1904
Παύλος Μελάς
Παύλος Μελάς
Ο Παύλος Μελάς φτάνει στη Μακεδονία για να πάρει μέρος στο μακεδονικό αγώνα.
Διαβάστε σχετικά:
Τα Μυστικά του Βάλτου
Η Λίμνη των Γιαννιτσών ήταν τέλειο κρυσφύγετο για κάθε καταδιωγμένο, αντάρτη, ανυπότακτο, κατατρεγμένο, δραπέτη ή ληστή. Λίμνη μεγάλη, ξεχειλισμένη το χειμώνα σαν κατέβαιναν τα νερά από τα βουνά Βέρμιο, Νίτσε και Πάικο, βάλτος το καλοκαίρι που στέρευαν τα ποτάμια. Σκεπασμένη από πυκνή πράσινη φυτεία το καλοκαίρι, δάσος από ξερά καλάμια το χειμώνα, κλεισμένη πυκνοφυτεμένη, απρόσιτη, σχεδόν απόρθητη.
Τούρκικο στρατός ποτέ δεν είχε μπει στην Λίμνη, που ήταν γνωστή ως καταφύγιο ληστών.
Με λύσσα αλληλοσπαράζουνταν Έλληνες και Βούλγαροι, ποιος να εκτοπίσει τον άλλο από το τουρκοκρατημένο έδαφος, όπου έπρεπε ν’ αλληλοπολεμούνται και συνάμα να φυλάγονται από τον κοινό εχθρό, τον τακτικό στρατό του Τούρκου, που αμείλικτα κατεδίωκε τα’ ανταρτικά σώματα, είτε Έλληνες ήταν είτε Βούλγαροι.
Όποιος λοιπόν κατείχε τη Λίμνη των Γιαννιτσών, τον απόρθητο αυτόν κρυψώνα, ήταν κύριος της καταστάσεως. Και όποιος ήθελε απέξω ν’ αμυνθεί, ήταν καταδικασμένος εκ των προτέρων σ’ αποτυχία.
Πριν από τη θεομηνία της βουλγάρικης δράσεως, που ξεχαλίνωσε τα ελληνοβουλγαρικά μίση, η Λίμνη ήταν αρκετά κατοικημένη, όχι μόνιμα, αλλ’ από χωρικούς, που από τα περίχωρα έμπαιναν στα νερά της για ψαρική, κυνήγι ή και για να κόψουν καλάμια και ιδίως ραγάζι, ένα χόρτο που φύτρωνε στον Βάτο και με το οποίο σκέπαζαν τις στέγες των σπιτιών, γέμιζαν τα σαμάρια, έπλεκαν ψάθες για το πάτωμα, καλάθια και άλλα. Επίσης, η Λίμνη έβριθε από βδέλλες, και οι χωρικοί τις πουλούσαν στο εξωτερικό, προπάντων στην Αυστρία, που προμηθεύουνταν μεγάλες ποσότητες από κει.
Εδώ κι εκεί, στα βαθιά νερά, στην καθαυτό Λίμνη των Γιαννιτσών, σχηματίζουνταν πλατείες ανοιχτές, χωρίς καλάμια και ραγάζι και τούφες. Εκεί κούρνιαζαν τη νύχτα τα νεροπούλια και ξανάφευγαν κάθε πρωί για τα χωράφια γύρω στη Λίμνη, όπου έβρισκαν τροφή. Εκτός από τα βαθιά αυτά νερά, όπου φυτό δεν ανέβαινε στην επιφάνεια, παντού αλλού βλάστηση και ζωή.
Στην πυκνοκαλαμιά αυτή, ο Λουδίας, κυλώντας τα νερά του, άνοιγε δυο δρόμους φυσικούς, πέντε έξι μέτρα φάρδος ο καθένας.
Επίσης, σχηματίζουνταν και μερικά φυσικά δρομάκια, από μικρές διακλαδώσεις του Λουδία, που τις λέγανε οι χωρικοί «μάνες του νερού». Οι μάνες αυτές, με το ρεύμα τους, σχημάτιζαν πλωτά περάσματα όπου χώνουνταν ηπλάβα. Αλλά δεν ήταν αρκετά ορμητικό το ρεύμα τους ώστε να εμποδίζει τα καλάμια να παρουσιάζονται κάπου κάπου.
Παντού αλλού, και για να επικοινωνούν οι ψαράδες μεταξύ τους και με τις ακρολιμνιές, αναγκάζουνταν ν’ ανοίγουν «μονοπάτια» ενός περίπου μέτρου, δηλαδή να κόβουν τα καλάμια όσο μπορούσαν βαθύτερα στο νερό, για να περνούν οι πλάβες τους. Μα τέτοια δύναμη είχε η βλάστηση της Λίμνης, που και αυτά τα μονοπάτια, «αν δεν τα εργάζουνταν», όπως έλεγαν οι χωρικοί της, δηλαδή αν δεν εξακολουθούσαν να κόβουν βαθιά μες στο νερό τα καλάμια, σε λίγο έσβηναν και αυτά, σκεπάζουνταν και πάλι με χόρτα, καλάμια και φύλλα, και τα ίχνη τους χάνουνταν.