1789
Γαλλική Επανάσταση
Γαλλική Επανάσταση
Ξεσπάει η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η «επανάσταση που προκάλεσε (μαζί με την ταυτόχρονη σχεδόν βιομηχανική επανάσταση) τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας από τη μακρινή εποχή που ο άνθρωπος εφεύρε τη γεωργία και τη μεταλλουργία, τη γραφή, την πόλη και το κράτος. Η διπλή αυτή επανάσταση μεταμόρφωσε και εξακολουθεί να μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο». (Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, ΜΙΕΤ, σελ.11)
Ήταν μια επανάσταση με οικουμενικό χαρακτήρα. Οι στρατιές της ξεκίνησαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο. Οι ιδέες της το κατόρθωσαν πράγματι. «Η Αμερικανική Επανάσταση παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην αμερικανική ιστορία», γράφει ο Hobsbawm, «αλλά λίγα ίχνη άφησε σε άλλες χώρες. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ορόσημο για όλες τις χώρες. Η δική της απήχηση και όχι της Αμερικανικής Επανάστασης προκάλεσε τις εξεγέρσεις που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής μετά το 1808. Ήταν το πρώτο μεγάλο κίνημα ιδεών της χριστιανικής Δύσης που είχε πραγματική απήχηση στον ισλαμικό κόσμο. Η Γαλλική Επανάσταση έδωσε το πρότυπο για όλα τα επόμενα επαναστατικά κινήματα».
Διαβάστε σχετικά:
Ο Άγγλος που δεν είναι γεμάτος σεβασμό και θαυμασμό για τον θείο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται σήμερα μία από τις πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ που γνώρισε ποτέ ο κόσμος δεν μπορεί παρά να μένει εντελώς ασυγκίνητος σε κάθε έννοια αρετής και ελευθερίας˙ όλοι ανεξαιρέτως οι πατριώτες μου που είχαν την καλή τύχη να είναι μάρτυρες των γεγονότων των τριών τελευταίων ημερών στη μεγάλη αυτή πόλη δεν μπορεί παρά να βεβαιώσουν οτι όσα λέω δεν είναι υπερβολικά.
Απο την εφημερίδα Morning Post (21 Ιουλίου 1789), αναγγέλλοντας την πτώση της Βαστίλλης.
…
Διαβάστε επίσης:
Ποτέ τούτη η μικρή πόλη δεν είδε τόσους συναγμένους ανθρώπους, όσο τούτες τις φωτεινές ανοιξιάτικες μέρες του 1789. Η Αυλή, όπως πάντα, απαρτίζεται από τέσσερις χιλιάδες πρόσωπα. Η Γαλλία έστειλε κάπου δυο χιλιάδες αντιπροσώπους και κοντά σ’ αυτούς μαζεύονται αμέτρητοι περίεργοι από το Παρίσι κι απ’ όλα τα μέρη της χώρας, που έχουν έρθει για να παρακολουθήσουν το ιστορικό αυτό γεγονός. Για να νοικιάσει κανείς ένα δωμάτιο, χρειάζεται μια χούφτα χρυσάφι και για ένα αχυρένιο στρώμα, πρέπει να δώσει μια χούφτα δουκάτα. Όσοι δεν βρήκαν πού να κοιμηθούν, ξαπλώνουν στους δρόμους, ενώ άλλοι, που δεν θέλουν να χάσουν το μεγάλο τούτο θέαμα, αρχίζουν να πιάνουν τις θέσεις τους από τη νύχτα, κάτω από ραγδαία βροχή.
