Εδώ, Πολυτεχνείο
Λογοτεχνία
▲▲▲
Η αρχαία σκουριά
(απόσπασμα)
Έχομε πληροφορηθεί ότι άρχισαν να κινούνται τανκς με κατεύθυνση το Πολυτεχνείο, ωστόσο πιστεύομε ότι πρόκειται για εκφοβισμό και τρομοκρατία. Τ' ασφυξιογόνα που έριξαν ήταν η απόδειξη πως έχουν χάσει την ψυχραιμία τους. Ήθελαν να πανικοβάλουν και να διαλύσουν τις χιλιάδες του κόσμου που μας παραστέκονταν. Οι διαδόσεις μάς ενθαρρύνουν ότι άρχισαν να δημιουργούνται εστίες αντιπερισπασμού. Με την έκταση που πήρε η κατάληψη, την απήχηση που έχει, θα 'ναι σαν να σκάβουν το λάκκο τους αν μας επιτεθούν. Και γενικά καθήκον μας, αυτήν τη νύχτα, να ελπίζουμε. Απόψε πεθαίνει ο φασισμός και το πιστεύομε.
Η μαθήτρια όμως δεν έλεγε να ηρεμήσει. Ανησυχούσε για τους γονιούς της. Κι έχει ο πατέρας της την καρδιά του, είναι τρομερό. Ειρωνεύτηκα μέσα μου ότι συνήθως οι μανάδες πάσχουν από καρδιά, αλλά το κορίτσι έκλαιγε γοερά και μαζεύτηκα. Πώς να προβλέψει ότι θα την απόκλειαν εδώ μέσα. για όλα όμως φταίει η Πούλια, η οποία έχει πατέρα μακρονησιώτη και παρασέρνει όλα τα κορίτσια στο σχολείο, τους λέει όλο για ήρωες και κατορθώματα και για πολλά άλλα, θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία τους λέει και τα ζαλίζει κι έτσι τα ξετρελαίνει τα κορίτσια, γι' αυτό πέρσι λίγο έλειψε να την αποβάλουν, αν δεν ήταν η φιλόλογος που απειλούσε με σκάνδαλο, μη μου πειράξετε την καλύτερή μου μαθήτρια, κι υποχώρησε ο γυμνασιάρχης, επειδή, βλέπεις, αυτή η φιλόλογος έχει σπουδαία φήμη ως εκπαιδευτικός σπουδαία, ειδαλλιώς η Πούλια έπρεπε ν' αποβληθεί διά παντός που όλο τους έλεγε για μοιρασιές δίκαιες κι έξυνε στο θρανίο της σφυριά και δρεπάνια.
Εκείνη τη στιγμή έπεσε κι άλλος χτυπημένος πάνω στην τσιμέντινη νησίδα του δρόμου. Τον βλέπει η μικρή και κόβει τη λογοδιάρροια, έσφιγγε τα κάγκελα μ' απόγνωση. Κοιτάζω το ρολόι μου, ώρα 11.30΄, αυτήν την ώρα που οι ποιητές λουφάζουν και μετά, όταν θα βγαίνουν και θ' αερίζουν τα στιχάκια τους, θα επιμένουν κιόλας ότι το Πολυτεχνείο ανήκει στη σιωπή. Μα το Πολυτεχνείο δεν τους ανήκει. Και δεν μπορούσα ώρα 11.30΄ να φανταστώ το τέλος αυτής της νύχτα. Ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο. Τ' αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού δυσκολεύονται απ' τους πυροβολισμούς να σταματήσουν μπροστά στην πόρτα. Ψηλά, στο ταρατσάκι του θυρωρείου υπάρχουν ακόμη παιδιά.
Συλλογίζομαι πως αν όλες οι πολυκατοικίες στη Στουρνάρα και στον οδόν Πολυτεχνείου άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα, αν φώτιζαν όλα τα δωμάτια και τα μπαλκόνια, ετούτα τα μεσάνυχτα δε θα μπορούσαν να μας μακελέψουν. Κι ήξερα πως ό,τι γίνει απόψε εδώ, θα γίνει με την ανοχή των πολυκατοικιών- της σιωπηλής πλειοψηφίας. Κι αυτό που λέει ο Φράντς Φανόν για τους δειλούς και τους προδότες, ήταν εδώ ακριβώς που εφάρμοζε απόλυτα. Αναρωτιόμουν τι να κάνουν στα σπιτάκια τους. Θα κοιμούνταν άραγε; Σκέφτηκα τον πατέρα μου- την προηγούμενη είχε έρθει και μ' έψαχνε, μ' είχε κατασυγκινήσει όταν σε μια στιγμή με πήρε στην αγκαλιά του τραυλίζοντας τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι, και με φίλησε στα μαλλιά κι εγώ το καταλάβαινα μια για πάντα πως θα τον αδικώ και θα τον κρίνω, αλλ' όμως αυτός είναι ο πατέρας μου, κι εγώ σ' ευχαριστώ, του ψιθύρισα, που μ' έμαθες να διαβάζω Σολωμό. Με παρακαλούσε να προσέχω, οι πληροφορίες δεν είναι ευχάριστες, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να με κρατήσει πίσω, μόνο με παρακαλεί να προσέχω και με φίλησε. Κι εγώ σαν να 'μαι η διαιώνισή του, μην το ξεχνώ ούτε στιγμή, από μένα κρατήθηκε τόσα χρόνια, όλα τ' άλλα, με θερμοπαρακαλεί να τον πιστέψω, όλα δεν ήταν παρά οι παρενθέσεις γύρω από μένα. Έτσι τον ξεπροβόδισα ως την Ομόνοια σαν ν' αποχαιρετιόμαστε παραμονές θανάτου. Και τώρα τον σκεφτόμουν μ' αγάπη- τον είδα στον καναπέ ν' ακούει τις εκκλήσεις του