Η θέση της γυναίκας

Λογοτεχνία

▲▲

Ελένη, ή ο Κανένας

(απόσπασμα)


Για χρόνια έβλεπα λίγους από τους οικείους, τον ιερέα Δραπανιώτη, ένα-δυο άλλα πρόσωπα για δουλειές και τη Λασκαρίνα. Δεν ήθελα καμιά καινούργια γνωριμία, ούτε καμιά καινούργια επίσκεψη, μα και ποιος ξένος θα ερχόταν να με αναζητήσει, και για ποιον σκοπό. Έτσι ταράχτηκα από μιαν άγνωστη γυναίκα, που κατέφθασε μια μέρα από την Αθήνα στο νησί ζητώντας να συναντήσει τη ζωγράφο Ελένη Αλταμούρα. Αρνήθηκα να τη δεχτώ. Καθώς της απαντούσα με τη Λασκαρίνα ότι εδώ και χρόνια δεν δεχόμουν επισκέψεις, αναρωτιόμουν ποιαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε. Μου εξήγησε με τον επόμενο άνθρωπο που έστειλε. Της αρνήθηκα ξανά. Δυο μέρες πέρασαν, ώσπου να υποκύψω στον τελευταίο της αγγελιοφόρο. Ερχόταν πια από το σπίτι του δήμαρχου κι εξάδερφού μου Κυριακού, που είχε αναλάβει τη φιλοξενία εκείνης της κυρίας, η οποία μάθαινα πως διηύθυνε την ήδη τριετή αθηναϊκή Εφημερίδα των Κυριών. Εξάλλου, έπρεπε τούτη η επίμονη γυναίκα να καταλάβει ότι εγώ ζούσα με διαφορετικόν από τον δικό της τρόπο και να μυηθεί σε άλλο ρυθμό. Όντας ευαίσθητη το εννόησε αμέσως και, νομίζω, το σεβάστηκε. Όντας και δραστήρια, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το μυητικό της διήμερο. Έγραψε ένα πολυσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα της για όσα είδε τούτες τις δυο ημέρες, πριν με συναντήσει. Αδυνατούσε να πιστέψει πως τόσο κοντά στη ματαιοδοξία της Αθήνας μπορούσε να ανακαλύψει ακόμη τους θησαυρούς τέτοιου νησιού: Κήπους μικρούς, μα χλοερούς και μυροβόλους γύρω από σπίτια κάτασπρα. Βοτσαλωτά περίτεχνα από μαύρα κι άσπρα βότσαλα στα κατώφλια και στις μεγάλες, τις ήσυχες πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο αυλές. Τον λιτό πλούτο των προγονικών σπιτιών με πατριωτικές ζωγραφιές στο ταβάνι των πάμφωτων σαλονιών τους. Τους ναυτικούς της οικογένειας, που σχεδόν της έτειναν ένα δίχως γάντια, ζεστό κι αλμυρό χέρι από τα πορτρέτα τους, που κρέμονταν στους τοίχους της τραπεζαρίας. Τα μικρά παιδιά ντυμένα δίχως φιόγκους και λογής στολίδια, για να μπορούν να παίζουν και να χαίρονται. Τις Ελληναρβανίτισσες οικοδέσποινες, άλλοτε με το χρωματιστό μαντίλι στο κεφάλι, άλλοτε με εξευρωπαϊσμένα ακριβά φορέματα, ευπροσήγορες και ανεπιτήδευτες, να μιλούν μαζί της με θαυμαστή καλλιέπεια την καθαρεύουσα γλώσσα, ζηλεύοντας ωστόσο κάπου κάπου τη ζωή της πρωτεύουσας.

Μέσα σ’ αυτές τις δύο μέρες θα είχε μάθει περισσότερα για μένα από όσα θα είχε συλλέξει στην Αθήνα, όπου το πέρασμά μου, στον βαθμό που ακόμη υπήρχε, βρισκότανε γυμνό από τα σπάργανα, τα σάβανα και τα προικιά των γυναικών, ρίχνοντας δίκαια όλο σχεδόν το βάρος του στη ζωγράφο Ελένη. Εκείνη την Ελένη γύρευε, μου είπε η κυρία Καλλιρρόη Παρρέν, όταν επιτέλους τη δέχτηκα ένα σούρουπο. Την επόμενη άνοιξη σχεδίαζε να κάνει στα γραφεία της εφημερίδας της την πρώτη έκθεση γυναικών ζωγράφων, και για τούτο με είχε αναζητήσει. Διότι εγώ είχα σπουδάσει και είχα ασκήσει την τέχνη της ζωγραφικής, μια τέχνη που οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τη σπουδάζουν ούτε να την ασκούν ως επάγγελμα στην Ελλάδα. Στο μάτι μου θα πρέπει να άναψε μια σπίθα, που παρατήρησα ότι δεν της διέφυγε προτού σβήσει λέγοντάς της να με εξαιρέσει οπωσδήποτε από τον κατάλογο της έκθεσης, ενδεχομένως και από την τέχνη της ζωγραφικής.

