1946
Μούμιν, Κομήτης στην κοιλάδα
Μούμιν, Κομήτης στην κοιλάδα
Τούβε Γιάνσσον 1914-2001
Η Φιλανδή συγγραφέας Τούβε Γιάνσσον δημοσιεύει το βιβλίο της Μούμιν, Κομήτης στην κοιλάδα, και μας γνωρίζει τον κόσμο των Μούμιν που ζει σε μια κοιλάδα μαζί με μια σειρά απίθανων πλασμάτων με μεγάλες μουσούδες, απαλά σαν μετάξι, και γενναία! Η Γιάνσσον μας αφηγείται τις ιστορίες τους, ιστορίες αστείες, θλιβερές, συναρπαστικές, ιστορίες που σε κάνουν όμως και να σκεφτείς.
Διαβάστε σχετικά:
Πρόλογος
Ένα γκρίζο πρωί χιόνι άρχισε να πέφτει στην Κοιλάδα των Μούμιν.
Έπεφτε απαλά και αθόρυβα. Σε λίγες ώρες όλα έγιναν κάτασπρα.
Ο Μούμιν στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας και κοίταζε την Κοιλάδα, που φώλιαζε κάτω από το άσπρο της πάπλωμα. “Απόψε”, σκέφτηκε, “θα φωλιάσουμε κι εμείς κάτω από τα δικά μας σκεπάσματα για τον μακρύ ύπνο του χειμώνα”. (Όλα τα Μούμιν πέφτουν σε χειμέρια νάρκη το Νοέμβριο. Η χειμέρια νάρκη είναι πολύ καλή ιδέα, αν δεν σ’ αρέσει το κρύο και το σκοτάδι του χειμώνα). Ο Μούμιν έκλεισε την πόρτα και έτρεξε στη Μαμά του.
“Χιονίζει!” της είπε.
“Το ξέρω”, απάντησε η Μαμά Μούμιν. “Έχω στρώσει κιόλας τα κρεβάτια σας με τα πιο ζεστά παπλώματα. Θα κοιμηθείς στη μικρή σοφίτα, μαζί με τον Σνίφιν”.
“Αχ, όχι! Ο Σνίφιν ροχαλίζει”, γκρίνιαξε ο Μούμιν. “Δεν γίνεται να κοιμηθώ με τον Σνούφκιν;”
“Όπως θέλεις, καρδούλα μου”, είπε η Μαμά Μούμιν. “Ας κοιμηθεί ο Σνίφιν στο δωμάτιο με το ανατολικό παράθυρο”.
Κι έτσι η οικογένεια Μούμιν, οι φίλοι τους και όλοι οι γνωστοί τους άρχισαν να ετοιμάζονται για τον μακρύ χειμώνα με επισημότητα μεγάλη. Η Μαμά Μούμιν έστρωσε το τραπέζι στη βεράντα, αλλά δεν σέρβιρε παρά μόνο πευκοβελόνες (διότι όποιος θέλει να κοιμηθεί καλά και ήρεμα όλο το χειμώνα, πρέπει να ‘χει την κοιλιά του γεμάτη πευκοβελόνες). Όταν τέλειωσαν το φαγητό (το οποίο, πολύ φοβάμαι, δεν ήταν και τρομερά νόστιμο), καληνύχτισαν ο ένας τον άλλον λίγο πιο προσεχτικά απ’ ο τι το έκαναν συνήθως. Και η Μαμά Μούμιν τους θύμισε να πλύνουν τα δόντια τους.
Μετά ο Μπαμπάς Μούμιν έκανε το γύρο του σπιτιού κι έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Κρέμασε επίσης και μια κουνουπιέρα πάνω από το κηροπήγιο, για να μη σκονιστεί.
Ύστερα πλάγιασαν όλοι στα κρεβάτια τους και βολεύτηκαν και χουχουλιάστηκαν, σκεπάστηκαν ως τ’ αυτιά κι άρχισαν να σκέφτονται κάτι όμορφο. Ο Μούμιν, όμως, αναστέναξε και είπε:
“Είναι κρίμα που θ’ αφήσουμε τόσον πολύ καιρό να πάει χαμένος”.