Σταθμού και να σφίγγει τα μελίγγια του κατεβάζοντας το ένα κονιάκ μετά το άλλο. Είδα και τον Ανέστη, αιωνία του η μνήμη, ότι θα κλαίει πάλι αυτήν την ώρα, κι η Ζωίτσα θα τον παρηγορεί πως όλα είναι ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. ζητούμε να μας δώσουν από μέσα βενζίνη να φτιάξουμε καμιά μολότωφ, εδώ αυτοί μας βαρούν στο ψαχνό κι εμείς ούτε ξυλαράκια για προσάναμμα. Αλλά δε θέλουν οι επιτροπές, δεν εγκρίνουν αυτήν τη μορφή πάλης. επειδή ο εμφύλιος, ω εμφύλιε. Αυτοί που στοίχειωσαν στους Λίβανους και στις Γκαζέρτες και στις Βάρκιζες, γιατί δε δένουν καλύτερα μια πέτρα στο λαιμό τους να πάνε γρηγορότερα στον πάτο οι πνιγμένοι. δε γουστάρω ρε μαλάκα άλλες ήττες, μπήκες; Αόρατη κι όμως πανταχού η Συντονιστική- άντε δίνε του με τα βελουχιώτικά σου, άντε ανάρχα αριστεριστή, προβοκάτορα βομβιστή, μικροαστέ εξτρεμιστή, κι όλα τα σκατά στο στόμα τους. Μετά εμφανίζεται η Ελένη, έχομε πολλούς βαριά τραυματισμένους, αρκετούς νεκρούς. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, τανκς κατευθύνονται προς εμάς, αλλά εμείς η ψυχωμένη μεραρχία με τα χαρτομάντιλα και τα τσιγάρα, τις σοκολάτες και τα μπισκότα θα τους υποβάλουμε τους όρους μας:
Α) Η εκκένωση να γίνει ώρα πρωινή, το ενωρίτερο στις οχτώ, ώστε να έχει αρχίσει η κίνηση στους δρόμους.
Β) Να παρευρίσκονται τα ξένα διπλωματικά σώματα και εκπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού για να παραλάβουν τους τραυματίες.
Γ) Ζητούμε εγγύηση ότι βγαίνοντας δε θα μας λιντσάρουν.
Αν αρνηθούν τους όρους μας εμείς δε θ' ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Έτσι κι αλλιώς το ίδιο παλούκωμα θα επακολουθήσει. Το φρόνημα όλων μας είναι υψηλό εις τους αιώνας- σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω, χορωδιακώς σφάξε με, σαν ρεμπέτικο παλιό αγά μου από σένα ελπίζω την αθανασία μου, στεντόρεια, διθυραμβικά σφάξε με, σφάξε με.
Το τανκ προχωρούσε, μ' έπαιρνε το κύμα προς τα πίσω. Με τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου έτρεχα κι άκουα τ' αναφιλητά μου- κάτι σαν ουρλιαχτά ζώου, πάσχιζα να χωθώ στον εαυτό μου για να γλιτώσω. Έξω από τη Σχολή Μηχανολόγων μαζεύτηκα ανακούρκουδα σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Γυρίζει ένας και μου λέει κουράγιο συντρόφισσα. Ανασηκώθηκα και στάθηκα ίσια. Έβγαλα τα χέρια απ' τις τσέπες κι έσιαξα τα μαλλιά μου. Έβλεπα το τανκ με τις μπούκες του στραμμένες στην Αρχιτεκτονική. Οι φαντάροι έπαιρναν θέσεις. Κάτι φώναζε ένας με γαλόνια. Κοίτα τις περασιές στις μασχάλες του, έλεγα. Είδα την οδόν Τοσίτσα γεμάτη μπάτσους. Οι φαντάροι, φαίνεται, πυροβόλησαν. Φωνάζομε μεταξύ μας να καθίσουμε όλοι κάτω. Στέκομαι αποξεραμένη και περιμένω. Δυο, τρία δευτερόλεπτα η σιωπή βάθαινε και ρίζωνε.
Άρχισε η υποχώρηση, με τα χέρια ψηλά, κατά ομάδες. Με παίρνει το πλήθος και προχωρώ, με λαχτίζουν τα κοντάκια των φαντάρων, τώρα λέω και θα μου την ανάψουν πισώπλατα. Νιώθω σπόνδυλο σπόνδυλο τη ραχοκοκαλιά μου και τον τρόμο, που τη συναρμολογεί λεπτεπίλεπτα. Μπερδεύονται τα πόδια μου, σκύβω μπροστά, παρ' ολίγο να σωριαστώ. Περνώ την καγκελόπορτα, πατώ αίματα και προκηρύξεις. Οι φαντάροι μάς γιουχάρουν και χτυπούν τις αρβύλες τους στην άσφαλτο σαν να κάνουν ξου ξου στα ζωντανά, κι εμείς προχωρούμε σκυφτά, σκοντάφτομε στα βήματά μας και τρέμομε. Γωνία Τοσίτσα μ' αρπάζουν απ' τα μαλλιά δυο ασφαλίτες. Πάω να τους ξεφύγω, ένας φαντάρος με πιάνει απ' το μπράτσο, βλέπω τα δάκρυα στα μάτια του. Κάτι μου ψιθυρίζει, αλλά δεν πρόλαβε. Οι μπάτσοι τον κάνουν πέρα, προσπαθώ ν' αντισταθώ και ζαλίζομαι απ' τον πόνο. Τους άφησα να με σέρνουν προς την κλούβα και με λάχτιζαν στην κοιλιά. Μ' ακούμπησαν στην πόρτα και με χτυπούσαν με τις γροθιές τους στο πρόσωπο. Μ' αδειάζουν σ' ένα κάθισμα κι αποξεχνιέμαι με τα βαθουλώματα που κάνει το κλάμα μου. Τ' αγόρι δίπλα μου μ' αγκαλιάζει.
