1785
Οι Περιπέτειες του Βαρώνου Μυνχάουζεν
Οι Περιπέτειες του Βαρώνου Μυνχάουζεν
Πρώτη κυκλοφορία του Βαρώνου Μυνχάουζεν! Ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο! Ο Ιερώνυμος Καρλ Φρήντριχ βαρώνος φον Μυνχάουζεν (1720-1797) ήταν γερμανός αριστοκράτης και διαβόητος ψεύτης. Υπηρέτησε στον τσαρικό στρατό και πήρε μέρος σε δύο εκστρατείες εναντίον των Οθωμανών Τούρκων. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του άρχισε να διηγείται απίστευτες περιπέτειες, που ξεπερνούσαν κάθε όριο φαντασίας. Ο Ράσπε δημοσιεύει στο Λονδίνο την πρώτη λογοτεχνική εκδοχή των Περιπετειών του Βαρώνου Μυνχάουζεν στη Ρωσσία σε μορφή βιβλίου. Έχει ήδη προηγηθεί μια πρώτη δημοσίευση δεκαεπτά ιστοριών στο περιοδικό Vademecum. Δεν είναι ξεκάθαρο πόσες απ’ αυτές τις ιστορίες βασίζονταν σε πραγματικές περιπέτειες του πραγματικού βαρώνου φον Μυνχάουζεν! Πολλές πάντως αντλούν το υλικό τους σε προφορικές παραδόσεις και θρύλους, που κυκλοφορούσαν αιώνες πριν γεννηθεί ο ίδιος ο φον Μυνχάουζεν. Ένα χρόνο αργότερα η ιστορία θα καθιερωθεί με την γερμανική μετάφραση-διασκευή του Γκότφριντ Αουγκούστ Μπύργκερ, που της δίνει μεγαλύτερη έκταση και την κυκλοφορεί με τον τίτλο «Θαυμαστά ταξίδια σε θάλασσες και στεριές: εκστρατείες κι αστείες περιπέτειες του βαρώνου Μυνχάουζεν». Ο πραγματικός βαρώνος (1720-1797), που ζούσε ακόμα, ενοχλήθηκε πολύ που το όνομά του θεωρήθηκε πια συνώνυμο του μυθομανούς και του ψεύτη. Τα επόμενα χρόνια η ιστορία γνώρισε πολυάριθμες μεταφράσεις και διασκευές σ’ όλον τον κόσμο. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Μυνχάουζεν αναδείχθηκε και κινηματογραφικός ήρωας. Το 1911 έχουμε την πρώτη βουβή ταινία με τις περιπέτειές του, με την υπογραφή του πρωτοπόρου Ζωρζ Μελιέ, ενώ το 1915 γυρίζει τις Περιπέτειες και ο άγγλος σκηνοθέτης Φλόιντ Μάρτιν Θόρντον. Το 1988 βγαίνει στις αίθουσες η κινηματογραφική εκδοχή του Τέρυ Γκίλιαμ, με τον Τζων Νέβιλ στο ρόλο του βαρώνου. Ο Μυνχάουζεν έχει γίνει κλασσικό εικονογραφημένο, γκράφικ νόβελ, γραμματόσημο, τηλεταινία, διαδικτυακό παιχνίδι ρόλων, παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού. Τις περιπέτειές του εικονογράφησαν πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες, με σπουδαιότερο ανάμεσά τους τον Γκυστάβ Ντορέ.
Δες εδώ ένα απόσπασμα από την ταινία του Ζωρζ Μελιέ (1911) με τίτλο Το όνειρο του Βαρώνου Μυνχάουζεν: https://www.youtube.com/watch?v=0hN83ykX644
Διαβάστε σχετικά:
Ακούστε κύριοι σοβαροί κι αγέλαστες κοπέλες!
Στους έξυπνους αρέσουνε τα ψέματα κι οι τρέλες.
