1934
Μαίρη Πόππινς
Μαίρη Πόππινς
Πάμελα Τράβερς 1899-1996
Η Πάμελα Τράβερς προσγειώνει την ηρωίδα της Μαίρη Πόππινς στο σπίτι των Μπάνκς μια μέρα που ο άνεμος έρχεται από τα ανατολικά. Προσγειώνεται στην πόρτα τους με την ομπρέλα της και ζητάει τη θέση που προσφέρει η οικογένεια για γκουβερνάντα των δυο μικρών παιδιών της Τζέιν και Μάικλ. Η Μαίρη Πόππινς με τις μυστικές της δυνάμεις θα καταφέρει να αλλάξει την καθημερινότητα των παιδιών προσφέροντάς τους αναπάντεχες περιπέτειες. Η Μαίρη Πόππινς έγινε πασίγνωστη από τη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο από τον Γουόλτ Ντίσνευ.
Δείτε σχετικά:
https://www.youtube.com/watch?v=Rg6vc66foXE
Διαβάστε σχετικά:
Από το πρώτο κεφάλαιο: Ανατολικός Άνεμος, σελ. 15 κε.
Μετά το βραδυνό, η Τζέην κι ο Μάικλ κάθισαν στο παράθυρο περιμένοντας τον κύριο Μπανκς να γυρίσει στο πίτι κι άκουγαν τον Ανατολικό Άνεμνο να φυσά ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά των κερασιών του δρόμου. Τα δέντρα που στρέφονταν και λύγιζαν στο μισόφωτο έμοιαζαν σα να είχαν τρελαθεί και να χοροπηδούσαν για να βγάλουν τις ρίζες τους απ’ το χώμα.
“Νάτος!” είπε ο Μάικλ δείχνοντας ξαφνικά μια μορφή που έπεσε με φόρα στην καγκελόπορτα. Η Τζέην κοίταξε ερευνητικά στο σκοτάδι που πύκνωνε.
“Δεν είναι ο μπαμπάς”, είπε. “Είναι κάποιος άλλος”.
Τότε η μορφή, αναστατωμένη και διπλωμένη στα δύο απ’ τον αέρα, σήκωσε το μάνταλο της καγκελόπορτας και μπόρεσαν να δουν οτι ανήκε σε μια γυναίκα που με το ένα χέρι κρατούσε το καπέλο της και στο άλλο κουβαλούσε μια τσάντα. Κι όπως κοιτούσαν η Τζέην κι ο Μάικλ, είδαν ένα παράξενο πράγμα. Μόλις η μορφή πέρασε την καγκελόπορτα, ήταν σα να τη σήκωσε ο άνεμος στον αέρα και να την έφερε στο σπίτι. λες και την είχε πρώτα σηκώσει μέχρι την καγκελόπορτα, την περίμενε να την ανοίξει, και μετά τη σήκωσε και την έφερε, με την τσάντα κι όλα τα υπόλοιπα, στην εξώπορτα. Τα παιδιά, που κοίταζαν, άκουσαν ένα τρομερό μπουμ και καθώς η μορφή προσγειώθηκε, τραντάχτηκε ολόκληρο το σπίτι.
“Τι αστείο! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα”, είπε ο Μάικλ ανοίγοντας έκπληκτος τα μάτια του.
“Πάμε να δούμε ποιος είναι!” είπε η Τζέην και πιάνοντας τον Μάικλ απ’ το μπράτσο, τον τράβηξε απ’ το παράθυρο, μέσα στο Δωμάτιο των Παιδιών, κι από εκεί έξω ως το κεφαλόσκαλο απ’ όπου είχαν πολύ καλή θέα για οτιδήποτε συνέβαινε στο μπροστινό χωλ.