Βιβλιογραφικά
Μάρω Δούκα, Αρχαία σκουριά, Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 228-232.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Δούκα > < Κοινωνικές ταραχές > < Δικτατορία > < Μονόλογος >▲▲
Η έξοδος
(απόσπασμα)
Μπροστά στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» ήμασταν συγκεντρωμένοι καμιά εκατοστή άτομα.
«Τι ώρα είναι;» ρωτούσαμε συνέχεια.
Κάθε πέντε δέκα λεπτά ακουγόταν αυτή η ερώτηση. Ο χρόνος λες και είχε στραγγίσει, δε γεννούσε ώρες, μόνο σταγόνες από στιγμές. Κάθε τόσο ένας από μας περνούσε τρέχοντας το επικίνδυνο στενό της Αβέρωφ και έφτανε στην πύλη να ρωτήσει τα παιδιά αν είχαν μάθει τίποτα καινούργιο, αν χρειάζονταν τίποτα. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν οι φωνές των εκφωνητών: «Εδώ Πολυτεχνείο!… Εδώ Πολυτεχνείο!… Ελληνικέ λαέ, το Πολυτεχνείο είναι οχυρωμένο με τα στήθη των φοιτητών. Ο αγώνας είναι κοινός. Είναι αγώνας αντιχουντικός, είναι αγώνας αντιδικτατορικός, είναι αγώνας αντιιμπεριαλιστικός. Κάτω η δικτατορία, ζήτω η δημοκρατία!…»
Μια βροχή από δακρυγόνα έπεσε κοντά μας σταλμένα από αόρατους αστυφύλακες. Πνιγμένοι, μισότυφλοι, πολλοί όρμησαν μέσα στο ξενοδοχείο, κάποιοι που ήξεραν επέστρεψαν με περιοδικά. Τα τύλιγαν ρολό και όταν έφτανε η τενεκεδένια κονσέρβα του δακρυγόνου βούλωναν το στόμιό της κι εκείνη έσβηνε με ένα αξιοθρήνητο «πουφ». Η διεύθυνση του ξενοδοχείου έδωσε εντολή να ανοίξουν τη μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου, να φιλοξενήσουν εκεί όσους είχαν ζητήσει καταφύγιο και να μοιράσουν λεμόνια. Όσο κι αν μας είχαν τυφλώσει τα δακρυγόνα, μπορέσαμε να δούμε καμιά δεκαριά άντρες, που ήταν πριν ανάμεσά μας, να περνούν τον δρόμο τρέχοντας και να χάνονται μέσα στις πικροδάφνες και στα δέντρα του κήπου του Μουσείου. Αργότερα θα ξεπετάγονταν από εκεί σαν δαίμονες κραδαίνοντας χοντρά ξύλα, έχοντας καλύψει το κεφάλι τους με τα πουλόβερ τους τρυπημένα στη θέση των ματιών.
Μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Ψηλά, στην πλατεία Αιγύπτου, φάνηκαν να συντάσσονται διμοιρίες αστυφυλάκων. Δεκάδες βόμβες δακρυγόνων ήρθαν από κει και στο ύψος της οδού Ηπείρου σχηματίστηκε ένα τείχος από πυκνό καπνό. Άπνοια, δε σάλευε φύλλο στα δέντρα του Μουσείου. Ο καπνός κατέβαινε αργά προς το μέρος μας. Πίσω του δε διέκρινες τίποτα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα βαρύ βουητό που ολοένα δυνάμωνε και ένα τρομερό φως διαπέρασε την ομίχλη των δακρυγόνων. Το μάτι του Κύκλωπα. Μείναμε ακίνητοι, σιωπηλοί, να κοιτάμε εκείνο το μεταφυσικό θέαμα, ενώ το βουητό ζύγωνε, το φως γινόταν όλο και πιο εκτυφλωτικό, ώσπου διαπέρασε τον καπνό και φάνηκε ο μεγάλος, σκοτεινός όγκος του τανκς. Οι φάλαγγες των αστυφυλάκων ρίχτηκαν μπροστά, τρέχοντας άλλοι με περίστροφα, άλλοι με κλομπς.
«Ο Ορέστης! Χριστέ μου, το παιδί!» άκουσα την Αριάδνη να φωνάζει καθώς την τραβούσα από το χέρι για να μπούμε στο ξενοδοχείο.
Πίσω μας πέτρες ρήμαξαν τα κρύσταλλα της εισόδου που γκρεμίστηκαν με πάταγο. Στη ρεσεψιόν δυο υπάλληλοι πίσω από τον πάγκο, μπροστά όρθιος ο διευθυντής. Μας έκανε νόημα να ανεβούμε τη σκάλα που οδηγούσε στο μπαρ και στο εστιατόριο.
«Επάνω, επάνω!» μας φώναξε.