Εισαγωγή
Αγαπητοί αναγνώστες! Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας γράφτηκε για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Για να βάλει επιτέλους ένα τέλος στα παραμύθια όλων εκείνων, που ξεστομίζουν το ένα ψέμα μετά το άλλο, το δεύτερο μεγαλύτερο από το πρώτο και σέβας κανένα προς την αλήθεια δεν δείχνουνε. Λένε, λοιπόν, πως είναι οι ιστορίες μου απίστευτες πολύ για να ‘ναι αληθινές κι έφτασαν να διαδίδουν, οι αθεόφοβοι, πως καλά-καλά ούτε εγώ ο ίδιος δεν υπήρξα στ’ αλήθεια!
Πως δεν γεννήθηκα, λέει, ποτέ μου! Και πως οι ιστορίες μου είναι φανταστικές από την πρώτη ίσαμε την τελευταία! Ε, λοιπόν, όχι. Τις ιστορίες αυτές τις έζησα, καθώς κι άλλες πολλές, όπως σας βλέπω και με βλέπετε. Η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη μου δεν μ’ άφησαν ως τα τώρα να τις γράψω στο χαρτί. Μα τώρα θα το κάνω. Μόνο και μόνο για να φανεί, ποια είναι η αλήθεια και ποια τα παραμύθια.
Το όνομά μου είναι Ιερώνυμος, βαρώνος Μυνχάουζεν. Γεννήθηκα το 1720 στο Μπόντενβέρντερ, στον πύργο του πατέρα μου. Στα νιάτα μου κατατάχτηκα στο στρατό, μαζί με τ’ αδέρφια μου. Υπηρέτησα στο παλάτι, υπασπιστής του πρίγκηπα Αντώνιου. Το 1738 ταξίδεψα στη Ρωσία, απ’ όπου γύρισα το 1750. Οι ιστορίες, λοιπόν, που θα σας διηγηθώ, είναι αλήθεια από το πρώτο ως το τελευταίο γράμμα τους.
Ιστορίες της πρώτης βραδιάς
Πώς ο βαρώνος Μυνχάουζεν ξεκίνησε χειμώνα για τη Ρωσία, πώς έδεσε το άλογό του στο καμπαναριό, πώς έζεψε έναν λύκο στο έλκυθρό του, πώς γνώρισε τον στρατηγό Σκρμπντάνσκυ.
Δεν ήταν τυχαίο το οτι ξεκίνησα για τη Ρωσία χειμώνα καιρό. Γιατί, βλέπετε, με το μυαλό μου είχα κάνει πολύ σωστά τους λογαριασμούς μου: είχα ακουστά πως οι δρόμοι στα μέρη εκείνα είναι σε άθλια κατάσταση, όλο λάσπες και λακούβες και χαντάκια αναπάντεχα, που εμποδίζουν άλογα και καβαλάρηδες. Σκέφτηκα, λοιπόν, να ταξιδέψω χειμώνα, που το χιόνι σκεπάζει βουνά και κάμπους και δρόμους και μονοπάτια. Και τα κάνει όλα ίσωμα!
Έτσι τ’ αποφάσισα και καβάλα στο άλογό μου πήρα το δρόμο για τον απέραντο παγωμένο Βορρά. Ο τόπος όλος ήταν στρωμένος με χιόνι σκληρό και κάτασπρο και το άλογό μου δεν έτρεχε, καλέ μου αναγνώστη. Όχι. Πετούσε! Πετούσε σαν να είχε φτερά! Σαν τον άνεμο προχωρούσαμε και το χιόνι γινότανε όλο και περισσότερο, τόσο που στο τέλος άρχισα να πιστεύω οτι είχε καταπιεί κυριολεκτικά τη Ρωσία ολόκληρη μ’ όλους τους όμορφους ανθρώπους της: γιατί όσο έφτανε το μάτι μου τίποτα δεν έβλεπα γύρω μου, μόνο χιόνι και χιόνι και πάλι χιόνι.
