Λήξη πολέμου
Λογοτεχνία
▲▲▲
Σημείωση: Ο Μηνάς Παπαθανάσης, κεντρικός ήρωας της Πολιορκίας, συνεργάζεται με τους Γερμανούς εναντίον ελλήνων αριστερών.
Πολιορκία
(απόσπασμα)
Πιάσανε τα σταυροδρόμια κι ερευνούσανε τους περαστικούς. Ξετάζανε τα χαρτιά και σε κεινούς που από την τρομάρα αποδείχνονταν ύποπτοι, τους γυρνούσανε τις τσέπες ανάποδα και τους ψάχνανε ως τις φόδρες. Με την ιστορία τούτη ούτε το καλονιώσαν πότε έφτασε μεσημέρι. Δυο ενόχους που βρήκανε τους βαστάξανε και τους παραδώκανε στο απόσπασμα, που κατέβηκε στη συνοικία σταλμένο από τον κ. Διευθυντή.
Με τ' απόσπασμα ανταμώσανε στην πλατεία της εκκλησιάς. Ήτανε πολυάριθμο, χωροφύλακες μαζί και τσολιάδες - σωστή εκστρατεία. Είχανε μπλοκάρει όλους τους δρόμους και τα σοκάκια. Στην αρχή, καθώς ξεμπουκάρανε με αλαλαγμούς πιστολίζοντας στον αέρα, νόμισε ο κόσμος πως φτάσανε Γερμανοί να μαζέψουν ομήρους. Γίνηκε θρήνος και οδυρμός. Λιγοθυμήσανε κιόλας μανάδες, σκληρίζανε. Έπειτα οι ευζώνοι αρχίσανε συστηματική έρευνα μες στα σπίτια, τους καφενέδες, τις μάντρες. Όσους ξεχωρίζανε υπόπτους τους φορτώνανε με κλωτσιές στα καμιόνια. Μάλιστα, πετύχανε και κάτι πολύ σπουδαίο. Σ' ένα βαθύ υπόγειο ξεθάψανε μια καταπαχτή, με πολύγραφο μέσα, χαρτιά και χειροβομβίδες. Τα νωπά μελάνια μαρτυρούσανε πως ό,τι θα 'χε σταματήσει το ανόσιο έργο. Τους δυο αρσενικούς του σπιτιού, πατέρα και γιο, τους ανεβάσανε στην αυλή και τους ντουφεκίσανε μπροστά στο πηγάδι. Τις γυναίκες τις τραβήξαν απάνω. Απόμεινε έρημο ένα μωρό, που κλαψούριζε λησμονημένο στο πάτωμα. Το περιμαζέψαν οι πονετικές γυναικούλες της γειτονιάς.
Όταν τους συνάντησε ο Παπαθανάσης συμπληρώνανε πια την αποστολή τους. Όλοι τον τριγυρίσαν τότε και τον τραβολογούσαν για μια θερμή χειραψία. Φραγμό δε βάζανε στις εκρήξεις του θαυμασμού. Τ' όνομά του είχε γίνει θρύλος σε φίλους και σε πολέμιους. Αυτές οι απανωτές απόπειρες, η μάνιτα των εχθρών, κι απ' την άλλη το ακατάλυτο σθένος του, ηλεκτρίζαν τη φαντασία. Τα χτεσινοβράδινα, είχανε αναρριπίσει σ' ολωνών τις καρδιές αντραγαθήματα, ηρωικές παραδόσεις κλπ., κλπ… Όλα τούτα τα θυμιατίσματα τού φουσκώσανε τη δυσφορία περσότερο. Αλίμονο, είχε πια περάσει ανεπίστρεπτα ο καιρός που η αναγνώριση της αξίας του αποτελούσε θεάρεστο κεφάλαιο μέσα στη φυσική τάξη του κόσμου. Του χτυπούσε τώρα σα να γυρεύαν με το θαυμασμό τους να τόνε μπολιάσουν κουράγιο, κι ακόμα, σα να ξοφλούσαν έτσι τα χρωστούμενα απέναντί του. Κι αυτό, από κάποιο κύκλο ασφαλισμένο, ένα ύψος απρόσβλητο, απ' όπου σκύφτανε συγκαταβατικά όλοι ετούτοι «στον ταλαίπωρο αδερφό», που τραβάει τη μπόρα. Η συμπαράστασή τους ήτανε στο βάθος υποκρισία, στάχτη στα μάτια, να τον καλοπιάσουνε πάλι, μήπως βαρεθεί να τους παρασταίνει το φρούριο - σαν κορόιδο.