Η επίσκεψη δεν κράτησε πολλήν ώρα. Από όσα έγραψε στο δεύτερο, το επίσης μεγάλο της άρθρο για το άτομό μου, αρκετά θα πρέπει να τα είχε ακούσει ή και συμπεράνει από λόγια τρίτων στην πρωτεύουσα, είτε στη νήσο των Σπετσών. Εγώ της απάντησα μόνον σε ό,τι αφορούσε τη ζωγράφο Ελένη, εκείνην που επέμενε πως ήρθε για να συναντήσει, λες κι επρόκειτο για κάτι το τόσο απλό. Γνωρίζοντας ότι θα δημοσιευτούν τα λόγια μου, της μίλησα μόνο για τα απαραίτητα. Για το μαθητικό παράπτωμα και τη σχολική μου τιμωρία μέχρι τις σπουδές στη Ρώμη, για τα ταξίδια με σκοπό να δω και να σχεδιάσω, ή για το εργαστήριο της Φλωρεντίας. Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άντρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πιο πολύ γι’ αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλαχτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να μην ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα. Ήμουν η πρώτη γυναίκα στο νεαρό ελληνικό κράτος που είχε σπουδάσει και μετά ασκήσει τη ζωγραφική, αλλά η λέξη Ελληνίδα δεν περιοριζότανε μόνο σ’ αυτό. Όχι, στον γάμο μου δεν ήμουν τυχερή. Επιστρέφοντας δούλεψα και μεγάλωσα τα δυο παιδιά μου, που δεν ζούσαν πια. Ένας τρίτος γιος ήταν ζωγράφος στο Παρίσι.

Η επισκέπτρια μού ζήτησε ευγενικά να δει τα έργα μου. Της έδειξα πάνω στον τοίχο τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την Κόρη». Ήταν η μόνη που είχε διασωθεί, αφού μιλούσε για τον αρραβώνα της Σοφίας. Έριξε μια ματιά και σε κάποιες μεταγενέστερες σπουδές, καμωμένες σε ώρες αργίας και μελαγχολίας με μαύρο μολύβι ή μελάνι. Τις επόμενες ημέρες η κυρία Παρρέν θα έγραφε τρεις παραγράφους στο εν λόγω άρθρο της για τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την Κόρη», κρίνοντας την τέχνη μου από τούτο το ελάχιστο, με τη σοφή ανεπάρκεια κάθε δίκαιης κρίσης.

Η κυρία Παρρέν είχε τη διακριτικότητα να μη μου ζητήσει διευκρινίσεις για τις φήμες που οπωσδήποτε θα είχε ακούσει από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Από την πλευρά μου κι εγώ, όταν μου έστειλε και διάβασα τα δυο της άρθρα τυπωμένα, δεν ζήτησα να διορθώσω κάποιες ανακρίβειες και λίγα λάθη. Καμιά δημόσια εικόνα δεν αφορούσε πια τη σημερινή Ελένη, που ζούσε στη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών, γιατί από εκεί μια γυναίκα δεν επεμβαίνει στον δημόσιο βίο. Εξάλλου η ακριβής αλήθεια μιας ζωής στηρίζεται στην ανακρίβεια των περιγραφών της, εφόσον μάλιστα της είναι γραφτό να γίνει παραμύθι, που θα ειπωθεί και θα ξαναειπωθεί με πολλούς τρόπους. Και απ’ όλα, όσα έγραψε για τις Ελένες που υπήρξα η αξιόλογη τούτη γυναίκα, σταχυολογώντας φήμες ή ακούγοντάς με, δηλαδή μάρτυρας της τέχνης, ονειροπόλος πνευματίστρια, έξοχη της νέας Ελλάδας καλλιτέχνης, λάτρης του ιδεώδους, νεκρή ανάμεσα στους ζωντανούς και ζωντανή ανάμεσα στους πεθαμένους, αυτή που προκαλεί τον οίκτο ή τα μειδιάματα των πρακτικών και των πεζών, η λησμονημένη, η παραγνωρισμένη, το ηφαίστειο που άναψε και θάφτηκε κάτω από τις δικές του φλόγες, η ζωή που πέρασε μέσα απ’ τις αστραπές μιας ασταμάτητης καταιγίδας, εγώ σταμάτησα μόνο σε μια μικρή λέξη, γραμμένη δυο φορές στο άρθρο της.

Τη λέξη αίνιγμα.