Οι τιμές των τροφίμων τριπλασιάζονται και τετραπλασιάζονται. Η συρροή του πλήθους αρχίζει να γίνεται σιγά-σιγά ανησυχητική. Από τώρα κιόλας φαίνεται συμβολικά πως τούτη η μικρή επαρχιακή πολιτεία δεν μπορεί να χωρέσει δυο άρχοντες παρά μόνον έναν. Ο άλλος θ’ αναγκαστή στο τέλος να φύγει: η βασιλεία ή η Εθνοσυνέλευση;
Ωστόσο στην αρχή δεν πρόκειται για μια σύγκρουση ανάμεσα στον βασιλιά και στο λαό του, αλλά για μια συμφιλίωση ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο. Στις 4 Μαΐου οι καμπάνες χτυπούν από τα χαράματα: πριν αρχίσουν οι άνθρωποι τις συζητήσεις τους, ζητούν για το μεγάλο τους έργο την ευλογία του Θεού. Όλο το Παρίσι μαζεύτηκε στις Βερσαλλίες. Κανείς δεν θέλει να χάση το θέαμα, για να έχει να διηγείται στα παιδιά και στα εγγόνια του την ανάμνηση τούτης της μέρας, που επισφραγίζει την αρχή μιας καινούργιας εποχής. Χιλιάδες κεφάλια φαίνονται στα παράθυρα, που είναι στολισμένα με πολύτιμα χαλιά. Πελώρια ανθρώπινα σταφύλια κρέμονται από τα μπαλκόνια και τις καμινάδες, μ’ όλο που υπάρχει κίνδυνος να γκρεμιστούν στο δρόμο. Κανείς δεν θέλει να του ξεφύγει κι η παραμικρότερη λεπτομέρεια της τεράστιας αυτής πομπής. Και στ’ αλήθεια είναι μεγαλόπρεπη τούτη η παρέλαση των Τάξεων. Για τελευταία φορά η Αυλή των Βερσαλλιών απλώνει επιδεικτικά την πολυτέλειά της, θέλοντας έτσι να δείξει με φανταχτερό τρόπο στα μάτια του λαού πως είναι η μόνη αληθινή μεγαλειότητα, ο μόνος αφέντης. Στις δέκα το πρωί η βασιλική πομπή ξεκινάει από το παλάτι. Μπροστά πηγαίνουν οι έφιπποι αυλικοί με φανταχτερές στολές κι οι γερακοφόροι με τα γεράκια στο χέρι. Έπειτα ακολουθεί η πολυτελέστατη βασιλική άμαξα, κρυστάλλινη και χρυσωμένη, και τα άλογα που τη σέρνουν έχουν στο κεφάλι τους πολύχρωμα φτερά. Δεξιά από τον βασιλιά κάθεται ο μεγαλύτερος αδελφός του, ενώ ο μικρότερος κάθεται μπροστά. ….. “Ζήτω ο Βασιλιάς! Ζήτω ο Βασιλιάς!”
Χειροκροτήματα και ζητωκραυγές χαιρετούν την πρώτη άμαξα ενώ σκληρή και οργισμένη σιωπή ακολουθεί μόλις περνάει η δεύτερη άμαξα με τη βασίλισσα και τις πριγκήπισσες. Σε τούτη την πρωινή ώρα η Κοινή γνώμη χαράζει καθαρά μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον βασιλιά και στη βασίλισσα. Η ίδια σιωπή υποδέχεται τα αμάξια που ακολουθούν μεταφέροντας, με βήμα αργό κι επίσημο, τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Κι όλη η πομπή πορεύεται προς την εκκλησία της Νοτρ-Νταμ, όπου οι τρεις Τάξεις, δυο χιλιάδες άνθρωποι με αναμμένα κεριά στο χέρι, περιμένουν να ενωθούν με την Αυλή για να παρελάσουν όλοι μαζί μέσα στην πόλη.
Οι άμαξες σταματούν μπροστά στην Εκκλησία. Ο βασιλιάς, η βασίλισσα κι οι αυλικοί κατεβαίνουν από τις άμαξές τους. ΄Ενα ασυνήθιστο θέαμα τους περιμένει. Μπροστά τους οι αντιπρόσωποι της αριστοκρατίας με τα φανταχτερά τους χρυσοκέντητα κοστούμια, με τα στολισμένα από άσπρα φτερά καπέλα τους, καρδινάλιοι ντυμένοι στην πορφύρα, επίσκοποι με τα βιολετιά τους άμφια.
