληνες πολίτες και υπαλλήλους, όπως ήταν η καταστροφή των πιεστηρίων της εφημερίδας Αιών και η απαγωγή στον Πειραιά του έκδοτη της Ιωάννη Φιλήμονα, η σύλληψη και η φυλάκιση του Κων. Λεβίδη, διευθυντή και αρχισυντάκτη της εφημερίδας Έλπίς, η επέμβασή τους και στα εσωτερικά ακόμη ζητήματα της διοικήσεως του κράτους, όπως π.χ. στη μετάθεση αξιωματικών και δικαστικών, και άλλα, μεγάλωσαν την αγανάκτηση του πληθυσμού και ενίσχυσαν τη δημοτικότητα του Όθωνος.

    Την αγανάκτηση του λαού την αύξησε σε μεγάλο βαθμό και η εμφάνιση της χολέρας, που την μετέφεραν τα γαλλικά στρατεύματα από τη Βάρνα και εκδηλώθηκε πρώτα στις δυνάμεις Κατοχής του Πειραιά. Επειδή μάλιστα οι αρχές Κατοχής δεν επέτρεψαν τότε την τήρηση των απαραίτητων αυστηρών υγειονομικών μέτρων, η επιδημία διαδόθηκε γρήγορα στην Αθήνα και επί πέντε μήνες λυμαινόταν την πρωτεύουσα. Η χολέρα προκάλεσε το θάνατο 3.000 περίπου ατόμων, του 1/10 δηλαδή του πληθυσμού της πρωτεύουσας που δεν ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους. Ο Νοέμβριος του 1854, κατά τον οποίο πέθαναν 800 τουλάχιστον άτομα, υπήρξε ο χειρότερος μήνας. Η επιδημία έπληξε ιδιαίτερα το μεσημβρινό τμήμα της πόλεως, όπου κατοικούσαν πολλοί μαζί και κάτω από άθλιες συνθήκες, πρόσφυγες, διωγμένοι από τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές μετά τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων.»

  7. Χολέρα, ληστείες, κακοκαιρία, και άλλα
  8. Χολέρα, ληστείες, κακοκαιρία, και άλλα

    «Τα πρώτα χολερικά συμπτώματα φάνηκαν στον Πειραιά στις 25 Ιουνίου του 1854. Αλλά το φούντωμα της χολέρας έγινε στις 3 Ιουλίου. […]

    Όταν η επιδημία άρχισε να εξαπλώνεται περισσότερο, αποφασίσθηκε από το Ιατρο-συνέδριο ο αποκλεισμός του Πειραιά με στρατιωτική ζώνη. […] Αλλά η απόφασή του αντί να ευχαριστήσει τους Αθηναίους αντίθετα, τους δυσαρέστησε και οι εφημερίδες είχαν γεμίσει από παράπονα "διά την παρεμπόδιση της συγκοινωνίας μεταξύ των δύο πόλεων". Πέρα βρέχει! λέγανε αμέριμνοι οι Αθηναίοι, χωρίς να καταλαβαίνουν το μεγάλο κίνδυνο, που τους απειλούσε. Δυστυχώς γι' αυτούς ….έβρεχε πολύ κοντά. […]

    Ενώ λοιπόν ακόμη στην Αθήνα δεν έχει φτάσει η χολέρα, στον Πειραιά τα κρούσματά της πολλαπλασιάζονται. Και όσοι προσβάλλονται από αυτή, πεθαίνουν σε λίγες ώρες. Οι Πειραιώτες τότε αρχίζουν να φεύγουν από την πόλη σωρηδόν. Πηγαίνουν στην Ύδρα, στην Αίγινα, στις Σπέτσες, στην Σύρο και στ' άλλα νησιά.»

  9. Η Ξένη που έσπερνε τον θάνατο
  10. Η Ξένη που έσπερνε τον θάνατο

    «Το γνώριζαν στ' αλήθεια καλά οι νεκροφόροι της Αθήνας το πρόσωπο της χολέρας. Εκείνο το φθινόπωρο του 1854, "κρούσμα εσήμαινε θάνατος". Έτρεχε ο κόσμος, να γλιτώσει. Έφευγε μακριά προς τα χωριά της Αττικής. Από τον Οκτώβρη κιόλας "…τον ένοιωθε χωρίς να τον βλέπει τον εχθρό, ο άμoιρος ο κόσμος, παντοδύναμο σαν τον Θάνατο. Και έφευγεν. Η Ιερά Οδός, η οδός των Πατησίων, της Κηφισιάς, του Μαραθώνος, κάθε δρόμος που έφερνε σ' ένα χωριό της Αττικής ήτο γεμάτος από κάρρα, αμάξια, φορτηγά, ζώα, πεζούς, παντού μία ατέλειωτη αλυσίδα, που εσέρνουντο και σήκωνε παχύ, ουρανόψηλο τον κουρνιαχτό. (…) Ω, τα ελεεινά καραβάνια της συμφοράς!