Βιβλιογραφικά

Ρέα Γαλανάκη, Ελένη, ή ο Κανένας, Άγρα, Αθήνα 1998, σ. 189-193.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Γαλανάκη > < Μονόλογος > < Γυναικείο ζήτημα > < Πολιτισμός >

▲▲

Η Αγγέλικα

(απόσπασμα)


Έγινε μεγάλη ταραχή σαν πρωτοφάνηκε στο χωριό η Αγγέλικα. Συνηθισμένος ο κόσμος από τις ντροπαλές και συμμαζεμένες χωριατοπούλες, βλέπει άξαφνα μέσα στο χωριό μια κοπέλα, που τους φάνηκε σα θεά. Πρώτο, που ήταν κάτασπρη σα να μην την είδε ήλιος ποτές, δεύτερο, πρόσχαρη, γελαζούμενη και ζωηρή, που τους τρέλαινε σα γελούσε και τους έδειχτε τα μεγάλα της τα δόντια. Τρίτο, που δε φορούσε χωριάτικα, μόνο της χώρας φορέματα. Μα τι πρώτο, και τι δεύτερο, και τι δέκατο. Ήτανε να τηνε βλέπεις και να μη χορταίνεις.

Επανάσταση έφερε στο χωριό η Αγγέλικα. Οι καλοί χωριανοί δεν το λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ο σκοπός τους ήταν αθώος. Αυτοί ζητούσανε μια καλή δασκάλισσα, να μάθει τα κορίτσια τους γράμματα. Γράφουνε λοιπό στη χώρα, και σε λιγάκι έρχεται η Αγγέλικα.

Σκολειό χτισμένο δεν είχαν ακόμα. Της νοικιάζουν ένα σπιτάκι, και μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι άρχισε η Αγγέλικα να πολιτίζει του χωριού τα κορίτσια. Ως εδώ η δουλειά πήγαινε καλά. Τα κορίτσια μάθαιναν πως το ψωμί δεν τρώγεται μέσα στο βιβλίο α δε γίνει άρτος, και σαν τέλειωναν τα μαθήματα άρχιζε τ’ αργόχειρο. Και το βράδυ, σαν πηγαίνανε στα σπίτια τους, άλλη έδειχτε στον πατέρα της μπιμπίλες, άλλη παντούφλες, κι άλλη κεντημένες καπνοσακούλες. Κι ο πατέρας τα ‘βλεπε αυτά και καμάρωνε που τέλος πάντων είδαν ανθρωπισμό τα κορίτσια.

Η δουλειά όμως δε σταμάτησε ως εδώ. Οι μεγάλες οι κοπέλες, που δεν μπορούσαν πια να πάνε σκολειό, δεν έπρεπε να μείνουν κι αυτές πίσω. Πώς να βγουν οι μικρότερες αδερφάδες πιο άξιες και πιο χαριτωμένες στον κόσμο! Ρίχτουνται λοιπόν της Αγγέλικας κι ησυχία δεν της αφήνουν. Νυχτέρι δε γίνουνταν, που να μην την έχουνε στη μέση να λέει ιστορίες, να ξηγά συνήθειες της χώρας, να τραγουδάει τραγούδια της χώρας, να κόβει και να ράβει, κι αυτές να λησμονούν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι και παραμύθι, και να κάθουνται σα μαγεμένες ν’ ακούν την Αγγέλικα.

Είναι αλήθεια πως σαν έφευγε η δασκάλισσα στο σπιτάκι της οι χωριατοπούλες, −πώς να την ξεχάσουν την τέχνη!− της κάνανε χίλια περιγέλια της κακόμοιρης! Άλλη να μιμάται τη φωνή της, άλλη τ’ ασυνήθιστα τα λόγια της, άλλη τη μαριόλική της ματιά. Αθώα περιγέλια, δίχως ζούλια και δίχως κακία, έτσι να της βρουν κατιτίς να γελάσουν. Και σα σκάνανε στο γέλιο, άρχιζαν πάλι να της θαμάζουν τα κόκκινα χείλη, τα κάτασπρα δόντια, το μικρό ποδαράκι, την περπατηξιά της, τα στολιδάκια της, τις φορεσιές της, όλη της τη χάρη και την ομορφιά.

Και με το βλέπε και θάμαζε, άρχισαν οι χωριατοπούλες ν’ αλλάζουνε συνήθειες. Η αλλαγή αυτή ήτανε βέβαια σιγανή κι απ’ έξω μοναχά. Το φυσικό της δεν μπορούσε να τ’ αλλάξ’ η χωριατοπούλα. Άλλαζε το λοιπό μερικά λόγια, μερικά φερσίματα, μερικά φορέματα και στολίδια. Κι αυτό ίσια ίσια ήταν που τους έκαμε τους χωριανούς να μην την καλοβλέπουν τη λουσάτη εκείνη τη μάγισσα. Δεν έσωναν πια τώρα τα σπιτίσια τα τούλια και τα λινομέταξα, έπρεπε να φέρνουν κι από το μαγαζί λογής λογής κορδέλες, κουμπιά και κουρέλια. Και το χειρότερο, που η μίμηση δεν μπορούσε να είναι σωστή, κι έβλεπες άξαφνα καπελίνο και γερντάνι μαζί, ή φράγκικο φαρμπαλά και κοντογούνι, ή κάτι τέτοιο. Ο πατέρας φυσικά δεν τα κοίταζ’ αυτά. Ο πατέρας μέσα του τα καμάρωνε ίσως. Εκείνο που τον πονούσε τον πατέρα ήταν η τσέπη, το έξοδο, αυτή ήταν η επανάσταση που έβλεπε ο νοικοκύρης και τον έπιανε τρομάρα. Κι όσο στολίζουνταν η κόρη του, τόσο τη φύλαγε αυτός τη λιγδωμένη του γούνα, ή το μπαλωμένο του πόδημα.