Οι δυο αυτές τάξεις πλαισιώνουν πιστά τον θρόνο εδώ κι εκατό χρόνια, αυτές ήταν πάντα το στολίδι σε κάθε παλατιανή γιορτή. Ποιο είναι όμως τούτο το μαυροφορεμένο πλήθος, που μόνο οι άσπροι λαιμοδέτες φωτίζουν τα ρούχα του; Ποιοι είναι τούτοι οι ξένοι με τα απλά τους τρικαντό, τούτοι οι άγνωστοι, που σχηματίζουν μπροστά από την εκκλησία μια σκληρή, αδιαπέραστη μάζα; Τι σκέψεις να κρύβουν άραγε οι άνθρωποι αυτοί με τα περήφανα κι αυστηρά τους μάτια;
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα εξετάζουν με το βλέμμα τους αντιπάλους τους, που στέκονται εκεί, σιωπηλοί και περήφανοι, χωρίς να προσκυνούν σαν σκλάβοι και χωρίς να ζητωκραυγάζουν, μα περιμένουν, σιωπηλοί και γεμάτοι αξιοπρέπεια, την ώρα που θ’ αρχίσουν το ανορθωτικό έργο για το οποίο τους κάλεσαν, σαν ίσοι προς ίσους, μαζί με τούτους τους υπεροπτικούς και χρυσοντυμένους κυρίους, τούτους τους προνομιούχους με τα μεγάλα ονόματα. Τα μαύρα ρούχα τους κι η σοβαρή τους στάση, δεν τους κάνουν να μοιάζουν περισσότερο με δικαστές παρά με υπάκουους συμβούλους; Κι ίσως, ποιος ξέρει, τούτη τη στιγμή, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα να νιώθουν μέσα τους κάποιο πένθιμο προμήνυμα της Μοίρας…
Η πρώτη όμως αυτή συνάντηση δεν είναι ανταλλαγή πυρών: μια ώρα ομόνοιας θα είναι το πρελούντιο της αναπόφευκτης μάχης. Σε μια τεράστια λιτανεία, αυτοί οι δυο χιλιάδες άνθρωποι, που κρατούν αναμμένα κεριά στα χέρια τους, πορεύονται ήρεμοι και σοβαροί από τη Νοτρ-Νταμ των Βερσαλλιών ως τον καθεδρικό ναό του Αγίου Λουδοβίκου, ανάμεσα στη λαμπρή παράταξη των Γάλλων κι Ελβετών φρουρών της Αυλής. Ψηλά σημαίνουν οι καμπάνες, στο πλάι τους χτυπούν τα τύμπανα, αστράφτουν οι στολές και μόνο οι ψαλμοί των ιερέων απαλύνουν τον πολεμικό χαρακτήρα αυτής της τελετής και μεγαλώνουν ταυτόχρονα την επισημότητά της.