Αλλά σαν άκουσε για την ανακάλυψη της καταπαχτής τον χτύπησε αστροπελέκι. Λειτουργούσανε τέτοια καταχθόνια μες στα ρουθούνια του, κι αυτός μήτε στ' όνειρό του δεν το λογάριαζε! Τον ένα μάλιστα από τους ντουφεκισμένους τον γνώριζε. Τώρα τελευταία είχανε τσουγκρίσει τα ποτήρια στου Μπίσμπα. Και του 'κανε τον οπαδό και το φίλο, η όχεντρα!
—Δεν πρέπει να 'χεις σε κανένα εμπιστοσύνη πια σήμερα, ξομολογήθηκε στον επικεφαλής ταγματάρχη που έστεκε πλάι του.
Ο ταγματάρχης έκανε τα δάχτυλά του να τρίζουν, δάγκωνε και τα χείλια του νευρικά. Τον τράβηξε παράμερα τέλος και του σφύριξε κατάχλωμος το συνταραχτικό νέο:
—Μας αποκήρυξε η Κυβέρνηση. Οι μπολσεβίκοι δεχτήκαν τα υπουργεία και υπογράψανε από κοινού διάγγελμα εναντίον μας. Εθνική ενότητα με τις προφυλακές των Βουλγάρων! Το μήνυσε σήμερα το πρωί το ραδιόφωνο από το Κάιρο. Πρέπει, λέει, αμέσως να εγκαταλείψουμε τις θέσεις μας και να πετάξουμε ασυζητητί τα όπλα. Αλλιώτικα, θα θεωρηθούμε συνεργάτες των Γερμανών. Δηλαδή, με τα χέρια γυμνά, να παραδοθούμε στο έλεος του όχλου! Στο Θεό σου, αν έχουν κεφάλι! Το φαντάστηκες ποτές σου, να πούμε, εμείς οι δυο… εσύ, να πέσεις στην αγκαλιά εκεινού που σου 'βαλε χτες μπουρλότο! Αφού, μωρέ μάνα μου, το 'χει ορκιστεί να σε ξεπαστρέψει ο Ηρώδης! Δε μελετούν το «Κεφάλαιο»; Ώστε για να σου πριονίσει με το πάσο του το λαρύγγι… Αλλιώτικα θα μας περάσουν, λέει, στρατοδικείο. Γιατί κάναμε το καθήκον μας… Πάει καλά. Αν θα βρούνε τίποτα από τη σκόνη μας να δικάσουν.
—Τι λες! Τι λες! Εγώ σκοπεύω να φτάσω συνταγματάρχης και ν' αποστρατευτώ, πετάχτηκε απροσκάλεστος ένας μοίραρχος κοντοπάχουλος με ξέχειλο προγούλι. Του 'πιασε και κείνος το χέρι και το 'σφιξε με συγκίνηση. -Ναι, ναι, ναι! Τον είχανε τυπωμένο στις από μέσα πτυχές της καλής καρδιάς τους, σαν άγια εικόνα, σα θαυματουργό εικονισματάκι.
Ο ταγματάρχης έκοβε στροφές στα τακούνια του.
—Ο βασιλιάς είναι βλάκας, μουρμούριζε ολοένα. Ο καινούργιος όμως συνομιλητής δεν έχει την ίδια γνώμη.