Μήτε δω δε σταμάτησε το κακό. Η Αγγέλικα, καθώς είπαμε, ήτανε ζωηρή και μιλητικιά. Άρχισε λοιπό σιγά σιγά να ψαλιδίζει και της χωριατοπούλας η γλώσσα, κι ας ήταν και κανένας ξένος μπροστά της. Καμιά φορά έλεγε και κατιτίς αδιάντροπο του πατέρα της. Οι προεστοί κι οι εφόροι ήταν καλοί πατριώτες κι ήθελαν την πρόοδο του χωριού. Η νοικοκυροσύνη τους όμως ήταν κι από τον πατριωτισμό μεγαλύτερη, και κάθε φορά που έπαιζαν τα κομπολόγια τους στο καφενεδάκι τους συλλογιούνταν πώς να τη συμμαζέψουνε λιγάκι αυτήν τη δασκάλισσα. Να τη διώξουνε δεν ταίριαζε. Μια δασκάλισσα έπρεπε νάχουν. Ποιός ξέρει α δεν τους ήρχουνταν και χειρότερη.

—Εγώ τονε βρήκα τον τρόπο, τους λέει μια μέρα ένας τους − Σπανό τον έλεγαν, αν και δεν ήτανε σπανός. Να την παντρέψουμε τη δασκάλισσα. Θα νοικοκυρευτεί και θα συχάσει κι αυτή και μεις.

—Πού να την παντρέψεις! Δεν άκουσες τι έλεγε τις προάλλες, της κόρης μου, πως είναι ντροπής να την παντρεύουν οι γονιοί της και να μη διαλέγει απατή της το παλικάρι της!

—Άι, την αφήνουμε λοιπόν και τον εδιαλέγει απατή της. Λίγο τερτίπι κι έγινε η δουλειά.

Καλή τους τύχη που είχαν έναν ανοικονόμητο χουβαρντά, τον πρωτομάστορα το Μυζήθρα. Πηγαίνει ο Σπανός μια βραδιά στην ταβέρνα, του ρίχτεται του Μυζήθρα, και με λίγα λόγια τον ετοιμάζει για το τερτίπι.

—Τι κάθεσαι και χάνεις τη νιότη σου και την ομορφιά σου; του λέει. πού θα την ξαναβρείς τέτοια Νεράιδα, τέτοιον αφρό, τέτοιον κρίνο; Τι καλύτερο θες από μια τέτοια γυναίκα; Το δικό σου το ’χεις, τι πειράζει α δεν έχει και προίκα; Τρέχα σκάρωσέ της μια πατινάδα. Αν τη φοβάσαι την πατινάδα, ένα λουλούδι, μια πρόφαση, και τέλειωσε η δουλειά. Τι χάνουμε τα λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της απόψε να κοιτάξεις μην τύχει κι άρχισε να καθίζει ο καινούριος ο τοίχος. Πες πως σ’ έστειλα γω. Μη φοβάσαι. κάμε συ την αρχή, κι όσο για τα στερνά, έννοια σου, και γω είμαι δω.

Ο Μυζήθρας στην αρχή τα πήρε όλ’ αυτά για κοροϊδέματα του κυρ Σπανού. Τον ήξερε πως αγαπούσε να πειράζει τον κόσμο, και δεν πολυπρόσεξε. Σαν πήγαινε όμως σπίτι του τη βραδιά εκείνη, ο Μυζήθρας δεν τραγουδούσε καθώς που συνήθιζε. Ήτανε βυθισμένος σε παράξενες συλλογές. Ησυχία δεν είχε. Γιατί τάχα να κάμει τέτοιο χωρατό ο Σπανός; Γιατί να μην είναι κι αλήθεια; Τι χάνει να δοκιμάσει; Αν πιτύχει ποιος άλλος μες στο χωριό θα έχει τέτοιο θησαυρό για γυναίκα; Α δεν πιτύχει και το μάθει ο κόσμος, και της βγάλουν τραγούδι, ας όψεται ο Σπανός, που στάθηκε η αιτία.

Ανέβαινε τον ανήφορο και πήγαινε προς το σκολειό. Στάθηκε μια στιγμή να πάρει την αναπνοή του. Έριξε μια ματιά προς τα παράθυρα της Αγγέλικας, και του ήρθε να ξεσπάσει στο τραγούδι που να πάει καπνός. Κρατήθηκε όμως και πήγε μπρός. Φτάνει στην πόρτα. Η καρδιά του έτρεμε τώρα, ο λαιμός του στέγνωνε, ίδρος ψιλός τον περεχούσε. Σκύβει και βλέπει από την κλειδότρυπα πρι να χτυπήσει. Μέσα στο χαγιάτι η παρακόρη, η θύρα όμως της κάμαρας ανοιχτή, κι η Αγγέλικα μπρος σ’ ένα τραπεζάκι και κεντούσε.