Μπροστά από την ατέλειωτη αυτή πομπή - “Οι έσχατοι έσονται πρώτοι”- προχωρούν σε δυο παράλληλες σειρές οι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης, πίσω τους ακολουθούν οι ευγενείς και ύστερα έρχεται ο Κλήρος. Όταν περνούν οι τελευταίοι αντιπρόσωποι της Τρίτης Τάξης, το πλήθος ξεσπάει με ενθουσιασμό σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα: οι ξέφρενες τούτες κραυγές απευθύνονται στον δούκα της Ορλεάνης, τον αποστάτη της Αυλής που από δημαγωγικό υπολογισμό προτίμησε να παρουσιαστεί μαζί με την Τρίτη Τάξη παρά να πάρει τη θέση του ανάμεσα στη βασιλική οικογένεια. Ακόμα κι ο ίδιος ο βασιλιάς, που περπατάει πίσω από το κουβούκλιο με την Αγία Κοινωνία - το μεταφέρει ο αρχιεπίσκοπος των Παρισίων φορώντας διαμαντοστόλιστα λευκά άμφια- δεν γίνεται δεχτός με τέτοιον ενθουσιασμό όπως τούτος ο δούκας, που φανερά υποστηρίζει πως είναι εχθρός της απολυταρχίας και φίλος του έθνους. Θέλοντας να τονίσουν ακόμα περισσότερο τη μυστική τους αντίθεση με την Αυλή, μερικοί διαλέγουν ακριβώς τη στιγμή που περνάει η Μαρία Αντουανέττα για να ζητωκραυγάσουν τον εχθρό της και φωνάζουν: “Ζήτω ο δούκας της Ορλεάνης!” αντί να φωνάξουν “Ζήτω η Βασίλισσα!” Η Μαρία Αντουανέττα νιώθει την ταπείνωση, ταράζεται και χλωμιάζει. Με μεγάλη δυσκολία καταφέρνει να ξαναβρεί την ηρεμία της και να συνεχίσει ως το τέλος το δρόμο της, αλύγιστη και περήφανη, χωρίς να δείξει την ταραχή της. Την άλλη όμως μέρα μια καινούργια ταπείνωση την περιμένει, όταν αρχίζει η πρώτη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης. Ενώ όλοι υποδέχονται με ζωηρές ζητωκραυγές την είσοδο του βασιλιά, μόλις μπαίνει κι αυτή στην αίθουσα, κανείς δεν την χαιρετά, ούτε ένα χείλι, ούτε ένα χέρι δεν σαλεύει: παγερή σιωπή την υποδέχεται, σαν ρεύμα κρύου αγέρα. “Να το θύμα”, ψιθυρίζει ο Μιραμπώ σ’ έναν γείτονά του και κάποιος ουδέτερος, ο Κυβερνήτης Μόρις, εξορκίζει τους Γάλλους φίλους του να δείξουν κάποιο σημάδι, κάτι που να κάνει λιγότερο οδυνηρή τούτη την ταπεινωτική σιωπή. Μάταια όμως.
“Η βασίλισσα κλαίει, ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται, γράφει στο ημερολόγιό του αυτός ο πολίτης μιας ελεύθερης χώρας. Ούτε μια φωνή όμως δεν υψώνεται γι’ αυτήν. Σίγουρα θα φώναζα εγώ, αν ήμουν Γάλλος. Δεν έχω όμως το δικαίωμα να εκφράσω τα αισθήματά μου και μάταια παρακαλώ τους φίλους μου να το κάνουν”.
Τρεις ολόκληρες ώρες πρέπει να μείνει καθισμένη η βασίλισσα μπροστά στους αντιπροσώπους του λαού σαν κατηγορούμενη στο εδώλιο. Δεν την χαιρετάει κανείς, κανείς δεν της δίνει σημασία. Και μόνο μετά από τον ατέλειωτο λόγο του Νεκέρ, τη στιγμή που σηκώνεται για να φύγει από την αίθουσα μαζί με τον βασιλιά, μόνο τότε μερικοί αντιπρόσωποι από συμπόνια σηκώνονται και φωνάζουν ένα χλιαρό: “Ζήτω η Βασίλισσα!”
Συγκινημένη η Μαρία Αντουανέττα τους ευχαριστεί κουνώντας το κεφάλι της κι αυτή της η κίνηση ανάβει επιτέλους τον ενθουσιασμό σ’ όλη τη Συνέλευση. Γυρίζοντας όμως στο παλάτι η Μαρία Αντουανέττα δεν γελιέται. Νιώθει πολύ καλά τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το συνεσταλμένο και συμπονετικό χαιρετισμό και στην αγάπη του λαού που άλλοτε, όταν είχε έρθει παιδούλα στο Παρίσι, είχε τόσο πολύ συγκινήσει την τρυφερή της καρδιά….
…..