Στο βάθος, στη μισοσκότεινη αίθουσα του εστιατορίου, ξεχώριζαν δεκάδες σώματα σκυφτά και ανάμεσά τους κάποιοι σερβιτόροι που μοίραζαν λεμόνια και πετσέτες. Ανεβήκαμε τη σκάλα για τους επάνω ορόφους. Κρυφτήκαμε εκεί που τέλειωνε η κουπαστή και άρχιζε ο τοίχος. Κοιτούσα στη ρεσεψιόν. Πρώτος χύμηξε μέσα με το καντρόνι στο χέρι ένας κουκουλοφόρος εγκάθετος. Πίσω του τέσσερις αστυφύλακες με έναν βαθμοφόρο. Ο διευθυντής μπήκε μπροστά τους με τα χέρια απλωμένα, κόβοντάς τους το δρόμο και φωνάζοντας:
«Κύριοι, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ! Εδώ είναι ξενοδοχείο. Έχω ξένους!»
«Εσείς τους κάνετε κουμουνιστές!» ούρλιαξε ο αξιωματικός και έκανε να ορμήσει στη σκάλα.
Ο διευθυντής ─μέτριο ανάστημα, λεπτός, μελαχρινός, γύρω στα πενήντα─ του έκοψε άλλη μια φορά το δρόμο:
«Σας παρακαλώ, έχω ξένους!»
Εκεί που είχαμε σταθεί κινδυνεύαμε. Ανεβήκαμε σιγά. Ήταν μαζί μας και μέλη από έναν θίασο κάποιου περιφερειακού θεάτρου που έδινε παραστάσεις σε ένα γκαράζ στην Κυψέλη. Θα μπορούσαν οι μπάτσοι και οι τραμπούκοι να πάρουν το ασανσέρ και να μας προλάβουν, αυτό φοβόμαστε. Περάσαμε τον πρώτο όροφο και καθώς ξεπροβάλαμε από τη σκάλα στον δεύτερο, άνοιξε απέναντι η πόρτα ενός δωματίου και ένας άντρας κοντός, κάπως παχύς, με γκρίζα μαλλιά, μας έκανε νόημα να μπούμε γρήγορα. Ήταν και ένας δεύτερος άντρας στο δωμάτιο, ψηλός, αδύνατος, ξανθομάλλης, γύρω στα τριάντα. Κρατούσε στα χέρια του μια κάμερα δεκαέξι χιλιοστών και σκυμμένος στο περβάζι του παραθύρου κινηματογραφούσε συνεχώς. Ακούγονταν τα τανκς να περνούν από κάτω. Ο σκηνοθέτης του θιάσου, η Αριάδνη κι εγώ τρέξαμε στο δεύτερο παράθυρο. Το πρώτο τανκς έκανε μανούβρα σκάβοντας την άσφαλτο για να πάρει θέση απέναντι στην πύλη του Πολυτεχνείου. Τα μεγάφωνα μετέδιδαν αδιάκοπα την ίδια φράση με τις βραχνές φωνές των εκφωνητών, που τις επαναλάμβαναν οι φοιτητές και οι σπουδαστές γαντζωμένοι στα κάγκελα, άλλοι σκαρφαλωμένοι στις δυο κολόνες της πύλης κρατώντας σημαίες:
«Οι φαντάροι αδέρφια μας!… Οι φαντάροι αδέρφια μας!… Οι φαντάροι είναι αδέρφια μας, δε θα μας πυροβολήσουν!… Αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη και ελεύθερη Ελλάδα!… Οι φαντάροι αδέρφια μας!… Όχι άλλο αίμα!»
Κάθε τόσο ακούγονταν αραιοί πυροβολισμοί γύρω από το Πολυτεχνείο. Η ώρα περνούσε. Το τανκς στεκόταν ακίνητο. Ένας ίλαρχος είχε κατέβει από τον πυργίσκο, η πύλη μισάνοιξε, βγήκαν τρεις σπουδαστές και άρχισαν συνομιλίες. Κάποιοι ηθοποιοί ζητούσαν να δουν κι εκείνοι από το παράθυρο, τους παραχωρούσαμε τη θέση μας, καθόμασταν στο πάτωμα, καπνίζαμε.
«Τι γίνεται;» ρωτούσαμε.
«Τα ίδια».
Ο ξανθός οπερατέρ δε σάλεψε από τη θέση του, με τη μηχανή στο χέρι στραμμένη στα γεγονότα κάτω. Δύο και μισή, τρεις παρά τέταρτο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε η ελπίδα μέσα μας πως δε θα συμβεί το κακό, θα μπορέσουν φοιτητές και στρατιωτικοί να καταλήξουν σε συμφωνία. Ποια συμφωνία; Να εγκαταλείψουν τα παιδιά το Πολυτεχνείο;
Ήμουν καθισμένος στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο, όταν άκουσα μια ηθοποιό να κραυγάζει:
«Το τανκς! Μπήκε το τανκς!»
