1944
Πίπη Φακιδομύτη
Πίπη Φακιδομύτη
Άστριντ Λίντγκρεν 1907-2002
Η Άστριντ Λίντγκρεν παρουσιάζει στα παιδιά την Πίπη Φακιδομύτη, το πιο δυνατό, το πιο όμορφο και το πιο πλούσιο κορίτσι του κόσμου, που κάνει την είσοδό της στη λογοτεχνία, χαρίζοντάς τους ανεμελιά και ελευθερία ως αντίδοτο στην καταπίεση και το φόβο του πολέμου.
Διαβάστε σχετικά:
Την όμορφη εκείνη καλοκαιριάτικη μέρα, που η Πίπη πρωτοπάτησε το κατώφλι της Βιλεκούλα, ο Τόμι και η Ανίκα έλειπαν. Είχαν πάει να περάσουν μια βδομάδα στη γιαγιά τους κι έτσι δεν είχαν ιδέα πως κάποιος μετακόμισε στο διπλανό τους σπίτι. Το άλλο πρωινό, μετά το γυρισμό τους, στέκονταν στην αυλόπορτα και χάζευαν το δρόμο. Κι ακόμη, δεν είχαν ψυλλιαστεί πως μια καινούργια φίλη βρισκόταν τόσο κοντά. Καθώς στέκονταν λοιπόν κι αναρωτιόνταν με τι τάχατες να καταπιαστούν, κι αν υπήρχε άραγε περίπτωση να συμβεί κάτι ιδιαίτερο εκείνη τη μέρα ή αν θα ’ταν κι αυτή μια απ’ τις βαρετές εκείνες μέρες, που δεν μπορείς να σκαρφιστείς τίποτα το ενδιαφέρον – εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή – η πόρτα της Βιλεκούλα άνοιξε κι ένα μικρό κορίτσι έκανε την εμφάνισή του.
Ήταν το πιο παράξενο παιδί που ’χαν δει ποτέ τους. Ήταν η Πίπη Φακιδομύτη, έτοιμη για τον πρωινό της περίπατο. Να τι είδαν τα μάτια τους: τα μαλλιά της είχαν ακριβώς το ίδιο χρώμα με τα καρότα, σφιχτοπλεγμένα σε δυο αλύγιστα κοτσιδάκια, που πετάγονταν όρθια πάνω από τ’ αυτιά της. Η μύτη της είχε το σχήμα μιας πολύ μικρής πατάτας κι ήταν γεμάτη φακίδες. Κάτω απ’ τη μύτη βρισκόταν ένα πραγματικά πολύ μεγάλο στόμα, με κάτασπρα δόντια όλο υγεία. Το φόρεμά της ήταν πολύ παράξενο. Η Πίπη το ’χε φτιάξει μονάχη της. Υποτίθεται ότι έπρεπε να ’ναι μπλε, αλλά, επειδή δεν είχε αρκετό ύφασμα όταν το ’ραβε, η Πίπη είχε αποφασίσει να του προσθέσει εδώ κι εκεί μικρά κόκκινα μπαλώματα. Στα θεόψηλα καλαμένια πόδια της φορούσε μακριές κάλτσες, τη μια καφέ και την άλλη μαύρη. Κι είχε ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια, ακριβώς διπλάσια απ’ το νούμερό της. Τα ’χε αγοράσει ο πατέρας της στη Νότια Αμερική, για να μην τη στενεύουν καθώς το πόδι της θα μεγάλωνε, κι η Πίπη δε θέλησε ποτέ να τ’ αποχωριστεί. Εκείνο που ’κανε τον Τόμι και την Ανίκα να γουρλώσουν τα μάτια τους, ήταν το πιθηκάκι που καθόταν στον ώμο του απίθανου κοριτσιού. Ήταν μια σταλιά, με μια πολύ μακριά ουρά, ντυμένο με μπλε παντελόνι, κίτρινο σακάκι κι ένα λευκό ψάθινο καπέλο.
Άστριντ Λίντγκρεν, Πίπη Φακιδομύτη, μτφ. Ντίνα Καμπά-Κούτρα, εικ. Ίνγκριντ Βανγκ-Νίμαν, Ψυχογιός, 2001, σελ. 18