Τα γεγονότα όμως κυλάνε γοργά, ορμητικά σαν καταρράκτης… Ο βασιλιάς, που τον τραβούν οι διάφοροι σύμβουλοί του πότε δεξιά και πότε αριστερά, άλλοτε δίνει δίκιο στην Τρίτη Τάξη κι άλλοτε στις προνομιούχες Τάξεις. Στέκεται αναποφάσιστος τη στιγμή ακριβώς που χρειάζονται καθαρό μυαλό και αποφασιστικότητα. Ο Βασιλιάς ταλαντεύεται. Πότε πηγαίνει με τους στρατιωτικούς παλληκαράδες, που πιστοί πάντα στην υπεροψία τους, θέλουν να διώξουν το λαό με τα σπαθιά κι άλλοτε πάλι με τον Νεκέρ, που τον συμβουλεύει αδιάκοπα να κάνει παραχωρήσεις. …..
Και το Έθνος γίνεται ολοένα πιο σταθερό, όσο η Αυλή στέκει δίβουλη κι αναποφάσιστη. Η ελευθεροτυπία έβγαλε το φίμωτρο από τον ως τώρα άφωνο λαό και εκατοντάδες φυλλάδια με φλογερά άρθρα διαλαλούν το δίκιο του και την επαναστατική του μανία. Στο Παλαί Ρουαγιάλ χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώνονται κάθε μέρα, μιλούν, φωνάζουν, αναταράζονται, περνάει ο ένας στον άλλον τη φλόγα της επανάστασης…..
…..
Ζητούν να καταργηθούν τα προνόμια, ακόμα και του βασιλιά. Κάθε μέρα, κάθε ώρα παρασέρνει κι ένα κουρέλι από τη βασιλική εξουσία. Κι ο αναποφάσιστος βασιλιάς κινητοποιεί τα τελευταία συντάγματα που του μένουν πιστά. Και για να δώσει στον εαυτό του την ψευδαίσθηση της δραστηριότητας και της δύναμης που δεν έχει, προκαλεί το έθνος παύοντας κι εξορίζοντας σαν κοινό εγκληματία στις 11 Ιουλίου τον μοναδικό λαοφιλή υπουργό του: τον Νεκέρ.
Οι μέρες που ακολουθούν είναι χαραγμένες στην Ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα. Υπάρχει ωστόσο κάποιο βιβλίο που μάταια θα προσπαθήσουν μερικοί να φωτιστούν διαβάζοντάς το. Είναι το ημερολόγιο που έγραψε με τα ίδια του τα χέρια ο δύστυχος βασιλιάς, που δεν έχει ιδέα για το τι γίνεται γύρω του. Στις 11 Ιουλίου γράφει: “Τίποτα. Αναχώρηση του κυρίου Νεκέρ”. Και στις 14 Ιουλίου, τη μέρα της άλωσης της Βαστίλης, που συνέτριψε για πάντα τη δύναμή του, γράφει ακόμα μια φορά την ίδια τραγική λέξη: “Τίποτα”, πράγμα που θέλει να πει πως τη μέρα εκείνη δεν πήγε κυνήγι, ούτε σκότωσε κανένα ελάφι, άρα δεν έγινε κανένα σημαντικό γεγονός.
Στο Παρίσι όμως έχουν άλλη γνώμη γι’ αυτή τη μέρα. Το νέο για την απομάκρυνση του Νεκέρ, που μαθεύεται το πρωί της 12ης Ιουλίου, είναι η σπίθα που βάζει φωτιά στο μπαρούτι. Στο Παλαί Ρουαγιάλ κάποιος από τη λέσχη του δούκα της Ορλεάνης ανεβαίνει σε μια καρέκλα και με το πιστόλι στο χέρι φωνάζει πως ο βασιλιάς ετοιμάζει μια καινούργια νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Και καλεί το λαό στα όπλα. Η εξέγερση βρίσκει αμέσως το έμβλημά της: την τρίχρωμη κονκάρδα, που θα γίνει αργότερα το λάβαρο της Δημοκρατίας. Ύστερα από λίγες ώρες ο λαός χτυπάει παντού το στρατό, λεηλατεί τα οπλοστάσια, στήνει οδοφράγματα. Στις 14 Ιουλίου είκοσι χιλιάδες άτομα ξεκινούν από το Παλαί Ρουαγιάλ προχωρούν προς το καταραμένο φρούριο της Βαστίλης και το κυριεύουν εξ εφόδου, ενώ το κεφάλι του διοικητή της, που είχε διαταχτεί να την υπερασπίσει στριφογυρίζει στον αέρα μπηγμένο πάνω σε μια ξιφολόγχη: είναι η πρώτη φορά που ανάβει το ματωμένο φανάρι της Επανάστασης. Κανείς πια δεν τολμά ν’ αντισταθεί σε τούτη την έκρηξη της λαϊκής μανίας. Τα στρατεύματα που δεν πήραν καμιά ορισμένη διαταγή από τις Βερσαλλίες, αποτραβιούνται και το βράδυ ολόκληρο το Παρίσι φωταγωγείται για να γιορτάσει τη νίκη του.