“Μη στενοχωριέσαι”, του απάντησε ο Σνούφκιν. “Θα δούμε υπέροχα όνειρα. Κι όταν θα ξυπνήσουμε, θα είναι άνοιξη”.
“Μμμ-μ”, μουρμούρισε νυσταγμένα ο Μούμιν. Γιατί είχε βουλιάξει κιόλας στην ομίχλη του κόσμου των ονείρων.
Έξω το χιόνι έπεφτε, πυκνό κι απαλό. Είχε σκεπάσει κιόλας τα σκαλιά και κρεμόταν βαρύ στις στέγες και στα κεραμίδια. Το σπίτι των Μούμιν δεν θ’ αργούσε να μεταμορφωθεί σε μια μεγάλη ολοστρόγγυλη μπάλα. Ένα-ένα σταμάτησαν τα ρολόγια να χτυπούν. Είχε έρθει ο Χειμώνας.
Διαβάστε επίσης:
Κεφάλαιο 1
Που μιλάει για μια βαρκούλα κι ένα ηφαίστειο
Η Μαμά Μούμιν καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της, στη λιακάδα, και σκάρωνε μια μικρή βαρκούλα από φλούδα δέντρου.
«Ένα μεγάλο πανί στο μεσιανό κατάρτι…. ένα μικρότερο πιο μπροστά… και μερικά ακόμα τρίγωνα πανάκια στο πίσω μέρος…. Αν θυμάμαι καλά», είπε με το νου της.
Το πηδάλιο την είχε δυσκολέψει, έτσι μικρούλι που ήταν. Και το αμπάρι την είχε δυσκολέψει ακόμα περισσότερο. Η Μαμά Μούμιν είχε κόψει ένα μικροσκοπικό κομμάτι φλούδα, για να το κλείσει. Κι όταν το ακούμπησε πάνω στο άνοιγμα, αυτό ήρθε και ταίριαξε τέλεια.
«Για καλό και για κακό. Μπορεί να ξεσπάσει μπουρίνι», είπε αναστενάζοντας ευχαριστημένη.
Στο σκαλί δίπλα της καθόταν ανακούρκουδα η Κόρη της Μύμλιν και την κοίταζε. Το κορίτσι είδε τη Μαμά Μούμιν να στερεώνει στη συνέχεια τα σκοινιά με πινέζες - η κάθε μια τους είχε άλλο χρώμα κεφαλάκι. Τα κατάρτια ήταν ήδη μπογιατισμένα κατακόκκινα.
«Για ποιον το φτιάχνεις;» ρώτησε σκεφτική η Κόρη της Μύμλιν.
«Για τον Μούμιν», απάντησε η Μαμά Μούμιν κι έψαξε στο καλάθι της να βρει κορδόνι για να φτιάξει το σκοινί της άγκυρας.
«Εεεε! Τι σπρώχνεις;» ακούστηκε μια φωνούλα μέσα από το καλάθι.
«Θεέ μου!»μουρμούρισε η Μαμά Μούμιν. «Η αδερφή σου πάλι χώθηκε στο καλάθι μου! Κάποια μέρα θα καρφωθεί στις καρφίτσες και στα βελόνια εκεί μέσα!»
«Μύ!» έβαλε αυστηρά τις φωνές η Κόρη της Μύμλιν, προσπαθώντας να ξεμπλέξει την αδερφή της από μια κουβαρίστρα. «Βγες αμέσως έξω!»
Μα η Μικρή Μύ κατάφερε να τρυπώσει ακόμα πιο βαθιά στο καλάθι με τα ραφτικά της Μαμάς Μούμιν και χάθηκε τελείως από τα μάτια τους.
«Μεγάλος μπελάς, έτσι μικρούλα που μας βγήκε», γκρίνιαξε η Κόρη της Μύμλιν. «Όλο τη χάνω. Μήπως μπορείς να της φτιάξεις κι εκείνης ένα τέτοιο βαρκάκι; Θα την έβαζα να κάνει βόλτες μέσα στο βαρέλι με το νερό - κι έτσι θα ήξερα πάντα πού είναι».