—Ω, μα τι φταίει! Τι φταίει! Η αιωνία γηραιά Αλβιών. Τα παιχνίδια της αλεπούς. Ναι, αλλά εμάς μας πουλήσαν πάλι και το κεφαλάκι μας τα πληρώνει. Αμάν, πότε θα βάνουμε μυαλό εμείς οι Ρωμιοί, να σκεφτούμε κάποτε και λίγο ρωμαίικα.
Βιβλιογραφικά
Αλέξανδρος Κοτζιάς, Πολιορκία, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 182-184.
Μεταδεδομένα
< Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός > < Λήξη πολέμου >▲▲▲
Τελευταίος σταθμός
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη.
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι.
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία.
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύουνται μες στ' αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τί θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν.
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44
Βιβλιογραφικά
Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός», Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1998, σ. 212-215.
Μεταδεδομένα
< Σεφέρης > < Ποίηση > < Λήξη πολέμου >▲
Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου
(απόσπασμα)
12 Οκτωβρίου 1944. Αν ήταν τώρα ο Θόδωρος, θα μπορούσε ο Πέτρος να γράψει στη ράχη του αυτή την ημερομηνία. Οι χελώνες ζούνε κι εκατό, κι έτσι για έναν αιώνα τουλάχιστο θα 'ξερε όλος ο κόσμος, πως μια τέτοια ημέρα ελευθερώθηκε η Ελλάδα, απ' άκρη σε άκρη…
Η Δροσούλα θα 'γραφε τώρα σ' ένα μεγάλο πανώ με πράσινη μπογιά που δεν ξεβάφει τη λέξη λευτεριά. Της άρεσε αυτή η λέξη και θα την έγραφε μόνη της. Αν ήτανε ο Σωτήρης, θα σφύριζε τώρα του Πέτρου, θα κατρακυλούσαν τις σκάλες και θα βγαίνανε οι δυο τους στους δρόμους της Λεύτερης Αθήνας.
Φύγανε οι Γερμανοί! Μάλλον τους διώξανε, πολεμώντας τους σκαλί το σκαλί, πόρτα την πόρτα. Οι καμπάνες χτυπούν! Από το ξημέρωμα άνοιξαν όλα τα παραθυρόφυλλα κι απλώθηκαν στα παράθυρα και τα μπαλκόνια σημαίες. Η μαμά κι ο Γκαριμπάλντι φτιάχνουν στα πρόχειρα μια σημαία από ένα σεντόνι και γαλάζια κουρέλια. Η Ρίτα βγήκε από τον κρυψώνα της κι ήρθε, μόλις έφεξε, στην Αντιγόνη. Τώρα πια δεν έχει κανέναν άλλον, έξω από τη φίλη της, ίσως και το θείο Άγγελο… Όταν αποφασίσει να κάνει απόβαση, να «ελευθερώσει» την ελεύθερη πια Ελλάδα. «Εγγλέζο ντεν έρτει». Καλά το 'λεγε ο Γκαριμπάλντι. Όπου να 'ναι θα φανεί κι ο Γιάννης! Μια γυναίκα φώναζε στο δρόμο πως άνοιξαν οι φυλακές.
—Θα του το πεις του Γιάννη; πειράζει ο Πέτρος την αδελφή του.
—Τι να του πω; κάνει εκείνη πως δεν καταλαβαίνει.
—Πως τον ερωτεύτηκες.
—Μου πέρασε, λέει η Αντιγόνη. Τώρα δεν είμαι ερωτευμένη με κανέναν. Τώρα αρχίζει καινούρια ζωή.
Έχουν βγει οι τρεις τους με τη Ρίτα στο μπαλκόνι, κι η Αντιγόνη, έτσι όπως απλώνει τα δυο της χέρια, θαρρείς και θα πετάξει.
Πάντα μπροστά μας
για μια καινούρια ζωή…
Κάτω από το μπαλκόνι περνάει κόσμος με σημαίες και τραγουδάει.
«Όταν θα τελειώσει ο πόλεμος, Τσουένι μου…».