    Πολλοί δυστυχισμένοι, που δεν είχαν τις τρακόσιες ή τετρακόσιες δραχμές που είχε φτάσει το αγώι ενός αμαξιού έως εις τα περίχωρα, έφευγαν φορτωμένοι ολίγα ρούχα στον ώμο, ένα καλάθι με ψωμί στο χέρι, κι οι γυναίκες έσερναν τα παιδιά. (…) Τριάντα χιλιάδες ψυχές είχαν τότε αι Αθήναι. Δεν έμειναν μέσα στην πόλι περισσότερες από οκτώ. Μακρυά, μακρυά από το φαρμάκι που ξερνάει ο ανασασμός της θεοκατάρατης της "Ξένης"».

  11. Η Ξένη που έσπερνε τον θάνατο
  12. Η Ξένη που έσπερνε τον θάνατο

    «Η "Ξένη" ­ έτσι ονομάστηκε η επιδημία της χολέρας ­ έφθασε στην Ελλάδα το 1853. Πρωτοπάτησε το πόδι της στον Πειραιά, όπου την έφεραν Γάλλοι στρατιώτες που επέστρεφαν από την Κριμαία. Έτσι… "ήταν γραφτό να στήση στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντήρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία", όπως γράφει ο Εμμανουήλ Λυκούδης στο διήγημά του «Η Ξένη του 1854», ένα κείμενο λογοτεχνικό μεν, με την ακρίβεια όμως λεπτομερών περιγραφών, απανθισμένο με αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής. […]

    Η χολέρα δεν άργησε να ρίξει άγκυρα στον Πειραιά. Μέχρι τις 6 Ιουλίου οι δρόμοι είχαν γεμίσει με χαρτιά, "κι αφού το τύμπανο εξεκούδαινε τον φοβισμένο κόσμο, ένας κήρυξ εδιάβαζε στα σταυροδρόμια:
    Αριθ. 79
    ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
    Το Υπουργείον των Εσωτερικών προς τους Νομάρχας του Κράτους:
    Σπεύδομεν με λύπην μας να σας κοινοποιήσωμεν, κύριε Νομάρχα, ότι εις τον Πειραιά από προχθές εφάνησάν τινα περιστατικά εμφαίνοντα χολέραν. Η Κυβέρνησις έλαβε τα συντονώτερα μέτρα κ.λπ…
    Αυτά τα τινά περιστατικά ήσαν καμιά τριανταριά θάνατοι την ημέρα εις τα νοσοκομεία και εις την πόλιν. Τα συντονώτερα μέτρα ήσαν ότι δεν είχαν την άδεια να έλθουν από τον Πειραιά οικογένειες και να κατοικήσουν εις τας Αθήνας…»

  13. Όταν θέριζε η χολέρα
  14. Όταν θέριζε η χολέρα

    «Από το 1854 και μετά δεν σημειώθηκε τέτοια μεγάλη επιδημία χολέρας. Αυτό οφείλεται σε έναν Βρετανό γιατρό, τον Τζον Σνόου, που θεμελίωσε τη θεωρία για την προέλευση της φοβερής αρρώστιας.
    Η επιδημία είχε χτυπήσει και το Λονδίνο. Τη νύχτα της 31ης Αυγούστου 1854 αναφέρθηκαν στη βρετανική πρωτεύουσα 50 περιπτώσεις χολέρας, ενώ τις επόμενες 4 μέρες αναφέρθηκαν ακόμη τετρακόσιοι.
    Ο Τζον Σνόου αποφάσισε να επαληθεύσει την ορθότητα της θεωρίας, που επανειλημμένα είχε αναπτύξει σε επιστημονικά συνέδρια, ότι δηλαδή η χολέρα δεν προερχόταν από τον αέρα αλλά από το βρώμικο νερό.
    Άρχισε έρευνα για να διαπιστώσει από ποιο σημείο του Λονδίνου είχε ξεκινήσει η αρρώστια. Σύντομα διαπίστωσε ότι τα περισσότερα θύματα των πρώτων ημερών κατοικούσαν στην οδό Μπρόαντ, όπου υπήρχε μία αντλία νερού. Από τα ογδόντα εννέα θύματα των δύο πρώτων ημερών της επιδημίας, οι εβδομήντα εννέα προμηθεύονταν νερό από τη συγκεκριμένη αντλία. Αλλά και υπόλοιποι δέκα που δεν ζούσαν κοντά στην περιοχή εκείνη, μετέφεραν συχνά νερό από τη συγκεκριμένη αντλία στο σπίτι τους.

    Η ανακάλυψή του έκανε πάταγο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι Αρχές έκλεισαν την αντλία. Αργότερα άρχισε μια εκστρατεία καθαρισμού των αγωγών που μετέφεραν νερό. Εγκαινιάστηκε συντονισμένη προσπάθεια για την παρασκευή φαρμάκων, ικανών να αντιμετωπίσουν την αρρώστια.»

Οπτικό υλικό

  1. Αναφορά του Υπουργείου Εσωτερικών για την πορεία της ασθένειας
  2. Γελοιογραφία για την εξάπλωση της χολέρας
  3. John Snow