Όρμησα χωρίς δεύτερη σκέψη έξω από το δωμάτιο, ανέβηκα στον τρίτο όροφο, στον τέταρτο, από μια σιδερένια πόρτα βγήκα στην ταράτσα. Έτρεξα στο στηθαίο και έσκυψα. Λίγο πιο πέρα δυο Ελληνοαμερικανίδες παρδαλά ντυμένες φλυαρούσαν αδιάκοπα, δείχνοντας κάτω μάλλον ενθουσιασμένες για το απροσδόκητο θέαμα που τους επεφύλαξε η επίσκεψή τους στην Ελλάδα. Το τανκς είχε συντρίψει την πύλη και στεκόταν στον προαύλιο χώρο. Θυμάμαι πως όλα ήσαν ακίνητα σαν να είχαν παγώσει, ακίνητα και βουβά. Όχι, ήταν το τρομερό γεγονός που με είχε καθηλώσει και δεν άκουγα για δυο στιγμές τις κραυγές, δεν έβλεπα τα πανικόβλητα σώματα των νέων που σκόρπιζαν παντού για να σωθούν. Ύστερα γέμισε η νύχτα ουρλιαχτά. Ένιωσα ένα χέρι να με αγγίζει και είδα την Αριάδνη πλάι μου να σκύβει.
«Χριστέ μου! Χριστέ μου!» έλεγε συνέχεια κλαίγοντας. «Βλέπεις τον Ορέστη;»
Στη Στουρνάρη είχαν σταθεί και άλλα τανκς που είχαν έρθει κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, κλούβες στη σειρά απέναντι από το Πολυτεχνείο, εκατοντάδες αστυνομικοί έφταναν τρέχοντας από τους γύρω δρόμους. Πρώτος όρμησε έξω πηδώντας τα ερείπια της πύλης ένας νέος. Προσπάθησε να διαφύγει προς την 3ης Σεπτεμβρίου, τον έζωσαν τέσσερις μπάτσοι και με τα κλομπς άρχισαν να τον χτυπούν με μανία παντού. Έπεσε ο νέος αιμόφυρτος και τον έσυραν σε μια κλούβα. Δεύτερη βγήκε μια κοπέλα. Φορούσε κόκκινο φόρεμα και μέσα στο ψυχρό ηλεκτρικό φως και το απόκοσμο των προβολέων των τανκς σε ξάφνιαζε το δυνατό χρώμα, σαν να μην ανήκε σ' εκείνο τον ζόφο. Την κυνήγησαν, γαντζώθηκε σε μια ηλεκτροκολόνα, της λιάνισαν τα χέρια με τα κλομπς ─μέχρις εμάς ακούστηκαν τα ξεφωνητά της. Έπεσε. Χτυπώντας την, κλοτσώντας την, σέρνοντάς την από τα μαλλιά την πήγαν στις κλούβες.
Σφαίρες πέρασαν βουίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας. Οι δυο Ελληνοαμερικανίδες άφησαν τσιρίζοντας το θεωρείο τους. Πήρα την Αριάδνη και κατεβήκαμε στον δεύτερο όροφο. Από το δωμάτιο έλειπαν ο οπερατέρ και ο άλλος άντρας. Πήγα στο παράθυρο. Οι αστυφύλακες είχαν σχηματίσει μια σειρά ο ένας πλάι στον άλλον, που ξεκινούσε από την γκρεμισμένη πύλη και στρίβοντας έπιανε όλη την Τοσίτσα, αφήνοντας έναν στενό διάδρομο, λιγότερο από ένα μέτρο, ανάμεσα σ' αυτούς και στο κτήριο. Εκεί περνούσαν τρέχοντας τα παιδιά του Πολυτεχνείου, προσπαθώντας να αποφύγουν τα κλομπς που ανεβοκατέβαιναν βροχή στα κεφάλια και στις πλάτες τους. Κάποιοι έπεφταν, τους τσαλαπατούσαν, οι αστυφύλακες τους τραβούσαν έξω και συνέχιζαν να τους χτυπάνε. Ήταν τέτοια η μανία τους, που χοροπηδούσαν επάνω στα σακατεμένα κορμιά, ακόμη κι αν ήταν αναίσθητα. Ένας φαντάρος ─εγώ είδα έναν, άλλοι είπαν πως είδαν και άλλους─ όρμησε σ' έναν μπάτσο που σακάτευε έναν φοιτητή, τον έριξε χάμω και ούρλιαζε έξαλλος από πάνω του, και όταν ο άλλος πήγε να συνεχίσει, κόλλησε το όπλο στο στομάχι του. Έφυγε ο μπάτσος, πήγε πιο πάνω και συνέχισε με την ίδια μανία. Ο φαντάρος σήκωσε τον νέο και του έδειξε να το σκάσει μέσα από τον κήπο του Μουσείου. Στα Εξάρχεια όμως τον περίμεναν άλλοι μπάτσοι, άλλες κλούβες.
Η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας ανέφερε δεκατρείς νεκρούς. Σήμερα ξέρουμε πως ξεπερνούν τους ογδόντα, μπορεί να πλησιάζουν και τους εκατό. Πολλοί γονείς έθαψαν τα παιδιά τους χωρίς να δηλώσουν από φόβο πω σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο, άλλοι πήγαν τους τραυματίες σε ιδιωτικές κλινικές εξασφαλίζοντας εχεμύθεια.
Βιβλιογραφικά
Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Η έξοδος, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 395-400.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Μιχαηλίδης > < Κοινωνικές ταραχές > < Αθήνα >▲▲
Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα
33
Παιδιά του Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
της λευτεριάς ανοίξατε τη στράτα.
Είστε ο Ιερός Λόχος του Δραγατσανίου,
που ‘χε κι εκείνος τα δικά σας νιάτα.
Σας φέρνουν οι δειλοί άνθινα στεφάνια
και κροκοδείλια τώρα χύνουν δάκρυα
εκείνοι, που προσμέναν στην αφάνεια
«ευκαιρίες», ζαρωμένοι σε μιαν άκρια.
Των μεγάλων τα όπλα η υποκρισία.