—Τέλειωνε με τη σημαία, Γκαριμπάλντι, να βγούμε στο δρόμο, ακούγεται από μέσα η φωνή του παππού.
Θα βγούνε στους δρόμους! Δε θα φοβούνται μην τους σημαδέψει κανείς, ίσια στην καρδιά. Ποτέ πια. ποτε πια.
Έχει ξημερώσει για καλά, ο φθινοπωρινός ουρανός έχει χρώμα μελί. «Το βαρέθηκα το μπλε παστέλ, Τσουένι μου». Αν ήτανε ο Πέτρος ένα μικρό αγόρι, θα μπορούσε να φανταστεί τον Αχιλλέα να μπαίνει μέσα στην Αθήνα καβάλα στο άλογο με το γυμνό σπαθί στο χέρι… Και να στήνει το άγαλμα της Δροσούλας στην πιο μεγάλη πλατεία. «Να πεις στο Τσουένι, την πρώτη ελεύθερη συνοικία, θα τη βγάλουμε Δροσούλα…». Ο Πέτρος, όμως, είναι μεγάλος πια. Το κάγκελο του μπαλκονιού τού φτάνει στη μέση. Κάποιοι του γνέφουν από κάτω. Είναι η «συμμορία» του Σωτήρη. Έχουν φτιάξει από χαρτόνι το Χίτλερ και μια κρεμάλα. Τραβάνε ένα σπάγκο κι ο Χίτλερ κρεμιέται. Ξελαρυγγίζονται στο τραγούδι.
Ο Χίτλερ εμπατήρισε,
εμπατήρισε, εμπατήρισε.
Έφαγε κουκουτσάλευρο
μπομποτάλευρο
χαρουπάλευρο…
—Έρχομαι, τους φωνάζει ο Πέτρος και κουτρουβαλάει τις σκάλες να πάει μαζί τους κι ας είναι άντρας πια, δεκατριώ χρονώ!!
Βιβλιογραφικά
Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 259-261.
Δείτε επίσης:
Μεταδεδομένα
< Ζέη > < Λήξη πολέμου > < Οπτική γωνία παιδιού > < Αθήνα >▲▲
Η παρέλαση
Περιμέναμε πως όπου να 'ναι φεύγουνε οι Γερμανοί. Η κίνηση στα τρία μέγαρα της γειτονιάς δεν έλεγε να σταματήσει νύχτα μέρα. Κι αυτό γινότανε ολόκληρες βδομάδες. Ώσπου ένα πρωί, χαράματα πες, μπήκαν στη γραμμή κανονικά και φύγανε με τα κάρα τους και τα φορτηγά τους φορτωμένα μέχρι τα μπούνια. Τότε χιμήξαμε όλοι στα τρία μέγαρα και δεν αφήσαμε καρφίτσα, που λέει ο λόγος. Δεν πέρασε μια ώρα και διαδόθηκε πως έρχονταν οι δικοί μας. Τρέξαμε και μεις, μικρά παιδιά, να δούμε την παρέλαση.
Απ' το Ιπποδρόμιο κατέβαιναν χαρούμενες παρέες με σημαίες, άλλες ελληνικές κι άλλες ρώσικες με σφυροδρέπανα, και σε λιγάκι ο δρόμος προς τον Πύργο και τα πεζοδρόμια πήξανε στον κόσμο που ανυπομονούσε. Βγήκανε δυο με το χουνί και φώναξαν πως ο «ο απελευθερωτικός στρατός, ο τιμημένος ΕΛΑΣ βρίσκεται στο Βαρδάρι». Ο κόσμος ζητωκραύγαζε και μεις καταφέραμε να σκαρφαλώσουμε στη μαρκίζα του σινεμά «Ηλύσια» κι από κει τα βλέπαμε όλα. Από παντού αντηχούσαν τραγούδια, στα μπαλκόνια απλώσανε ο κόσμος τις σημαίες. Τραγουδούσαμε και μεις:
Τα χρυσά σπαθιά των Άγγλων
θα τα κάνουμε σφυριά,
θα τα κάνουμε δρεπάνια
να θερίζει η αγροτιά.