Η Μαμά Μούμιν γέλασε κι έψαξε στο σακούλι της δεύτερο κομμάτι φλούδα.
«Λες να χωράει σε μια τόσο μικρή βαρκούλα;» ρώτησε.
«Σίγουρα», απάντησε η Κόρη της Μύμλιν. «Αλλά θα πρέπει να της φτιάξεις κι ένα μικρό σωσίβιο».
«Μήπως θα μπορούσα να κόψω λίγη κλωστή από την κουβαρίστρα σου;» τσίριξε η Μικρή Μύ μέσα από το καλάθι.
«Και βέβαια», απάντησε η Μαμά Μούμιν. Θαύμαζε το βαρκάκι της κι αναρωτιόταν μήπως είχε ξεχάσει τίποτα. Κι εκεί που καθόταν και το κρατούσε στα χέρια της… ένα μεγάλο κομμάτι στάχτη, νιφάδα ολόκληρη, ήρθε κι έπεσε καταμεσίς στο κατάστρωμα.
«Ουφ», είπε η Μαμά Μούμιν και το φύσηξε να φύγει. Την ίδια στιγμή μια δεύτερη νιφάδα από μαύρη στάχτη ήρθε και προσγειώθηκε στη μύτη της. Ξάφνου ο αέρας γέμισε καπνιά και στάχτες.
Η Μαμά Μούμιν σηκώθηκε αναστενάζοντας. «Αμάν πια μ’ αυτό το ηφαίστειο», είπε.
«Ηφαίστειο;» ρώτησε η Μικρή Μύ και τέντωσε το κεφάλι της όλο περιέργεια έξω από το καλάθι. «Ποιο ηφαίστειο;»
«Να, ένα βουνό εδώ κοντά. Που ξαφνικά άρχισε να βγάζει φωτιές και καπνούς πάνω από την κοιλάδα μας», εξήγησε η Μαμά Μούμιν. «Και στάχτες. Από τότε που παντρεύτηκα μέχρι τώρα ήταν πάντα ήσυχο. Κοιμόταν. Και να, μετά από τόσα χρόνια, πάνω που τελείωσα τη μπουγάδα μου, αυτό αρχίζει και φταρνίζεται. Και μου λερώνει τα ρούχα που είχα κρεμάσει να στεγνώσουν».
«Γιούπι! Θα καούμε όλοι!» φώναξε ενθουσιασμένη η Μικρή Μύ. «Θα καούν τα σπίτια μας και τα περιβόλια μας και τα παιχνίδια μας! Θα καούν οι αδερφούλες μας, θα καούν και τα παιχνίδια τους!»
«Λες κουταμάρες!» είπε χαμογελώντας η Μαμά Μούμιν κι έδιωξε ένα μικρό κομματάκι στάχτης, που είχε σταθεί στο μάγουλό της.
Κι ύστερα έφυγε να ψάξει τον Μούμιν.
Στην κατηφοριά, λίγο πιο δεξιά από το δέντρο όπου είχε κρεμασμένη την αιώρα του ο Μπαμπάς Μούμιν, υπήρχε μια λιμνούλα. Τα νερά της ήταν καθαρά αλλά μαύρα. Η Κόρη της Μύμλιν επέμενε, βέβαια, πως τα νερά δεν ήταν μαύρα• έμοιαζαν μαύρα, έλεγε, επειδή ήταν πολύ βαθιά. Έλεγε πως η λίμνη στη μέση της δεν είχε πάτο. Μπορεί και να ‘χε δίκιο. Στις όχθες τριγύρω φύτρωναν νούφαρα με πλατιά μεγάλα φύλλα, όπου κάθονταν και ξεκουράζονταν σκαθάρια και λιβελούλες. Κάτω από την επιφάνεια οι αραχνούλες του νερού κολυμπούσαν αργά, με ύφος σπουδαίο. Πιο κάτω γυάλιζαν σαν χρυσά τα μάτια της Βατραχίνας. Αν ήσουν τυχερός, μπορεί και να ‘βλεπες με την άκρη του ματιού σου και τους μυστηριώδεις συγγενείς της, που κατοικούσαν βαθιά στις λάσπες.
