1908
Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου
Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου
Εκπαιδευτική μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου από τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Την πρώτη χρονιά (1908-1909) στο Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου λειτούργησε μια μόνο τάξη με 35 μαθήτριες. Την επόμενη είχε δύο τάξεις (Α' και Β') και την τρίτη τρεις. Στο σχολείο δίδαξαν ο ίδιος ο Δελμούζος και περίπου 10 καθηγητές από τους οποίους οι περισσότεροι δίδασκαν και σε άλλα σχολεία της πόλης.
Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διδασκαλίας στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο, που το διαφοροποίησε από την τότε σχολική πραγματικότητα, ήταν η χρήση και η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας. Επίσης το κέντρο του ενδιαφέροντος στο σχολείο αυτό, ήταν οι μαθήτριες και όχι οι δάσκαλοι και πολύ σημαντικός ήταν ο ρόλος, στη διδασκαλία, του διαλόγου ανάμεσα στο δασκάλο και τα παιδιά.
Διαβάστε σχετικά:
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΠΛΟΥΣΙΟΤΑΤΟ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΜΕ ΩΧΡΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Όταν πήγα στο Βόλο, τα βρήκα όλα σχεδόν έτοιμα. Το κτίριο είχε νοικιαστεί, οι μαθήτριες είχαν γραφτεί, το προσωπικό ήταν στη θέση του, και όλοι μαζί με την Εφορεία του Α.Δ.Π. περίμεναν το διευθυντή για ν’ αρχίσουν αμέσως τα μαθήματα. Μαθήτριες 34, και ο αριθμός των δεν έπρεπε να λιγοστέψει για λόγους οικονομικούς.
Στο σχολείο – ένα όμορφο δίπατο σπιτάκι- δυο δωμάτια ενωμένα με μεγάλη τρίφυλλη πόρτα αποτελούσαν στενόμακρη αίθουσα, όπου έπρεπε να στριμωχτούν και οι 34 μαθήτριες. Η αυλή του σχολείου, μικρή και πλακοστρωμένη, περιοριζόταν πιο πολύ από μερικά δέντρα και πεζούλια με διάφορα λουλούδια, κι έτσι ούτε τα μισά παιδιά δεν μπορούσαν να κινηθούν σ’ αυτή ελεύθερα.
Το προσωπικό πλουσιότατο. Ένας φυσικομαθηματικός, από ένας για την ωδική, την ιχνογραφία και τη γυμναστική, μια δασκάλα για την κοπτική και ραπτική, και άλλη για τα γαλλικά. Όλοι τους είχαν το κύριο έργο τους σε άλλα σχολεία, στο Α.Δ.Π. έδιναν μετρημένες ώρες μόνο για διδασκαλία, που κι αυτές έπρεπε να κανονιστούν σύμφωνα με το πρόγραμμα των δικών τους σχολείων. Μ’ ένα δυο συνεννοηθήκαμε από την πρώτη ιδιαίτερη συνάντησή μας. Με άλλους η συνεννόηση ήταν δύσκολη ή και αδύνατη. (Θυμούμαι π.χ. την πρώτη ερώτηση που μου έκαμε η Γαλλίδα: «Τι σύστημα τιμωριών θα ακολουθήσουμε;» - Στο μάθημα της ιχνογραφίας συμφωνήσαμε με τον ειδικό καθηγητή ν’ αρχίσουν τα παιδιά από πολύ απλά φύλλα, να τα μετρούν και να παίρνουν τη μορφή μόνο με το μάτι, και να τη σκιτσάρουν μια και καλή χωρίς σβησίματα∙ και ο δάσκαλος όμως να διορθώνει χωρίς να σβήνει το λαθεμένο. Μόλα ταύτα ο ειδικός είχε πάντα τη γομολάστιχα στην τσέπη, και όταν φαινόμουν πως δεν έβλεπα, την έδινε κρυφά από μένα στη μαθήτρια, για να εξαφανίσει την άστοχη γραμμή). Έτσι ενότητα στην εργασία μας δεν μπορούσε να έχουμε. Η έλλειψη όμως αυτή θα γινόταν πιο βαριά με τη γλωσσική πρόληψη που κυριαρχούσε σε όλο σχεδόν το προσωπικό, σε άλλους από πεποίθηση, και σε άλλους από την πολύχρονη υπηρεσία τους σε δημόσια σχολεία. […]
Πώς πήρα τα παιδιά
Όταν πρωτομπήκα στην τάξη μου, βρήκα εμπρός μου 25 μαθήτριες. Όλες κάθονταν με θαυμαστή ησυχία∙ τα χέρια σφιχτοδεμένα και τα μάτια ανυπόμονα καρφωμένα απάνω μου∙ άλλα ήταν περίεργα, άλλα φοβισμένα, και άλλα ερευνούσαν ειρωνικά, αν θα μπορούσαν να με βάλουν στο χέρι. Από τα πρόσωπα τα πιο πολλά ωχρά. […]
Το κουδούνι χτύπησε διάλειμμα και όλες οι μαθήτριες βγήκαν έξω. Άλλες άρχισαν το τρέξιμο, το παιχνίδι και τις κραυγές, και άλλες σε ομίλους έλεγαν με ζωηρότητα τις εντυπώσεις των για τον καινούργιο δάσκαλο. Άνοιξα το παράθυρο του γραφείου κι έριξα μια ματιά στην αυλή. «Ο διευθυντής!» ψιθύρισαν τρομαγμένα, και όλα μονομιάς νεκρώθηκαν. Άλλες βιαστικά σαν αγριοκάτσικα, και άλλες σιγά σιγά αποτραβιόνταν σε μέρος που να μην τις βλέπω. Βγήκα έξω, μα τότε ήταν που χάθηκε κάθε ίχνος από κίνηση και ζωή.[…]
Είχα δώσει να μου γράψουν στο σχολείου Περί σιδήρου, θέμα που το είχε αναπτύξει ο καθηγητής των φυσιογνωστικών σε δύο ώρες. Στο τέλος κάθε μαθήματος τους έδινε συντομότατη περίληψη, όχι σε συνεχή λόγο, για να μην τη μαθαίνουν απ’ έξω, αλλά σε λίγες συγκεντρωτικές φράσεις. Και όμως οι πιο πολλές εκθέσεις είναι τυχαίο ανακάτωμα από την περίληψη και την ελεύθερη διήγηση […]: [Η Μαρία Σχ. έγραψε]
Ο σίδηρος είναι το πολυτιμότερον μέταλλον. Εκ του σιδήρου κατασκευάζομεν βελόνας, γραφίδας, ψαλίδια, θερμάστραι, μηχαναί, τηλεβόλα, δοκοί, πλοία κλπ. Ο σίδηρος έχει ειδικόν βάρος 7,5. Ο σίδηρος δεν ευρίσκεται μόνος εν τη γη αλλ’ ηνωμένος μετ’ άλλων στοιχείων∙ ήτοι μετά θείου και ονομάζεται σιδηροπυρίτης μετά οξυγόνου ανθρακικού οξέος. Ο σίδηρος έχει λάμψην συνοχήν ελατόν του σιδήρου, δεν απαντά μεταλλικός οξείδιον του σιδήρου. Ο σίδηρος έχει μεγίστην σημασίαν δια τον πολιτισμόν του ανθρώπου. Ο σίδηρος δεν απαντά καθαρός αλλ’ ήνωμένος μετά άλλων σωμάτων. Κλπ. κλπ.
Αλέξης Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ.2 Ερμής, 1974, σελ. 60 – 62