Το δικό σας προνόμιον η θυσία.
▲▲
Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας
(απόσπασμα)
Η Άννα δεν ήταν ηγετική προσωπικότητα, αλλά οι ηγέτες χρειάζονται κόσμο, μάζες, διαδηλωτές, εκείνους που τρέχουν και μοιράζουν προκηρύξεις, αυτούς που κάνουν καταλήψεις κτιρίων. Αυτό το σκεπτικό την απελευθέρωσε από την εσωστρέφειά της, και μια δύναμη ξεπήδησε από μέσα της. Οι συμφοιτητές της απορούσαν πώς μια τόσο μικροκαμωμένη κοπέλα διέθετε τόσο μεγάλη ζωτικότητα. Και μάλιστα μια ζωτικότητα όχι γλυκερή, αλλά δυναμική και δηκτική, πρακτική και σαφή. Είχε πάψει να είναι ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι, και ήταν σε θέση να επιβάλει την τάξη σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο μόνο με την παρουσία της ̶ γεγονός που ενδεχομένως θα εξέπληττε την οικογένειά της. Σίγουρα πάντως εξέπληττε την ίδια, και μερικές φορές δεν ένιωθε άνετα με όλη αυτή την προσοχή. Στο σπίτι, μερικές φορές, η μητέρα της δεν έπαιρνε καν είδηση την παρουσία της.
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, στα μέσα Νοεμβρίου, κατευθύνθηκε προς το Πολυτεχνείο όπου είχαν συγκεντρωθεί ήδη δεκάδες άλλοι. Οι φοιτητές, που από το πρωί ταμπουρώνονταν στο κτίριο του Πολυτεχνείου, είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι όλη η Ελλάδα ήταν μαζί τους και στηριζόταν πάνω τους. Θα κατάφερναν να γκρεμίσουν τη δικτατορία. Όχι όμως εν ονόματι του κομμουνισμού, του μαρξισμού ή της αναρχίας, αλλά εν ονόματι της δημοκρατίας. Δεν είμαστε επαναστάτες, έλεγαν πολλοί απ' αυτούς. Δεν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση. Αυτό που κάνουμε αφορά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Αφορά τη ζωή.
Διαμαρτύρονταν για όλα: για τα φακελώματα της αστυνομίας για ασήμαντους λόγους. για τον χαφιεδισμό και τη διείσδυση προβοκατόρων στους πανεπιστημιακούς χώρους. Δεν άντεχαν πια την απαγόρευση των φοιτητικών συλλόγων ή τη διαρκή ανησυχία ότι κάποιος τους παρακολουθεί. Για κάποια χρόνια τα ανέχονταν όλα. μετά, ξαφνικά, δεν τα ανέχονταν πια. Ήταν τόσο απλό. Ο διακόπτης είχε γυρίσει.
Η Άννα δεν μπορούσε να μη σκέφτεται τους αμερικανούς φοιτητές που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τους γάλλους φοιτητές και τα γεγονότα του Μάη πριν πέντε χρόνια. Ανήκει κι εκείνη σ' αυτούς τους νέους τώρα: με πολιτική άποψη και σεξουαλική αυτονομία, ήταν ισότιμο μέλος της επονομαζόμενης νεανικής κουλτούρας. Ο Ευάγγελος ας κρατούσε τα σπίτια του στα νησιά, τα ακριβά καφέ, τη χαριτωμένη σύζυγο και τα μωρά της. Εκείνη θα είχε κάτι άλλο.
Τις τελευταίες βδομάδες, όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο ή σε καφενεία, χρησιμοποιούσαν μια δική τους αργκό, ένα συνονθύλευμα από κωδικοποιημένες λέξεις: το «πάρτι» σήμαινε την προγραμματισμένη κατάληψη, «φέτα» ήταν οι οργανώσεις και «ελιές» οι προμήθειες που θα μετέφεραν στο κτίριο. Τα «λεμόνια» ήταν αληθινά λεμόνια, όπως επίσης η βαζελίνη, και θα ήταν χρήσιμα στην περίπτωση που η αστυνομία έριχνε δακρυγόνα. ήταν πιο αποτελεσματικά από το νερό για να ξεπλύνεις τα μάτια σου. Το «κρασί» ήταν οι ιατρικές προμήθειες. Φέτα και ελιές και κρασί για το πάρτι. Ποιος θα είχε αντίρρηση σε κάτι τέτοιο;
Την ώρα που έμπαινε στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου μαζί με τους συμφοιτητές της, η Άννα έκανε τη σκέψη ότι μετά βίας θα γέμιζαν μια μεγάλη αίθουσα. Μετά όμως είδε ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στον πρώτο όροφο, κι άλλοι που κάπνιζαν στους διαδρόμους και στα κλιμακοστάσια. Η ατμόσφαιρα θύμιζε μια συγκεκριμένη στιγμή στα πάρτι: τη στιγμή που οι ήρεμες συζητήσεις δυναμώνουν ραγδαία και αιφνίδια, και γίνονται οχλαγωγία. Τα συναισθήματά της ήταν αντιφατικά: από τη μία ένιωθε αυταρέσκεια και από την άλλη σάστιζε βλέποντας ότι, πέρα από τους τοίχους της σχολής, η πόλη συνέχιζε τη ζωή της κανονικά, όπως κάθε μέρα, ίδια με χθες και προχθές. Η συνέλευση είχε αρχίσει στην κεντρική αίθουσα της σχολής και τρεις χιλιάδες φοιτητές ήταν έτοιμοι να αψηφήσουν την εξουσία. Οι τοποθετήσεις των ομιλητών ήταν σοβαρές και παθιασμένες σε γενικές γραμμές, παρότι η κούραση τούς έκανε μερικές φορές να λένε ανοησίες. Κάποιοι φοιτητές είχαν φτιάξει αυτοσχέδια πλακάτ με καρικατούρες του Παττακού και του Παπαδόπουλου. τις κράδαιναν στον αέρα και παρέλαυναν, φωνάζοντας από τα παράθυρα του κτιρίου. Τα νέα της κατάληψης δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα. Αυτό θα άλλαζε σύντομα.