Είδαν τη μητέρα τους να βγαίνει από το σαλόνι και μια επισκέπτρια να την ακολουθεί. Η Τζέην και ο Μάικλ μπόρεσαν να δουν οτι η νεοφερμένη είχε γυαλιστερά μαύρα μαλλιά. “Μοιάζει με ξύλινη ολανδέζικη κούκλα”, ψιθύρισε η Τζέην. Κι οτι ήταν αδύνατη, με μεγάλα χέρια και πόδια, και μικρά, μάλλον διαπεραστικά μπλε μάτια.
“Θα δείτε πως είναι πολύ καλά παιδιά”, έλεγε η κυρία Μπανκς.
Ο αγκώνας του Μάικλ έδωσε μια δυνατή σκουντιά στα πλευρά της Τζέην.
“Κι οτι δε δημιουργούν κανένα πρόβλημα”, συνέχισε διστακτικά η κυρία Μπανκς, σα να μην πίστευε ούτε η ίδια αυτά που έλεγε. Άκουσαν την επισκέπτρια να ρουθουνίζει σα να μη τα πίστευε ούτε εκείνη.
“Τώρα, όσο για τις συστατικές επιστολές…”, συνέχισε η κυρία Μπανκς.
“Ω, έχω κανόνα να μη δίνω ποτέ συστατικές επιστολές”, είπε η άλλη κατηγορηματικά. Η κυρία Μπανκς την κοίταξε παραξενεμένη.
“Μα, πίστευα οτι συνηθίζεται”, είπε. “Θέλω να πω… Νομίζω πως έτσι γίνεται πάντα”.
“Μια πολύ ξεπερασμένη αντίληψη, κατ’ εμέ”, άκουσαν η Τζέην κι ο Μάικλ να λέει η αυστηρή φωνή. “Πολύ παλιομοδίτικη. Τελείως εκτός εποχής, θα μπορούσατε να πείτε”.
Τώρα, αν υπήρχε ένα πράγμα που δεν άρεσε στην κυρία Μπανκς, ήταν να τη θεωρούν παλιομοδίτικη. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Έτσι είπε βιαστικά:
“Τότε, πολύ καλά. Δεν θα ασχοληθούμε με αυτές. Ρώτησα απλώς, για την περίπτωση που εσείς ε… θα το ζητούσατε. Το Δωμάτιο των Παιδιών είναι επάνω”. Και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα, συνεχίζοντας να μιλά, χωρίς να σταματήσει λεπτό. Κι έτσι η κυρία Μπανκς δεν πήρε είδηση τι συνέβαινε πίσω της, αλλά η Τζέην και ο Μάικλ, που κοίταζαν από το κεφαλόσκαλο, είχαν εξαιρετική εικόνα του εκπληκτικού πράγματος που έκανε τώρα η επισκέπτρια.
Βεβαίως κι ακολούθησε την κυρία Μπανκς επάνω, αλλά όχι με τον συνηθισμένο τρόπο. Κρατώντας τη μεγάλη της τσάντα στα χέρια γλύστρησε με χάρη προς τα επάνω στην κουπαστή της σκάλας κι έφτασε στο κεφαλόσκαλο την ίδια στιγμή με την κυρία Μπανκς. Τέτοιο πράγμα η Τζέην κι ο Μάικλ ήξεραν πως δεν είχε ξαναγίνει ποτέ. Προς τα κάτω, φυσικά, το έκαναν κι οι ίδιοι συχνά. Αλλά προς τα πάνω, ποτέ! Κοίταξαν με περιέργεια την παράξενη επισκέπτρια.
“Λοιπόν, όλα ρυθμίστηκαν”. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε απ’ τη Μητέρα των παιδιών.
“Βεβαίως. Με την προϋπόθεση οτι είμαι εγώ ικανοποιημένη”, είπε η άλλη σκουπίζοντας τη μύτη της με ένα μεγάλο κόκκινο και άσπρο βαμβακερό μαντήλι.