Οι μέρες περνούσαν και δεν είχα απαντήσει στο δρόμο μου ούτε σπίτι, ούτε δέντρο, ούτε πέτρα μοναχή. Μια ερημιά έβλεπα γύρω μου - κι ας είχε σημειωμένα ο χάρτης μου στα μέρη εκείνα ένα σωρό χωριουδάκια. Δεν ανησυχούσα, πάντως. Ήμουνα παραπάνω κι από βέβαιος πως τραβούσα κατά το βορρά. Γιατί ο ήλιος την ημέρα και τ’ άστρα τη νύχτα δείχνουν πάντα το δρόμο, σ’ όποιον ξέρει τα κατατόπια του ουρανού.
Ξένοιαστος, λοιπόν, συνέχιζα το δρόμο μου κι οι μέρες περνούσαν κι οι νύχτες περνούσαν κι αυτές. Ώσπου η κούραση μας νίκησε, κι εμένα και το άλογό μου. Κι είπα να σταθούμε ένα βράδυ να ξαποστάσουμε. Για καλή μου τύχη βρέθηκε τότε μπροστά μου ένα χοντρό ξύλο, όρθιο μέσα στο χιόνι. Πάνω-πάνω είχε κάτι σαν σιδερένιο καπελάκι. Μα νυσταγμένος όπως ήμουν, δεν κάθισα να το σκεφτώ δεύτερη φορά: έδεσα το άλογό μου γερά κι έπεσα κι εγώ δίπλα του να κοιμηθώ. Τόση ήταν η κούρασή μας, που τα όνειρα μας πήραν πριν προλάβουμε καλά-καλά να κλείσουμε τα μάτια μας. Και παρ’ όλο το κρύο και την παγωνιά, κοιμηθήκαμε, άλογο και καβαλάρης, τον ύπνο του δικαίου.
Εδώ τώρα θα ζητήσω την προσοχή σας, αξιοσέβαστοι αναγνώστες μου: γιατί τόσο βαθύς και γλυκός ήταν ο ύπνος μου, που κοιμόμουνα, κοιμόμουνα, κοιμόμουνα… και δεν έλεγα να ξυπνήσω. Κι αν δεν με ξυπνούσε η καμπάνα της εκκλησίας, μπορεί και να κοιμόμουν ακόμα!
Τα ‘χασα, καθώς καταλαβαίνετε: πού είχε βρεθεί καμπάνα, κι ακόμα περισσότερο, εκκλησία ολόκληρη μέσα στην χιονισμένη ερημιά; Ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο σηκώθηκα… και έμεινα με το στόμα ανοιχτό! Γιατί σ’ άλλον τόπο είχα κοιμηθεί και σ’ άλλον είχα ξυπνήσει. Όπου κι αν ήμουν το περασμένο βράδυ, το πρωί με είχε βρει καταμεσίς στην πλατεία ενός ρώσικου χωριού! Όσο για το άλογό μου, κοίταξα δεξιά, αριστερά, πίσω, μπρος… πουθενά δεν ήταν. Είχε γίνει άφαντο. Ήμουν ολομόναχος στα σκαλιά μιας εκκλησίας. Μόνο ένα χλιμίντρισμα ακουγότανε σιγανό και λυπημένο. Μα όσο κι αν έψαχνα, δεν μπορούσα να καταλάβω από πού ερχόταν.
Τότε με ζύγωσαν οι χωριάτες, με χαιρέτισαν μ’ ευγένεια και σεβασμό πολύ, και με νοήματα μου ‘δειξαν το καμπαναριό της εκκλησίας. Σήκωσα το κεφάλι μου να δω…. και τι νομίζετε πως είδα; Το άλογό μου, κρεμασμένο από το σταυρό του καμπαναριού, να κρέμεται και να κλωτσάει τον αέρα το δύστυχο, μη βρίσκοντας πουθενά να πατήσει και να στηριχτεί!
