Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1922

Βραβείο Νιούμπερι

Χέντρικ Βαν Λουν

Απονέμεται για πρώτη φορά ένα από τα σημαντικότερα βραβεία για παιδικά βιβλία το βραβείο Νιούμπερι στο βιβλίο του Χέντρικ Βαν Λουν, Η ιστορία της ανθρωπότητας.

Διαβάστε σχετικά:
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ
Οι ελληνικές πόλεις που στην πραγματικότητα είταν κράτη.
Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι αγαπούμε τη λέξη «μεγάλος». Περηφανευόμαστε για το γεγονός πως ανήκομε στη «μεγαλύτερη» χώρα του κόσμου, πως έχομε το «μεγαλύτερο» ναυτικό και πως παράγομε τα «μεγαλύτερα» πορτοκάλια και τις «μεγαλύτερες» πατάτες, και μας αρέσει να ζούμε σε πόλεις με «εκατομμύρια» κατοίκους, και όταν πεθάνομε μας θάβουν στο «μεγαλύτερο νεκροταφείο ολόκληρου του κράτους».
Αν ένας πολίτης της αρχαίας Ελλάδας μπορούσε να μας ακούσει να μιλούμε όπως μιλούμε, δεν θα καταλάβαινε τι νόημα έχουν τα λόγια μας. «Παν μέτρον άριστον» είταν το ιδανικό της ζωής του και ο όγκος δεν του έκανε καμιά εντύπωση. Αυτή η αγάπη του μέτρου δεν είταν μονάχα μια κούφια φράση που να χρησιμοποιούσε σε ειδικές περιπτώσεις• επηρέαζε τη ζωή των Ελλήνων από τη μέρα που γεννιόνταν ως την ώρα του θανάτου. Αποτελούσε μέρος της λογοτεχνίας τους και τους παρορμούσε να χτίζουν ναούς μικρούς αλλά τέλειους. Έβρισκε την εκδήλωση της στις ενδυμασίες που φορούσαν οι άντρες και στα δαχτυλίδια και τα βραχιόλια των γυναικών. Παρακολουθούσε τα πλήθη που πήγαιναν στο θέατρο και τους έκανε ν’ αποδοκιμάζουν ένα θεατρικό έργο που αμάρταινε εναντίον του άκαμπτου νόμου του καλού γούστου ή της λογικής.
Οι Έλληνες απαιτούσαν αυτό το προτέρημα ακόμη και από τους πολιτικούς, και από τους δημοφιλέστερους αθλητές. Όταν ένας περίφημος δρομέας ήρθε στη Σπάρτη και καυχιόταν πως μπορούσε να σταθεί πάνω στο ένα πόδι περισσότερη ώρα από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα, ο λαός των έδιωξε από την πόλη επειδή περηφανευόταν για μια επίδοση που θα μπορούσε να την καταρρίψει η κοινότερη χήνα.
«Όλ’ αυτά είναι πολύ ωραία», θα μου πείτε, «και δεν χωρεί αμφιβολία πως είναι μεγάλη αρετή να φροντίζει κανείς τόσο πολύ για το μέτρο και την τελειότητα, αλλά γιατί οι Έλληνες είταν ο μόνος λαός της αρχαιότητας που είχε αναπτύξει αυτό το προτέρημα;» Για απάντηση, θα σας δείξω πως ζούσαν οι Έλληνες.
Οι λαοί της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας είταν «υπήκοοι» κάποιου μυστηριακού υπέρτατου Άρχοντα που ζούσε πολλά μίλια μακριά μέσα σ’ ένα σκοτεινό παλάτι, και που παρουσιάζοταν πολύ σπάνια στα μάτια του πλήθους. Οι Έλληνες, από την άλλη, είταν «ελεύθεροι πολίτες» που ζούσαν σε εκατό ανεξάρτητες μικρές «πόλεις», που η μεγαλύτερή τους είχε λιγότερους κατοίκους από ένα μεγάλο σημερινό χωριό. Όταν ένας χωρικός που ζούσε στο Ουρ έλεγε πως είναι Βαβυλώνιος, εννοούσε πως είταν ένας από τα εκατομμύρια τους ανθρώπους που είταν υποτελείς στο βασιλέα που τύχαινε νάναι ο κυρίαρχος της δυτικής Ασίας εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν ένας Έλληνας έλεγε με περηφάνια πως είταν Αθηναίος ή Θηβαίος, μιλούσε για μια μικρή πόλη που είταν κατοικία του μαζί και πατρίδα του, και δεν αναγνώριζε