Την ώρα που έπεσε η νύχτα, χιλιάδες άνθρωποι είχαν γεμίσει το προαύλιο της σχολής, και χιλιάδες άλλοι είχαν μαζευτεί στα πεζοδρόμια μπροστά στο κτίριο, μπρος στη σιδερένια καγκελόπορτα. Η Άννα βρισκόταν μαζί με τον Πάνο στην αίθουσα απ' όπου εξέπεμπε ο ραδιοφωνικός σταθμός. Βλέποντας τα πλήθη στους δρόμους, τους θυμωμένους διαδηλωτές να τους υποστηρίζουν, πίστευαν ότι είχε φτάσει το τέλος της δικτατορίας. Έξω από το Πολυτεχνείο, πλήθη κόσμου κρατούσαν προκηρύξεις, φώναζαν και ζητωκραύγαζαν. φώναζαν αυτά που επί εξήμισι χρόνια δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν. Κολλούσαν προκηρύξεις στα αυτοκίνητα, κάθονταν στον δρόμο και τραγουδούσαν.
Εκείνη την πρώτη νύχτα, η Άννα κοιμήθηκε ελάχιστα μέσα στο χάος. Οι φοιτητές παρότρυναν ο ένας τον άλλο να κοιμηθούν λιγάκι, όσο είχαν ακόμα την ευκαιρία. Η Άννα ήθελε να αποφύγει τελείως τον ύπνο. Μαζί με άλλους, που ήθελαν κι αυτοί να μείνουν ξάγρυπνοι, έπιναν συνέχεια καφέδες. Προς το βράδυ της δεύτερης μέρας, η Άννα και ο Πάνος ξάπλωσαν σ' έναν μικρό πάγκο. Η Άννα συνειδητοποιούσε τη φασαρία και την κίνηση γύρω της, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Το σώμα της είχε αρχίσει να καταρρέει. Αν μπορούσε να κοιμηθεί καμιά ωρίτσα, θα ένιωθε καλύτερα. Καθώς βούλιαζε στη νάρκη, άκουσε τον Πάνο ─ ή το φαντάστηκε; ─, με φωνή βαθιά, σχεδόν απόκοσμη, να της λέει: «Δεν τον αγαπάς πραγματικά, έτσι δεν είναι;». Δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Το σώμα της είχε κολλήσει πάλι, ανίκανο να κινηθεί.
Ήταν ο πατέρας της, μια ανάμνηση, ένα όνειρο, ο πατέρας της! Νέος και υγιής και ευτυχισμένος, τη σήκωνε ψηλά για να δει το μεγάλο ραδιοπικάπ που ήταν ολόκληρο έπιπλο. Την άφησε να σηκώσει το καπάκι για να δει το πικάπ. Πρωτοχρονιά και το σπίτι γεμάτο καλεσμένους, και η Άννα τού έδειξε τους αγαπημένους του δίσκους, μια σειρά από ηχογραφήσεις της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Ο πατέρας, όμως, της είπε ότι αυτούς θα τους έβαζαν αργότερα, τώρα ήταν ώρα για κάτι άλλο, κάτι χορευτικό. Η Άννα τού έδωσε το λαχείο της, που το κρατούσε τσαλακωμένο μέσα στις ιδρωμένες παλάμες της, πολύ μικρή για να ξέρει τι ήταν ακριβώς, αλλά αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνει ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό. «Όχι ακόμα» της είπε. «Σε λίγο».
Αργότερα, μέσα στη νύχτα, την ξύπνησε ένας φίλος για να της πει να παρουσιαστεί στο πόστο της, στο παράθυρο απ' όπου οι φοιτητές μάζευαν τρόφιμα και φάρμακα από εκείνους που ήταν αρκετά γενναίοι για να τα φέρουν. Σηκώθηκε με την εικόνα του πατέρα της να την ακολουθεί ακόμα. Έψαξε για τον Πάνο, ο οποίος της είχε αφήσει το πουλόβερ του για μαξιλάρι. Η Άννα κρύωνε και το είχε ρίξει στην πλάτη της. Πήγε στην αίθουσα όπου ο Πάνος μαζί με μερικούς άλλους είχαν στήσει τον ραδιοφωνικό σταθμό. Άκουσε με καμάρι τη βραχνή φωνή του να αντηχεί από τη μικροφωνική εγκατάσταση της σχολής: «Δοκιμή: ένα, δύο, τρία. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Έβαζαν επαναστατικά τραγούδια και ενθάρρυναν τους Έλληνες να ενωθούν μαζί τους. Από τις πρεσβείες ζητούσαν να στείλουν παρατηρητές. Από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων να στείλουν δημοσιογράφους.