—Καλά λέει ο Σπανός πως είναι Νεράιδα η διαόλισσα, είπε. Ωστόσο τι να της πρωτοπώ σαν έμπω! Άι, ας της πω καλησπέρα, κι έχει ο Θεός για τ’ άλλα.

Χτυπάει την πόρτα. Ανοίγει η παρακόρη, και μπαίνει μέσα ο πρωτομάστορας.

Η Αγγέλικα σηκώνεται μισοτρομασμένη. Στάθηκε σα λαμπάδα, με τα μαύρα της μάτια ορθάνοιχτα, σα να του έλεγαν τι θέλει εκεί τέτοια ώρα!

—Καλησπέρα σας, κι ένα λυχνάρι, της λέει, να ρίξω μια ματιά στο κατώγι, γιατί ο καινούριος ο τοίχος λεν πως καθίζει, και μ’ έστειλε ο κυρ Σπανός να κοιτάξω.

—Μαρούλα, φωνάζει η Αγγέλικα, άναψ’ ένα φως και δώσ’ το του Μάστορα να κοιτάξει. Ελπίζω πως δεν είναι τίποτε.

Εγώ κοίταξα καλά απ’ έξω και να σας πω δεν παρετήρησα τίποτις. Ως τόσο ας δούμε κι από μέσα.

Κατεβαίνει στο κατώγι, και σε λιγάκι ξανανεβαίνει και λέει πως δεν έχει φόβο ο τοίχος, και να μην το κάμει μήτε λόγο, να μην τρομάξει ο κόσμος του κάκου, και δε στέλνει σκολειό τα κορίτσια του.

Εδώ στάθηκε μια στιγμή ο Μυζήθρας μπροστά της. Ο Μυζήθρας δεν ήταν άσκημο παλικάρι. Ήταν αψηλός, μεγάλα καστανά μάτια και μικρό μουστάκι λεβέντικο, ήταν και γλυκομίλητος. Έλα όμως που δέθηκε η γλώσσα του τώρα! Τι να της πει, που ήταν κι η παρακόρη παρέξω!

—Ας δούμε μια και στο Σκολειό μέσα, λέει άξαφνα, εκεί που κοίταζε γύρω τους τοίχους.

Και παίρνει το λυχνάρι, και πηγαίνει μοναχός του στην κάμαρα του Σκολειού να συλλογιστεί πώς ν’ αρχίσει την ομιλία.

—Λάτε να δείτε, της φωνάζει από μέσα.

Η Αγγέλικα πηγαίνει στην κάμαρα του Σκολειού.

Έφεγγε δεν έφεγγε μέσα στη μεγάλη εκείνη την κάμαρα με το μικρό το λυχνάρι. Η Αγγέλικα περπάτηξε λαφριά λαφριά και πήγε και στάθηκε μπροστά του σαν άγαλμα, με το αμελημένο της φόρεμα, με τα μαύρα της μάτια, με τον άσπρο τον λαιμό της, και με τα δυο της χεράκια σφιγμένα κοντά στα στήθια σα να μισοκρύωνε.

Αυτή τη χαραμάδα πρέπει να είδε ο κυρ Σπανός και φοβήθηκε. Λίγο σουβά θέλει και τίποτις άλλο. Το σπίτι είναι γερό, μας βγήκε και καλορρίζικο. Όλες μας οι κοπέλες αθρωπεύουν εδώ μέσα.

Καλοσύνη σας να το λέτε αυτό. και του χαμογέλασε η Αγγέλικα.

—Δασκάλισσά μου, εμείς οι χωριανοί τα λέμε ίσια τα πράματα. Θα σας έλεγα και μια άλλη αλήθεια, α δε φοβούμουν πως ίσως το πάρετε άσκημα.

—Σαν τι αλήθεια; του κάνει η Αγγέλικα, και πάει ένα βήμα κοντύτερά του.

—Πως είναι μια ψυχή στο χωριό που πάει να τρελαθεί με τα σας.

—Καλέ τι μου λες! Και ποια να είναι, να σε χαρώ, αυτή η ψυχή; πες μου το τώρα που δε μας ακού και κανένας.

—Κι α θυμώσετε;

—Σου το τάζω πως δε θυμώνω, όποιος κι αν είναι. Γιατί να θυμώσω;

—Καλά, να σας το πω το λοιπόν. Είναι ένας, που δεν είναι γέρος, δεν είναι και φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, είδε όμως στον καιρό του λιγάκι κόσμο. Έξω την έμαθε την τέχνη του. Είναι λοιπόν και τεχνίτης. Δεν ξέρει να λέει τον πόνο του σα βιβλίο, ξέρει όμως να τον τραγουδάει σαν το πουλί μες στα δάση. Δεν ξέρει να χαιρετάει φράγκικα, μα ξέρει ν’ αγαπά και να χαδεύει ρωμαίικα.