“Παιδιά!” είπε η κυρία Μπανκς προσέχοντάς τους ξαφνικά, “τι κάνετε εδώ; Αυτή είναι η καινούργια σας νταντά, η Μαίρη Πόππινς. Τζέην, Μάικλ, πείτε >τι κάνετε
Η Μαίρη Πόππινς τους ατένισε σταθερά, κοιτάζοντας απ’ τον ένα στον άλλο σαν να προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν της άρεσαν ή όχι.
“Σας κάνουμε;” είπε ο Μάικλ.
“Μάικλ, μην είσαι αυθάδης”, είπε η Μητέρα του.
Η Μαίρη Πόππινς εξακολούθησε να κοιτάζει ερευνητικά τα τέσσερα παιδιά. Έπειτα, αφήνοντας ένα μακρύ δυνατό ρουθούνισμα που έμοιαζε να δείχνει οτι είχε πάρει την απόφασή της, είπε:
“Θα δεχτώ τη θέση”.
…….
Όταν η μητέρα τους έφυγε, η Τζέην κι ο Μάικλ πλησίασαν τη Μαίρη Πόππινς που στεκόταν ακίνητη σαν κολώνα με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος.
“Πώς ήρθατε;” ρώτησε η Τζέην. “Φάνηκε σα να σας έφερε ο άνεμος”.
“Με έφερε”, είπε κοφτά η Μαίρη Πόππινς. Κι άρχισε να ξετυλίγει το κασκόλ από τον λαιμό της και να βγάζει το καπέλο της το οποίο κρέμασε σε έναν απο τους στύλους του κρεβατιού.
Καθώς ήταν φανερό οτι η Μαίρη Πόππινς δε θα έλεγε τίποτε περισσότερο - παρότι ρουθούνιζε αρκετά- σιώπησε κι η Τζέην. Όταν όμως έσκυψε για ν’ ανοίξει την τσάντα της, ο Μάικλ δε μπόρεσε να συγκρατηθεί.
“Τι αστεία τσάντα!” είπε τσιμπώντας την με τα δάχτυλά του.
“Χαλί”, είπε η Μαίρη Πόππινς βάζοντας το κλειδί της στην κλειδαριά.
“Για να μεταφέρει κανείς χαλιά, θέλετε να πείτε;”
“Όχι. Φτιαγμένη από χαλί”.
“Ω!” είπε ο Μάικλ. “Κατάλαβα”. Αλλά δεν είχε καλοκαταλάβει.
Η τσάντα ήταν πια ανοιχτή κι η Τζέην κι ο Μάικλ ένιωσαν κάτι παραπάνω από έκπληξη όταν διαπίστωσαν πως ήταν τελείως άδεια.
“Πώς;” είπε η Τζέην. “Μα δεν έχει τίποτε μέσα!”
“Τι εννοείς - τίποτε;” ρώτησε η Μαίρη Πόππινς, ανασηκώνοντας το κορμί της και με ύφος προσβεβλημένο. “Δεν έχει τίποτε μέσα, είπες;”
Και με αυτά τα λόγιοα έβγαλε από την άδεια τσάντα μια κολαρισμένη άσπρη ποδιά και την έδεσε γύρω απ’ τη μέση της. Έπειτα έβγαλε ένα μεγάλο πακέτο σαπούνι μάρκας Σάνλάιτ, μια οδοντόβουρτσα, ένα ματσάκι φουρκέτες, ένα μπουκάλι άρωμα, μια μικρή πτυσσόμενη πολυθρόνα κι ένα κουτί παστίλιες για το λαιμό.
Η Τζέην κι ο Μάικλ κοίταζαν σαστισμένοι.
“Μα το είδα”, ψιθύρισε ο Μάικλ. “Είμαι σίγουρος πως ήταν άδεια”.
“Σσσσ!” είπε η Τζέην.
Μαίρη Πόππινς, Π.Λ. Τράβερς, εκδ. Ποταμός, μτφρσ. Τίνα Πλυτά, 1995