Ήτανε ωραία τραγούδια. Θυμάμαι, αργότερα, πόσο μου είχε αρέσει ένας σκοπός όταν μια μέρα μαζεύτηκε κόσμος και ντουνιάς στην πλατεία Αγίας Σοφίας και τον τραγουδούσε γονατιστός. Πήγαμε κι εμείς και γονατίσαμε.
Αιώνια η μνήμη σε σας, αδελφοί,
στον τίμιο που πέσατε αγώνα.
Ύστερα αρχίσανε να βγάζουνε λόγους, μα εμείς δεν καταλαβαίναμε λέξη, βαρεθήκαμε και φύγαμε. Και καλά που φύγαμε, γιατί μετά πέσανε μπιστολιές, όπως μάθαμε. Εκείνη όμως τη μέρα λέγανε άλλα τραγούδια, πιο χαρούμενα.
Τα τανκς και τα κανόνια,
Βουλγάροι, Γερμανοί,
κι αυτοί οι παοτζήδες
μας πήραν το ψωμί.
Ο ενθουσιασμός του κόσμου φούντωνε. Και τα χουνιά ανάγγειλαν πως «ο στρατός μας μπήκε στην Τσιμισκή». Ο κόσμος άρχισε τα «ζήτω» κι άλλοι αγκαλιάζονταν και χοροπηδούσαν και μεις απάνω στη μαρκίζα πιο πολύ απ' όλους. Ώσπου άρχισε η παρέλαση: Μπροστά πηγαίνανε καμιά κατοσταριά καβαλαραίοι, αρματωμένοι σαν αστακοί, με γενιάδες κι αυτόματα και φισεκλίκια χιαστί στο στήθος. Ύστερα έρχονται οι πεζοί, κι αυτοί το ίδιο αρματωμένοι, και πιο πίσω καμιά πεντακοσαριά παιδιά που κουβαλούσανε καμένα γερμανικά όπλα, απ' αυτά που μέρες πριν καίγανε οι Γερμανοί αβέρτα. Αυτούς, δεν ξέρω ποιος του πρωτοείπε «η καμένη μεραρχία» και σε λιγάκι έτσι τους φώναζε όλος ο κόσμος. Μετά ακολουθούσε μπουλούκι ο κόσμος. Εκεί να δεις σημαίες ελληνικές και ρώσικες, και σηκωμένη τη γροθιά απάνω στα μπαλκόνια, και «Θα σας κατεβάσουμε» φωνάζανε σ' όσους παρακολουθούσαν από κει. Στο μεταξύ ο κόσμος που περίμενε στα πεζοδρόμια μπουκάρισε στο δρόμο κι αγκάλιαζε τους αντάρτες. Μερικοί είχανε φέρει και γλυκά και τους κερνούσανε, άλλοι μπαίνανε μες στις γραμμές των ανταρτών και τραγουδούσαν όλοι μαζί αγκαλιασμένοι.
Ξαφνικά έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. Απ' την Τσιμισκή ακούστηκε το μουγκρητό μιας μοτοσικλέτας κι ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής, με τ' αυτόματο στο στήθος, πέρασε σα σαΐτα.
—Γυρνάνε πίσω, ακούστηκαν φωνές κι ο κόσμος σκόρπισε απ' το δρόμο μαζί με τους αντάρτες κι οι καβαλαραίοι κρατάγανε με το ζόρι τ' άλογά τους. Ύστερα τα χουνιά ξαναφώναξαν: «Ένας ήταν, ένας ήταν», και το πανηγύρι σιγά σιγά ξανάρχισε. Μονάχα που μερικοί αρχίσανε να φεύγουνε κατά την απάνω πόλη. Ωστόσο η παρέλαση ανασυντάχτηκε και, μόλο που το πράμα είχε κρυώσει κάπως, δεν πάψανε τ' αγκαλιάσματα και τα τραγούδια. Κι ύστερα ακούστηκε ξανά το μουγκρητό της μοτοσικλέτας να 'ρχεται απ' τη μεριά του Πύργου αυτή τη φορά και σε λιγάκι φάνηκε σίφουνας ο ίδιος Γερμανός, να 'χει απάνω στο ντεπόζιτο της μηχανής του μια βαλίτσα.