—Και τ’ όνομά του; ρωτάει η Αγγέλικα χτυπώντας το ποδαράκι της.

Δεν μπορώ να το πω τ’ όνομά του. δεν αποκοτώ. Και σταμάτησε ο Μυζήθρας.

—Να είναι έτσι αψηλός, νόστιμος, παλικαράς, γλυκομίλητος; ρωτάει πάλι η Αγγέλικα γελώντας.

—Δεν μπορώ, δεν μπορώ να σας πω. Πάει να σβήσει ο νους μου σαν αυτό το λυχνάρι. Και βάζει το λυχνάρι σ’ ένα θρανί, και κοιτάζει χάμω συλλογισμένος.

—Τι έπαθες, παλικάρι μου; τι έχει ο καημένος!

Γυρίζει τότες ο Μυζήθρας και την καλοκοιτάζει και της λέει:

Δεν είναι πράμα ν' αρρωστά, πράμα να θανατώνει, Σαν την αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει.

Η δασκάλισσα, αν και φυσικά κάτι ένιωσε, ή όμως ήθελε να παίξει και να περάσει την ώρα της, ή είχε όρεξη ν’ ακούσει κι άλλα, κι έκανε την ανήξερη ακόμα.

Έχεις αγάπη μες στην καρδιά σου, καθώς βλέπω, του λέει. Και ποια να είναι η άτυχη αυτή αγαπητικιά, που δεν το ξέρει τι πόνο την έχεις;

Και της ρίχτει τώρα φλογερή ματιά ο Μυζήθρας, και της μουρμουρίζει:

Αγγελικούλα ζάχαρη, κι Αγγελικούλα μέλι, Κι Αγγελικούλα κρυό νερό που πίνουν οι Αγγέλοι.

Δεν μπορούσε πια η Αγγέλικα να καμωθεί πως δεν έννοιωθε. Αρχίσανε να της έρχουνται σύγκρυα. Δεν ήτανε φρόνιμο να μείνει κοντά του. Μπορούσε να σκύψει κιόλας να την εφιλήσει. Τραβήχτηκε λοιπό δυο βήματα, πήρε το συνηθισμένο τον αέρα της σαν έβλεπε ξένο, και,

—Λοιπό δεν έχει τίποτις ο τοίχος, του κάνει. Ας είσαι καλά για τον κόπο σου. Και πήγε μέσα.

Ο Μυζήθρας τα είχε χαμένα. Τον έδερνε η αγάπη κι η ντροπή. Κοιτάζει γύρω του να δει πώς να φύγει χωρίς να τον ξαναδεί η περήφανη η Αγγέλικα. Βλέπει την πόρτα που έβγαιναν τα κορίτσια σα σκόλαζαν, την ανοίγει, κι ίσια έξω, χωρίς μήτε ν’ ακουστεί το περπάτημά του.

Σα βγήκ’ έξω από την αυλή, και κατέβαινε τον κατήφορο, και τονε χτύπησε τ’ αγέρι, και συνέφερε, χάθηκε η ντροπή και του έμεινε η αγάπη. Και σαν τράβηξε ακόμα παρακάτω, κι είδε μπροστά του τον κάμπο, και το φεγγάρι να παίζει στα κύματα, ξύπνησε το χουβαρνταλίκι μες στην καρδιά του, και διαλάληξε αμέσως ο κόσμος με το τραγούδι του:Καλονυχτίζω μια ψυχή και τ’ όνομα δε λέγω. Κι α μελετήσω τ’ όνομα βουρκώνουμαι και κλαίγω.

—Πείτε μου, πείτε μου κι άλλα, να σας χαρώ, απ’ αυτά τα δαιμονισμένα σας λιανοτράγουδα,− έλεγε μια βραδινή στις κοπέλες η Αγγέλικα, εκεί που έραβαν και κεντούσανε γύρω στου νυχτεριού το λυχνάρι.−Είναι γλυκά γλυκά και νόστιμα, είναι μυρωδάτα σαν το βασιλικό, πείτε μου κι άλλα, πεθαίνω για τα χωριάτικά σας αυτά τα ζουμπουλάκια, που τα καταφρονείτε, καημένες, μα δεν ξέρετε τι θησαυρό έχετε! Αχ, χωριό και πάλι χωριό! Πού να βρει κανένας τέτοιο νυχτέρι στη χώρα! Πού ν’ ακούσει τέτοια μοσκομυρισμένα τραγούδια! Θα τα μάθω, θα τα μάθω και γω αυτά τα τραγούδια. Δεν μπορώ πια να ζήσω δίχως αυτά.

Κι άρχισε αμέσως να ψιλοτραγουδάει σ’ ένα σκοπό του χωριού:

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, σκύψε να σου λαλήσω, Έχω δυο λόγια να σου πω, κι απέ να ξεψυχήσω.

Και δώσ’ του γέλια οι κοπέλες, που πήγανε να λωλαθούνε μαζί της.

