Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1920

Η ιστορία του γιατρού Τζων Ντουλίτλ

  • Εικονογράφηση της Νόρας Αρχελάου από την ελληνική έκδοση του βιβλίου, Εστία, χ.χ.

Εκδίδεται η ιστορία του Χιού Λόφτινγκ, Η ιστορία του κυρίου Ντουλίτλ. Πρόκειται για την ιστορία του γιατρού Τζον Ντουλίτλ που προτιμάει να γιατρεύει ζώα από ανθρώπους. Ο παπαγάλος του τον πείθει να γίνει κτηνίατρος και του μαθαίνει πώς να συνεννοείται με τα ζώα στη γλώσσα τους. Η φήμη του μεγαλώνει καθώς το ένα ζώο πληροφορεί το άλλο γι’ αυτόν κτηνίατρο που τα καταλαβαίνει και τα μεταχειρίζεται ανάλογα με τις ανάγκες τους. Οι περιπέτειες του γιατρού τον ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο μέχρι και το φεγγάρι και τα τελευταία χρόνια έγιναν και κινηματογραφική ταινία.

Διαβάστε σχετικά:
Το ίδιο γινότανε μ’ όλα τα ζώα που του ερχόντουσαν. Μόλις βλέπανε πως μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα τους, του λέγανε που πονούσανε και πως αισθανόντουσαν και φυσικά του ήταν εύκολο να τα γιατρέψει.
Τώρα όλα τα ζώα γύριζαν πίσω κι έλεγαν στ’ αδέρφια τους και στους φίλους τους πως στο σπιτάκι με το μεγάλο κήπο καθότανε ένας γιατρός, που ήταν αληθινός γιατρός. Και κάθε φορά που κανένα απ’ αυτά αρρώσταινε - κι όχι μόνον άλογα, αγελάδες και σκυλιά - παρά όλα τα μικρά ζώα του αγρού, αρουραίοι, νυφίτσες, κουνάβια και νυχτερίδες τρέχανε αμέσως στο σπίτι του, στην άκρη της πόλης∙ κι έτσι ο μεγάλος του κήπος ήταν σχεδόν πάντα γιομάτος με ζώα, που προσπαθούσανε να μπουν μέσα για να τον δουν.
Είχαν έρθει τόσο πολλά, που αναγκάστηκε να φτιάξει ειδικές πόρτες για τα διάφορα είδη.
Έγραψε “ΑΛΟΓΑ” πάνω από την κύρια είσοδο, “ΒΟΔΙΑ” πάνω απ’ την πλαϊνή και “ΠΡΟΒΑΤΑ” πάνω απ’ την πόρτα της κουζίνας. Κάθε είδος ζώου είχε και ξεχωριστή πόρτα, ακόμα και τα ποντίκια είχαν ένα μικροσκοπικό τούνελ φτιαγμένο επίτηδες γι’ αυτά μέσα στο κελλάρι, όπου περιμένανε υπομονετικά στη γραμμή το Γιατρό, ώσπου να έρθει η σειρά τους.
Κι έτσι μέσα σε λίγα χρόνια ο Γιατρός Ντουλίτλ έγινε γνωστός στον κόσμο των ζώων σ’ απόσταση πολλών χιλιομέτρων. Και τα πουλιά που πετούσαν το χειμώνα σ’ άλλες χώρες πληροφορούσαν τα ζώα στα ξένα μέρη για το θαυμάσιο γιατρό του Πάντλεμπυ, στον ποταμό Μαρς, που καταλάβαινε τις κουβέντες τους και τα βοηθούσε στα βάσανά τους. Μ’ αυτόν τον τρόπον έγινε ονομαστός στα ζώα όλου του κόσμου, πιο γνωστός ακόμα απ’ ότι ήταν μια φορά στους ανθρώπους της πατρίδας του. Κι ήταν ευτυχισμένος και τ’ άρεσε πολύ η καινούργια του ζωή.
Ένα απόγευμα, καθώς ο Γιατρός ήταν σκυμμένος σ’ ένα απ’ τα βιβλία του, ο Πολυνησίας κάθισε στο παράθυρο - όπως έκανε σχεδόν πάντα - κοιτάζοντας έξω τα φύλλα, που σκορπούσε ο αέρας μέσα στον κήπο. Και ξαφνικά γέλασε δυνατά
-“Τί τρέχει, Πολυνησία;” ρώτησε ο Γιατρός σηκώνοντας σ’ αυτόν τα μάτια απ’ το βιβλίο.
-“Σκεπτόμουνα κάτι”, είπε ο παπαγάλος και εξακολούθησε να κοιτάζει τα φύλλα.
-“Τί σκεπτόσουνα;”
-“Σκεπτόμουνα τους ανθρώπους”, είπε ο Πολυνησίας. “Οι άνθρωποι μ’ αηδιάζουν, νομίζουν πως είναι σπουδαίοι. Ο κόσμος υπάρχει τώρα εδώ και χιλιάδες χρόνια, δεν είναι; Και το μόνο πράμα στη γλώσσα των ζώων που οι άνθρωποι κατάφεραν να καταλάβουν είναι πως όταν ο σκύλος κουνάει την ουρά του, θέλει να πει - είμαι ευτυχισμένος - είναι αστείο, δεν είναι; Είσαι ο πρώτος - πρώτος άνθρωπος που μιλάς σαν εμάς. Ω, καμιά φορά οι άνθρωποι με στενοχωρούν πολύ, παίρνουν τέτοιο ύφος καθώς μιλάνε για τ’ άλαλα ζώα. Άλαλα! Χα, χα, χα! Μα μια φορά γνώρισα κάποιον αμερικάνικο παπαγάλο πούλεγε - καλή μέρα - σ’ εφτά διαφορετικές γλώσσες, χωρίς ν’ ανοίγει ούτε μια φορά το στόμα του. Μιλούσε όλες τις γλώσσες ακόμα και κινέζικα. Τον αγόρασε ένας γέρος καθηγητής με γκρίζο γενάκι. Μα δεν έμεινε κοντά του. Είπε πως ο γέρος δε μιλούσε σωστά κινέζικα και δεν μπορούσε να τον ακούει να διδάσκει τη γλώσσα στραβά. Συχνά αναρωτιέμαι τί ν’ απόγινε. Εκείνο το πουλί ήξερε περισσότερη γεωγραφία απ’ όση όλοι μαζί οι άνθρωποι θα μάθουν ποτέ. Οι άνθρωποι, να σου πετύχει! Φαντάζομαι πως αν μάθουν να πετούν, σαν το πιο κοινό σπουργίτι, δε θ’ ακούσουμε ποτέ τί απογίνανε”.
-“Είσαι ένα σοφό γέρικο πουλί”, είπε ο Γιατρός. “Αλήθεια πόσο χρονών είσαι; Ξέρω πως οι παπαγάλοι κι οι ελέφαντες καμιά φορά ζουν πάρα πολλά χρόνια”.
-“Ποτέ δεν ξέρω καλά τα χρόνια μου”, είπε ο Πολυνησίας. “Είμαι ή εκατόν ογδόντα τριών ή εκατόν ογδόντα δύο. Μα ξέρω πως μόλις εδώ απ’ την Αφρική, ο βασιλιάς Κάρολος Β’ κρυβόταν ακόμα μέσα στη κουφάλα της βαλανιδιάς, τον είδα με τα μάτια μου. Έμοιαζε κατατρομαγμένος”.

Χιού Λόφτινγκ, Η ιστορία του γιατρού Τζων Ντουλίτλ, Εστία, χ.χ. σελ. 16 – 18