—Ρίχτε του, ρίχτε του, ακούστηκαν φωνές, μα κανένας δεν του έριξε. Δυο τρία άλογα ρίξανε κάτω τους καβαλαραίους τους. Ο κόσμος διαλύθηκε μεμιάς. Οι πιο πολλοί πήρανε τους δρόμους καταπάνω. Ούτε τραγούδια ούτε αγκαλιάσματα. Μονάχα τις σημαίες κρατάγανε διπλωμένες στους ώμους τους και τα σιγολέγανε παρέες παρέες.
Εμείς σαλτάραμε απ' τη μαρκίζα των «Ηλυσίων» και ξαναγυρίσαμε στη γειτονιά.
Βιβλιογραφικά
Τόλης Καζαντζής, «Η παρέλαση», Η παρέλαση - Ενηλικίωση, Νεφέλη, Αθήνα 1995, σ. 61-64.
Μεταδεδομένα
< Γερμανοί > < Θεσσαλονίκη > < Λήξη πολέμου > < Καζαντζής >Ιστορία
Γραπτές πηγές
- Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
- Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950
- Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση, 1944-1946
- Η διολίσθηση προς την εμφύλια σύγκρουση
- Ο Δεκέμβριος του 1944
- Η εκκαθάριση του Πανεπιστημίου μετά την Απελευθέρωση
- Κατοχή και Αντίσταση
- Οι εξόριστες κυβερνήσεις
- Ένας δρόμος χωρίς σύγκρουση: το παιχνίδι για την εξουσία 1943-1944
- Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής
- Η ένοπλη αντίσταση, κατακτήσεις και συγκρούσεις 1942-1944
- Το φθινόπωρο του 1944, πολιτικές συγκρούσεις κατά την απελευθέρωση
- Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε
- Η Οικονομική Διάσταση της Εφαρμογής του Δόγματος Truman και του Σχεδίου Marshall στην Ελλάδα
Οπτικό υλικό
- Αφίσα του ΕΑΜ
- Αφίσα του ΕΑΜ
- Το τελευταίο γερμανικό όχημα εγκαταλείπει την Αθήνα
- Νέοι διαλαλούν με χωνιά τη μεγάλη χαρά του ελληνικού λαού
- Πανηγυρικές εκδηλώσεις του λαού της Αθήνας
- Πανηγυρικές εκδηλώσεις του λαού της Αθήνας
- Τα γερμανικά στρατεύματα προχωρούν σε καταστροφές
- Κάτοικοι του Ξυλόκαστρου υποδέχονται βρετανικό τζιπ
- Η απελευθέρωση της Αθήνας
- Παρέλαση παιδιών μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
- Καλωσόρισμα Βρετανών στρατευμάτων με συνθήματα για κάθαρση του δωσιλογισμού
- Το κινηματοθέατρο «Απόλλων» την ημέρα της απελευθέρωσης
- Απώλειες της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Οπτικοακουστικό υλικό
- Επιστροφή της εξόριστης κυβέρνησης στην Ελλάδα
- Ο λόγος της απελευθέρωσης του Γεωργίου Παπανδρέου
- Αρχή της απελευθέρωσης (Έβρος)
- Η Συμφωνία της Καζέρτας
- Απελευθέρωση Πελοποννήσου
- Απελευθέρωση της Αθήνας, Στερεάς Ελλάδας, Θεσσαλίας, Μακεδονίας
- Απελευθέρωση της Αθήνας
- Απελευθέρωση της Αθήνας
- Απελευθέρωση της Αθήνας
- Θεσσαλονίκη. Μέρες απελευθέρωσης
- Θεσσαλονίκη 30 Οκτωβρίου 1944. Απελευθέρωση
- Μέρες απελευθέρωσης