—Τι όμορφα τα τραγουδάει, σα να γεννήθηκε στο χωριό η μαριολεμένη! φωνάζανε.

—Μπα! και μήγαρη δε γεννήθηκα σε χωριό; Την καημένη με φέρανε στη χώρα μικρή μικρή,− μήτε μάνα είχα μήτε πατέρα. Ο καημένος ο θειος μου ο Παπα-Φέστας με πήρε στη χώρα και με πρόκοψε. Τη θυμούμαι τη δύστυχη τη μάνα μου σα να ήτανε χτες. Να! έτσι φαίνουνταν. Όλοι μου έλεγαν πως της έμοιαζα.

Και παίρνει μια μαγουλίκα, και την τριγυρίζει στο κεφάλι της, και τις κοιτάζει με ήμερη και συλλογισμένη ματιά. Ήταν αληθινή ζουγραφιά τώρα.

Οι χωριατοπούλες κάθουνται και τη βλέπουν αμίλητες και συγκινημένες. δυο τρεις δάκρυσαν κιόλας.

—Είσαι δική μας, Αγγέλικα, και βγάλτ’ από το νου σου πως θα μας φραγκέψεις, της λέει η μια τους, η μεγαλύτερη.

—Εγώ να σας φραγκέψω, αγάπη μου; Θεός να φυλάξει! Κοιτάξετε να μη με φραγκέψετε σεις τώρα που ξανάγινα πάλι χωριατοπούλα. Μια βδομάδα και θα μου τραγουδάς το τραγούδι της νύφης.

Έμειναν όλες ξερές. Βάζουν τ’ αργόχειρα χάμω, βλέπουν η μια την άλλη, αρχινούν ένα τσιριχτό σα λωλές, πηδούν όρθιες, και τριγυρνούν την Αγγέλικα, να μάθουν τι τρέχει.

—Αφήστε με να σας τα πω. Να! απλό πράμα. αγάπησα ένα παλικάρι, και θα το πάρω. Μη ζουλέψετε. Δεν είναι καμιανής αρραβωνιαστικός. Είναι από τον άλλο τον μαχαλά. Δεν είναι γέρος, δεν είναι και φτωχός. Δεν ξέρει πολλά γράμματα, ξέρει όμως την τέχνη του. Δεν μπορεί να μου την πει την αγάπη του σα βιβλίο, ξέρει όμως και τραγουδά σαν το πουλί μες στα δάση.

[…]

Κι έτσι νοικοκυρεύτηκε η δασκάλισσα, ντύνουνταν και μιλούσε και φερνότανε σαν όλον τον κόσμο, γλύτωσαν και του χωριού οι κοπέλες από την τρέλα να θέλουν και καλά να φαίνουνται Φράγκισσες.

Βιβλιογραφικά

Αργύρης Εφταλιώτης, «Η Αγγέλικα», Νησιώτικες Ιστορίες, Εκδοτικός Οίκος Φέξη, Αθήνα 1911, σ. 59−66.

Μεταδεδομένα

< Γυναικείο ζήτημα > < Ύπαιθρος >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Εργαζόμενες γυναίκες
  2. Εργαζόμενες γυναίκες

    «Για πρώτη φορά, τον 19ο αιώνα διαχωρίζεται και στην Ελλάδα για τις γυναίκες ο χώρος και ο χρόνος εργασίας από τον χώρο και τον χρόνο της οικογένειας. Οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις τους, στην οικογένεια διατηρούνται χωρίς καμιά, έστω και ελάχιστη, μείωση. Παραμένουν κυρίαρχες στη ζωή τους αφού ούτε και οι ίδιες τις αμφισβητούν. Στις μεγαλύτερες πόλεις της τότε Ελλάδας αρχίζει να σχηματίζεται μια προβληματική και νόθα αστική τάξη που χρειάζεται σε διαφόρους τομείς αυτό το εργατικό δυναμικό. Τα γυναικεία επαγγέλματα που εμφανίζονται αυτά τα χρόνια είναι επαγγέλματα που δεν προϋποθέτουν ούτε καν τις στοιχειώδεις γραμματικές ή επαγγελματικές γνώσεις. Απασχολούνται ως υπηρέτριες, εργάτριες γης, πλύστρες, αλλά και αχθοφόροι ή στην ανόρυξη λίθων. Ακόμη σαν μοδίστρες, υφάντρες, κορδελιάστρες, καπελούδες. Αλλά και μαίες και νοσοκόμες. Δούλευαν όμως και σαν εργάτριες, σε μικρότερο βέβαια ποσοστό, σε βιομηχανίες ή βιοτεχνίες που παρήγαγαν συγκεκριμένα προϊόντα: κλωστοϋφαντουργία, καπνοβιομηχανία, μεταξουργεία. Τα επαγγέλματα είχαν οριστεί κατά φύλο. Κατά κανόνα οι εργάτριες αρχίζουν να δουλεύουν σε μικρότερη ηλικία από τους άντρες, 10-12 χρόνων, ίδιες ώρες, 12-14 την ημέρα, με ίδιες συνθήκες αλλά αμείβονται με ποσό κάτω του 1/2 ή 1/3 του αντρικού μεροκάματου.»