Ωστόσο, έξι λεύγες μακριά απ΄αυτό το παγκόσμιο γεγονός, στο παλάτι των Βερσαλλιών, κανείς δεν υποψιάζεται τίποτα. Τώρα που έδιωξαν τον ενοχλητικό υπουργό, θα ξαναβρούν επιτέλους την ησυχία τους, και πολύ σύντομα θα μπορέσουν να ξαναπάνε για κυνήγι, ίσως αύριο κιόλας. Να όμως που φτάνουν, ο ένας μετά τον άλλον, αγγελιοφόροι σταλμένοι από την Εθνοσυνέλευση: στο Παρίσι γίνονται ταραχές, λεηλατούν τα οπλοστάσια, ο λαός προχωρεί προς τη Βαστίλη. Ο βασιλιάς ακούει τις αναφορές, δεν παίρνει όμως καμιά πραγματική απόφαση. Ας τα ξεμπερδέψει μόνη της αυτή η ενοχλητική Εθνοσυνέλευση! Στο κάτω-κάτω για τί άλλο χρησιμεύει; Πάνω απ’ όλα δεν πρέπει να χαλάσει το ιερό πρόγραμμα της ημέρας του! Κι όπως πάντα, τούτος ο νωθρός κι απαθής άνθρωπος, που τίποτα δεν μπορεί να ξυπνήσει την περιέργειά του (κι αύριο μέρα είναι, δεν πειράζει), πέφτει στο κρεβάτι του στις δέκα και κοιμάται ύπνο βαθύ, που καμιά παγκόσμια αναστάτωση δεν μπορεί να τον ταράξει. Τι φοβερή όμως κι αναρχική εποχή, πόσο ξεδιάντροπη, να μη σέβεται τον ύπνο ενός μονάρχη! Ο δούκας ντε Λιανκούρ φτάνει καλπάζοντας στις Βερσαλλίες πάνω στο αφρισμένο του άλογο, φέρνοντας νέα από το Παρίσι. Του δηλώνουν πως η Αυτού Μεγαλειότης κοιμάται. Επιμένει να ξυπνήσουν τον βασιλιά, γιατί είναι μεγάλη ανάγκη. Και τέλος, με τα πολλά, τον αφήνουν να μπει στην ιερή κάμαρα. Κι ο μαντατοφόρος αναγγέλλει: “Η Βαστίλη έπεσε. Ο διοικητής της δολοφονήθηκε. Περιφέρουν το κεφάλι του σ’ ολόκληρη την πόλη πάνω σε μια ξιφολόγχη!”
“Μα τότε έχουμε ανταρσία”, ψελλίζει τρομαγμένος ο δύστυχος μονάρχης.
Κι ανελέητα τούτος ο αγγελιοφόρος της συμφοράς διορθώνει: “Μεγαλειότατε, έχουμε Επανάσταση”.
Στέφαν Τσβάιχ, Μαρία Αντουανέττα, μτφρ. Α. Ιορδάνου, εκδ. Πάπυρος 1971, τόμος δεύτερος, σελ.70 κε. κεφ. 18, Το αποφασιστικό καλοκαίρι