άλλον κυρίαρχο από τη θέληση του λαού που εκδηλωνόταν στη συνέλευση της αγοράς. Για τον Έλληνα, πατρίδα του είταν το μέρος, όπου είχε γεννηθεί• εκεί που είχε περάσει τα πρώτα του χρόνια παίζοντας τον κρυφτούλη ανάμεσα στ’ απαγορευμένα για κείνον βράχια της Ακρόπολης• εκεί που μεγάλωσε και ανδρώθηκε μαζί με χίλια άλλα αγόρια και κορίτσια που τα παρατσούκλια τους του είταν οικεία όπως είναι και για σας οικεία τα παρατσούκλια των συμμαθητών σας. Η Πατρίδα του είταν το ιερό έδαφος όπου κείτονταν θαμμένοι ο πατέρας του και η μητέρα του. Είταν το σπιτάκι μέσα στα ψηλά τείχη που περιτριγύριζαν την πόλη, εκεί που η γυναίκα του και τα παιδιά του ζούσαν με ασφάλεια. Είταν ένας κόσμος ολοκληρωμένος που η έκτασή του δεν είταν μεγαλύτερη από τέσσερα ή πέντε στρέμματα βραχιασμένης γης. Δεν βλέπετε πως αυτό το περιβάλλον επηρέαζε τις πράξεις, τα λόγια και τις σκέψεις του ανθρώπου; Οι άνθρωποι της Βαβυλώνας, της Ασσυρίας και της Αιγύπτου αποτελούσαν μέρος ενός πελώριου συρφετού. Χάνοντα μεσ’ στο πλήθος. Ο Έλληνας, από την άλλη, δεν έχανε ποτέ την επαφή του με το περιβάλλον. Δεν έπαυε ποτέ ν’ αποτελεί ένα μέρος μιας μικρής πόλης όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ένιωθε πως οι μορφωμένοι γείτονες του τον παρακολουθούσαν. Ό,τι κι αν έκανε, είτε έγραφε θεατρικά έργα, είτε έφτιανε μαρμάρινα αγάλματα, είτε σύνθετε ποιήματα, είχε πάντα στο νου του πως το έργο του θα κρινότανε από όλους τους ελεύθερους πολίτες της πόλης – πατρίδας του, που ήξεραν από τέτοια πράγματα. Έχοντας αυτή την επίγνωση, είταν υποχρεωμένος να μοχθεί για να φτιάξει κάτι τέλειο, και το τέλειο, όπως είχε διδαχτεί από μικρός, δεν είταν δυνατόν να υπάρξει δίχως το μέτρο.
Σ’ αυτό το τραχύ σχολείο, οι Έλληνες έμαθαν να υπερέχουν σε πολλά. Δημιούργησαν νέες μορφές πολιτεύματος και νέες μορφές λογοτεχνίας και νέα ιδανικά τέχνης, που δεν μπορέσαμε ως τώρα να τα ξεπεράσομε. Αυτά τα θαύματα συντελέστηκαν σε μικρά χωριά που το εμβαδόν τους δεν είταν μεγαλύτερο από τέσσερα ή πέντε οικοδομικά τετράγωνα μιας σημερινής πόλης.
Και δείτε τι έγινε στο τέλος!
Τον τέταρτο αιώνα π.Χ. ο Μακεδόνας Αλέξανδρος κατάκτησε τον κόσμο. Μόλις ξεμπέρδεψε με τους πολέμους, ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση πως έπρεπε να επεκτείνει σ’ όλη την ανθρωπότητα τα αγάθα του ανόθευτου ελληνικού πνεύματος. Το πήρε από τις μικρές πόλεις και τα χωριά και το έκανε ν’ ανθίσει και να καρποφορήσει στα μεγάλα κέντρα της καινουργιοφτιαγμένης αυτοκρατορίας του. Αλλά οι Έλληνες, όταν έφυγαν από τα μέρη τους, έχασαν από τα μάτια τους τους ναούς που τους είταν οικείοι, έχασαν τους θορύβους και τις οσμές που είχαν τα σκολιά δρομάκια τους, και μαζί μ’ αυτά έχασαν με μιας τη χαρούμενη ευθυμία και το θαυμαστό νόημα του μέτρου, αυτά που είχαν εμπνεύσει τα έργα των χεριών τους και της διανόησής τους τον καιρό που μοχθούσαν για να δοξαστούν οι παλιές τους πόλεις – πατρίδες. Έγιναν κακοί τεχνίτες, ικανοποιημένοι με έργα δευτερεύουσας αξίας. Τη μέρα που οι μικρές πόλεις – κράτη της παλιάς Ελλάδας έχασαν την ανεξαρτησία τους και υποχρεώθηκαν να γίνουν μέλη ενός μεγάλου έθνους, το παλιό ελληνικό πνεύμα πέθανε. Και δεν ξαναναστήθηκε από τότε.