  3. Εργαζόμενες γυναίκες
  4. Εργαζόμενες γυναίκες

    «Τα γυναικεία επαγγέλματα που εμφανίζονται αυτά τα χρόνια είναι επαγγέλματα που δεν προϋποθέτουν ούτε καν τις στοιχειώδεις γραμματικές ή επαγγελματικές γνώσεις. Απασχολούνται ως υπηρέτριες, εργάτριες γης, πλύστρες, αλλά και αχθοφόροι ή στην ανόρυξη λίθων. Ακόμη σαν μοδίστρες, υφάντρες, κορδελιάστρες, καπελούδες. Αλλά και μαίες και νοσοκόμες. Δούλευαν όμως και σαν εργάτριες, σε μικρότερο βέβαια ποσοστό, σε βιομηχανίες ή βιοτεχνίες που παρήγαγαν συγκεκριμένα προϊόντα: κλωστοϋφαντουργία, καπνοβιομηχανία, μεταξουργεία. Τα επαγγέλματα είχαν οριστεί κατά φύλο. Κατά κανόνα οι εργάτριες αρχίζουν να δουλεύουν σε μικρότερη ηλικία από τους άντρες, 10-12 χρόνων, ίδιες ώρες, 12-14 την ημέρα, με ίδιες συνθήκες αλλά αμείβονται με ποσό κάτω του 1/2 ή 1/3 του αντρικού μεροκάματου.»

  5. Το φύλο των γυναικών
  6. Το φύλο των γυναικών

    «Όσο ο 19ος αιώνας πλησιάζει προς το τέλος του και η ελληνική κοινωνία οδεύει αμετάκλητα στον εξαστισμό και εξευρωπαϊσμό της, πυκνώνουν οι αναφορές στο φύλο των γυναικών. Βέβαιο είναι ότι ο 19ος αιώνας δεν ανακαλύπτει το φύλο των γυναικών. Αναδιευθετεί ωστόσο μια παλιά υπόθεση, εγγράφοντάς τη στη δική του, νεωτερική, λογική οργάνωσης. […] Άνδρες και γυναίκες οργανώνονται σε δυο αντιστικτικές μεταξύ τους κατηγορίες, αποκτούν διαμετρικά αντίθετα έμφυλα πρότυπα, διαφορετικούς κοινωνικούς ρόλους και διαφορετικά δικαιώματα εδραιωμένα στη φύση. Μια ισχυρή, ενίοτε "φυσική" και ενίοτε θεϊκή, γλώσσα νομιμοποιεί την κατασκευή του ανδρισμού και της θηλυκότητας και ταυτοποιεί το κάθε φύλο σε διαφορετικό χώρο. Το μεν φύλο των ανδρών ταυτίζεται με το χώρο που αποκαλεί δημόσιο, το χώρο του πολιτισμού, της κοινωνίας, της πολιτικής, της εργασίας, των αποφάσεων, των εξουσιών, των δικαιωμάτων, της εγγραμματοσύνης, του ορθολογισμού, των κοινωνικών σχέσεων, του κοινωνικού χρόνου. Το δε φύλο των γυναικών ταυτίζεται με ένα δεύτερο χώρο που αποκαλείται ιδιωτικός και είναι ο χώρος της οικογένειας, των παιδιών, των αισθημάτων, της φροντίδας, της θυσίας, των προσωπικών σχέσεων, του άχρονου.»

  7. Το φύλο των γυναικών
  8. Το φύλο των γυναικών

    «Η γυναικεία εργασία είναι μια πραγματικότητα που δεν κρύβεται στην Ελλάδα του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Οι γυναίκες εργάζονται υπηρέτριες στα αστικά κέντρα, εργάτριες στη βιομηχανία, δασκάλες στα σχολεία, ελεύθερες επαγγελματίες στις πόλεις. Η κλωστοϋφαντουργία και η καπνοβιομηχανία συγκεντρώνουν τα υψηλότερα ποσοστά των εργατριών άνω των 18 χρόνων ενώ υψηλό ποσοστό ανήλικων εργατριών απασχολείται στον τομέα του ενδύματος, σε μικρά σχετικά εργαστήρια ραπτικής στα αστικά κέντρα. Η χαρτοβιομηχανία είναι ο επόμενος τομέας που συγκεντρώνει επίσης ανήλικο αλλά και ενήλικο γυναικείο εργατικό δυναμικό. Οι γυναίκες συχνά εργάζονται στα εργοστάσια αυτά με τα ανήλικα παιδιά, για να προσθέσουν έσοδα στο οικογενειακό εισόδημα. Οι συνθήκες εργασίας είναι εκεί άθλιες και η προστασία τους μηδαμινή. Τα γυναικεία μεροκάματα θεωρούνται συμπληρωματικά του οικογενειακού εισοδήματος, που στηρίζεται στην αμοιβή των ανδρών.»