Βιβλιογραφικά
Νάταλι Μπακόπουλος, Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 518-523.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Δικτατορία > < Κοινωνικές ταραχές > < Νέοι > < Μπακόπουλος >▲▲▲
Γέροι της Σιδώνος
Είπαν ψωμί και λευτεριά, είπαν παιδεία
Μάκρυναν λίγο τα μαλλιά με συστολή
Τους βρήκε ο Φοίνικας κι από την εφηβεία
Τους πήρε απότομα, τους φόρεσε στολή
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Αλλά δεν έμοιαζε σκιά, μήτε γιορτή
Ήταν αδιάκοπη στην έρημο πομπή
Κι ήταν ασπρόμαυρη στην πόλη τους ταινία
Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούρια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν
Γήπεδα γέμιζαν και γέμιζαν πλατείες
Στου αμφιθέατρου την ξύλινη βουή
Αγώνες, χρόνια της αιχμής και αγωνίες
Γι’ αυτό που βάφτιζαν καλύτερη ζωή
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Κι ας ήταν φάρσα που μετρούσε ποσοστά
Καθώς περνούσαν απ’ το μέλλον τους ξυστά
Να νοσταλγούν την κατοχή, την εξορία
Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούρια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν
Και τότε βρήκαν ανοιχτή την ευκαιρία
Και την κυνήγησαν – γιατί να της κρυφτούν;
Αν τ’ ομολόγησαν, ουκ έστιν αμαρτία
Φτηνά τα λόγια, μ’ ευκολία θα τους βγουν
Βρήκαν στον δρόμο τους μπροστά την Ιστορία
Έχτιζαν σπίτια και μεγάλωναν παιδιά
Ήταν που πέρναγε απ’ τις φλέβες στην καρδιά
Κείνο το πρόσταγμα, να ζεις μ’ ευημερία
Έπειτα άλλαξαν τα χρόνια, μα εκείνοι χώρεσαν
Σαν καινούρια παντελόνια τον καιρό τους φόρεσαν
Κι όσο τους έπλαθε η κάθε δεκαετία
Όπως το χέρι του τεχνίτη τον πηλό
Δεν πήραν πρέφα πως η τρίτη ηλικία
Τους είχε ήδη ροκανίσει το μυαλό
Για πάντα νέοι κι αν προσπάθησαν να μείνουν
Η Ιστορία δεν μπορούσε να σταθεί
Βαθιές ρυτίδες, μα το τραύμα πιο βαθύ
Στο τέλος τίποτα δεν μπόρεσαν να γίνουν
Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Πολιτικοί κρατούμενοι, μεταμφυλιακό κράτος, δικτατορία
- Απ' τη ζωή μιας μετανάστριας
- Κάνοντας κάτι παράδοξες κινήσεις
- Μίκης Θεοδωράκης, Θρησκεία μου είναι η Ελλάδα
- Πολυτεχνείο '73, αναστοχασμός μιας πραγματικότητας
- Η αντίσταση των νέων εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος
- Την περίοδο της δικτατορίας
- Πολιτικοί κρατούμενοι, μεταμφυλιακό κράτος, δικτατορία
- Αντίσταση 1967-1974, πολιτική πίεση-δυναμικές ενέργειες
- Κάνοντας κάτι παράδοξες κινήσεις
- Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-1990
- Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία
- Αντίσταση 1967-1974, πολιτική πίεση-δυναμικές ενέργειες
- Αντίσταση 1967-1974, πολιτική πίεση-δυναμικές ενέργειες
- Το χρονικό των Τριών Ημερών
- Μια μαρτυρία
- Επώνυμοι νεκροί του Πολυτεχνείου
- Πολιτικοί κρατούμενοι, μεταμφυλιακό κράτος, δικτατορία
Οπτικό υλικό
- Αφίσα κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, 1967-1974
- Αφίσα κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, 1967-1974
- Διαδήλωση φοιτητών στην Αθήνα, Μάρτιος 1973
- Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
- Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία
- Άρματα μάχης στους δρόμους της Αθήνας
- Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Απογευματινή
- Μέσα από τα κάγκελα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου
- Μνήμη ΙΙ, Πολυτεχνείο
- Προκηρύξεις της αντιδικτατορικής οργάνωσης σπουδαστών «Ρήγας Φεραίος»
- Κινητοποίηση γυναικών στην Ιταλία με αίτημα την απελευθέρωση Ελληνίδων πολιτικών κρατουμένων
- Δίκη μελών του «Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου»
- Δίκη μελών της «Δημοκρατικής Άμυνας»
- Κατάληψη της Νομικής, Φεβρουάριος του 1973
- Ελευθερία στους φοιτητές
- Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Απογευματινή
- Πλήθος κόσμου μπροστά από το Πολυτεχνείο κατά της διάρκεια τη τριήμερης κατάληψης
- Η ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου
- Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος
- Το μαχητικό άρμα μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου
- Η καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
Ακουστικό υλικό
- Οι πρώτοι νεκροί
- Ο Λεβέντης
- Είμαστε δυο
- Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί
- Τα συνθήματα των φοιτητών κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973
Οπτικοακουστικό υλικό
- Πολιτικοί κρατούμενοι
- Λογοκρισία του Τύπου
- Δηλώσεις του αρχηγού του χουντικού καθεστώτος
- Πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης
- Το φοιτητικό κίνημα
- Η κατάληψη της Νομικής
- Η κατάληψη του Πολυτεχνείου
- Τα συνθήματα των φοιτητών
- Εκκλήσεις του ραδιοφωνικού σταθμού προς το στρατό
- Μετά την αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου
- Θέσεις και πρακτικές του δικτατορικού καθεστώτος
- Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στη στρατιωτική δικτατορία
- Κοινωνική και οικονομική ζωή κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας