Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
συνέβη στον κόσμο

1936

Η δικτακτορία του Μεταξά

  • Το περιοδικό της οργάνωσης ΕΟΝ
  • EON

Στις 4 Αυγούστου ο Ιωάννης Μεταξάς καταλύει τους δημοκρατικούς θεσμούς και επιβάλει δικτατορία. Στα πρότυπα του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία, ιδρύεται μια οργάνωση για τα παιδιά και τους νέους που έχει στρατιωτικό χαρακτήρα και ονομάζεται Εθνική Οργάνωση Νέων (Ε.Ο.Ν). Τα μέλη φορούσαν σκούρες μπλε στολές, χαιρετούσαν στρατιωτικά με την παλάμη ανοιχτή και το χέρι προτεταμένο, όπως στο φασιστικό χαιρετισμό. Ο σκοπός αυτής της οργάνωσης ήταν να μετατρέψει τα παιδιά και τους νέους σε ένθερμους υποστηρικτές του δικτατορικού καθεστώτος.

Διαβάστε σχετικά:
Το καπλάνι της βιτρίνας

Τον Αύγουστο, το καταμεσήμερο, τα τζιτζίκια χαλάνε τον κόσμο στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς κάθε φορά που έρχεται στο Λαμαγάρι νευριάζει, που δεν τον αφήνουνε να κοιμηθεί το μεσημέρι. Εμείς, όμως, δεν μπορούμε να φανταστούμε Λαμαγάρι χωρίς τζιτζίκια. Είχαμε ξαπλώσει πάνω σε μια παλιά κουβέρτα, κάτω από ένα πεύκο, και τ’ ακούγαμε. Έπιασα ένα, το ‘κλεισα στη φούχτα μου και κείνο τρελάθηκε στο τζιτζίκισμα.
-Έγινε δικτατορία, του μουρμούρισα και τ’ άφησα να πετάξει να το πει σ’ όλα τα τζιτζίκια.
-Άραγε τι θα γίνει τώρα, που έχουμε δικτατορία; ρωτάει η Μυρτώ.
-Ο Νίκος είπε πως όλα τώρα θ’ αλλάξουνε, της λέω.
Στο σπίτι μας αλλάξανε κιόλας σχεδόν όλα, από την ώρα που έφερε το νέο ο κυρ Αντώνης. Πρώτα απ’ όλα μας αφήσανε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Φάγαμε με άπλυτα χέρια, κανείς δε μας έστειλε να κοιμηθούμε για μεσημέρι κι ούτε, όταν μας είδανε να τραβούμε την παλιά κουβέρτα και να βγαίνουμε από το σπίτι, μας μιλήσανε. Άλλαξε κι ο παππούς, που πρώτη φορά στη ζωή μας τον ακούσαμε να μιλάει άσχημα και σε ποιον; Στη θεία Δέσποινα!
-Για να κάνει ο βασιλιάς δικτατορία, θα πει πως έτσι έπρεπε, είπε η θεία Δέσποινα.
-Λες ανοησίες και καλά θα κάνεις να μη μιλάς για τέτοια πράγματα! θύμωσε ο παππούς.
Η θεία Δέσποινα πάτησε τα κλάματα και, δεν ξέρω γιατί, τα ‘βαλε με τον Νίκο.
-Λες, τώρα που έγινε δικτατορία, ν’ αφήσουνε εμάς τα παιδιά να κάνουμε ό,τι θέλουμε; ρωτάει η Μυρτώ.
-Δοκιμάζουμε; της λέω. Πάμε να βρούμε τα παιδιά κι ας είναι ντάλα μεσημέρι και ώρα “ανάπαυσης”, που λέει κι η θεία Δέσποινα;
Δεν προλάβαμε να ξεκινήσουμε και ήρθε ο Νίκος κοντά μας. Ήτανε λυπημένος, πολύ λυπημένος, και τα σμιχτά φρύδια του είχανε τόσο σουρώσει, που φαίνονταν σαν μια μαύρη πυκνή γραμμή στο πρόσωπό του.
-Κοριτσάκια, λέει εκείνος, είστε πολύ μικρά για να καταλάβετε, μα τη σημερινή μέρα θα τη θυμάται για πάντα η Ελλάδα και θα κλαίει. Πόσες του μήνα έχουμε σήμερα;
- 4 Αυγούστου 1936, απάντησε η Μυρτώ.
- Ύστερα, ο Νίκος έφυγε για τη χώρα, μα δεν μπορούσαμε πια να του κάνουμε αστεία και να τον ρωτήσουμε αν πάει ν’ αποχαιρετίσει την αρραβωνιαστικιά του.

Τ’ απόγευμα ήρθανε ο μπαμπάς κι η μαμά στο Λαμαγάρι. Ο μπαμπάς μας έδωσε… εκατό εντολές, που βέβαια ήταν αδύνατο να τις θυμηθούμε όλες. “Να προσέχουνε, να μη μιλάμε. Να μη λέμε ποτέ τη λέξη δημοκρατία. Να μην κάνουμε μεγαλίστικες συζητήσεις” κι ένα σωρό άλλα ΜΗ. Γιατί, αλλιώς, μπορεί να χάσει τη θέση του στην Τράπεζα και τότε θα μένουμε κι εμείς σε κανένα τσαρδάκι χειμώνα καλοκαίρι.
- Τι καλά να την έχανε, λοιπόν, τη θέση του! συλλογιστήκαμε με τη Μυρτώ. Και να μέναμε με τα παιδιά στο Λαμαγάρι.
Ύστερα, όμως, θυμηθήκαμε το σχολείο και είπαμε να κάνουμε ό,τι μας λένε, για να μη χάσει ο μπαμπάς τη δουλειά του.
Ο μπαμπάς έφερε εφημερίδες. Είχανε κάτι μεγάλες φωτογραφίες ενός χοντρού με γυαλιά κι ο μπαμπάς είπε πως αυτός είναι ο δικτάτοράς μας.
- Ίδιος βάθρακας! μουρμούρισε η Σταματίνα.
Ο μπαμπάς της έριξε μια τέτοια ματιά που εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο.
Η μαμά, δεν ξέρω γιατί, όλη ώρα μας φιλούσε και τα μάτια της τρέχανε δάκρυα. Παράξενο πράγμα αλήθεια η δικτατορία.