Ο Μούμιν ήταν στη συνηθισμένη του κρυψώνα (ή σε μια από τις συνηθισμένες του κρυψώνες): κουλουριασμένος στα κιτρινοπράσινα βρύα, καθισμένος βολικά πάνω στην ουρίτσα του.
Κοίταζε σοβαρός κι ευχαριστημένος το νερό, ακούγοντας τα φύλλα που θρόιζαν και τις μέλισσες που βούιζαν γύρω του.
«Για μένα θα είναι», σκεφτόταν. «Σίγουρα για μένα. Το πρώτο βαρκάκι από φλούδα το φτιάχνει κάθε καλοκαίρι για όποιον αγαπάει περισσότερο. Μετά φτιάχνει κι άλλα, γιατί δεν της αρέσει να στενοχωριέται κανείς. Αν αυτό το αραχνάκι πάει δεξιά, το βαρκάκι δεν θα ‘χει σχεδία να σέρνεται πίσω του. Αν πάει αριστερά, θα ‘χει φτιάξει μια σχεδία τόσο μικρή, που δεν θα μπορείς ούτε στο χέρι σου να την κρατήσεις».
Το αραχνάκι σύρθηκε αργά-αργά προς τ’ αριστερά -και τα μάτια του Μούμιν γέμισαν δάκρυα.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα σούρσιμο στα χόρτα και ο Μούμιν είδε το κεφάλι της μαμάς του να ξεπροβάλει.
«Γειά σου», του είπε. «Έχω κάτι για σένα».
Και σκύβοντας ακούμπησε τη βάρκα της στο νερό και την έσπρωξε μαλακά με προσοχή, να ξεκινήσει. Η βάρκα στάθηκε όμορφα πάνω ακριβώς από το καθρέφτισμά της κι έπειτα γλίστρησε αργά ξεμακραίνοντας από την όχθη, σαν να την κουμαντάριζαν γέροι κι έμπειροι ναυτικοί.
Ο Μούμιν είδε με την πρώτη ματιά πως η μαμά του είχε ξεχάσει να φτιάξει σχεδία.
Έτριψε τη μύτη του στη δική της (που είναι κάπως σαν να ακουμπάς το πρόσωπό σου σε βελούδινο πανί) και είπε: «Είναι η ωραιότερη βαρκούλα που έχεις φτιάξει ποτέ».
Έμειναν έτσι, δίπλα-δίπλα στα βρύα, και την κοίταζαν να πλέει στη λιμνούλα, ώσπου έφτασε στην αντικρινή όχθη και σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μεγάλο νούφαρο.
Πίσω στο σπίτι η Κόρη της Μύμλιν φώναζε την μικρή της αδερφή: «Μύ! Μύ! Πού πήγες πάλι, παλιοκόριτσο; Έλα γρήγορα εδώ, που σε θέλω να σου τραβήξω το μαλλί!»
«Κάπου κρύφτηκε», είπε ο Μούμιν. «Θυμάσαι, μαμά, τότε που τη βρήκαμε μέσα στην τσάντα σου;»
Η Μαμά Μούμιν κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Σκύβοντας ακούμπησε τη μύτη της στο νερό και κοίταξε το βυθό.
«Κάτι γυαλίζει όμορφα εκεί κάτω», είπε.
«Είναι το χρυσό σου το βραχιόλι», είπε ο Μούμιν. «Και το κολιέ της δεσποινίδας Σνόρκιν. Καλή ιδέα, ε;»
«Σπουδαία ιδέα», συμφώνησε η μαμά του. «Στο εξής εκεί θα τα βάζουμε τα κοσμήματά μας. Δείχνουν πολύ πιο όμορφα μέσα στο μαύρο νερό της λιμνούλας».
Άκουσε ένα απόσπασμα από το βιβλίο των Μούμιν, Το θαλασσινό ταξίδι.
http://www.bookbook.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%B...
Τούβε Γιάνσσον, Το καπέλο του μάγου Μουμέρλιν, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Πατάκης, 2013, σελ. 23 - 25
&
Τούβε Γιάνσσον, Μούμιν, καλοκαιρινή μπόρα, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, Πατάκης, 2013, 25 - 30