Αμέσως το μυαλό μου πήρε στροφές και κατάλαβα τι είχε συμβεί: τη νύχτα ο καιρός είχε γυρίσει, ο παγωμένος βοριάς είχε καταλαγιάσει κι ένα γλυκό ζεστό αεράκι είχε αρχίσει να φυσάει λιώνοντας σιγά-σιγά τα χιόνια. Όσο για μένα, νανουρισμένος από την αναπάντεχη ζεστασιά ούτε που πήρα είδηση τίποτα. Χαμηλώνοντας τα χιόνια, κατέβαινα κι εγώ, ώσπου βρέθηκα να κοιμάμαι στα σκαλιά της εκκλησίας. Εκεί ακριβώς που ξύπνησα. Μα το άλογό μου το καημένο, δεμένο καθώς ήταν στον ξύλινο σταυρό του καμπαναριού, είχε απομείνει κρεμασμένο εκεί πάνω, ανήμπορο να λυθεί!
Σφίχτηκε η καρδιά μου. Ποιος ξέρει πόσες ώρες παιδευότανε το ταλαίπωρο ζώο, παλεύοντας ν’ ανασάνει; Δεν κάθισα να το σκεφτώ: ευθύς έβγαλα την πιστόλα μου, σημάδεψα με προσοχή μεγάλη και τράβηξα. Το βόλι βρήκε ακριβώς το χαλινάρι, χωρίς να πειράξει ούτε μια τρίχα του αλόγου μου, που γλίστρησε στον τοίχο του καμπαναριού κι έπεσε με τα τέσσερα δίπλα μου!
Οι χωρικοί με κοίταζαν πια με θαυμασμό ολοφάνερο. Και σκοτώθηκαν να με περιποιηθούν. Γιατί οι Ρώσοι είναι ξακουστοί σ’ όλον τον κόσμο για τη φιλοξενία τους. Και δεν υπήρχε περίπτωση καμιά να μ’ αφήσουν να φύγω νηστικό και ξεπαγιασμένο. Αφού, λοιπόν, φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί, τους ευχαρίστησα και συνέχισα το ταξίδι μου.
Μα στην παγωμένη, χιονισμένη Ρωσία, όπου ο χειμώνας είναι πιο βαρύς απ’ όσο μπορούν να περιγράψουν τα λόγια, οι ταξιδιώτες δεν ταξιδεύουνε με άλογα. Ούτε με άμαξες. Έχουν έλκυθρα και μ’ αυτά πηγαίνουν όπου θέλουν να πάνε. Πήρα, λοιπόν κι εγώ ένα έλκυθρο, έζεψα μπροστά το πιστό μου άλογο και προχώρησα. Τραβούσα όλο κατά το βοριά και κόντευα πια να φτάσω στο τέλος του ταξιδιού μου. Δυο μέρες δρόμος με χώριζαν ακόμα από την Αγία Πετρούπολη, την πόλη όπου έμενε ο τσάρος. Αλλά δυο μέρες δρόμος μέσα από το πιο πυκνό, το πιο άγριο δάσος ολόκληρης της Ρωσίας.
Είχα φτάσει κιόλας στα μισά, όταν ξάφνου πρόσεξα ένα θεόρατο λύκο να μ’ έχει πάρει το κατόπι! Εδώ θα μου επιτρέψετε, αγαπητοί μου αναγνώστες, να διακόψω για μια στιγμούλα την ιστορία μου και να σας πω δυο λόγια για το θάρρος μου. Δυο λόγια μόνο: είναι τεράστιο!
Έχω βρεθεί αντιμέτωπος με κάθε λογής κινδύνους και -μάρτυς μου ο Θεός!- δεν έχει πεταρίσει το μάτι μου. Αλλά βλέποντας έναν λύκο λυσσασμένο από την πείνα να με κυνηγάει μέσα σ’ εκείνη την άγρια ερημιά, έναν λύκο έτοιμο να κάνει μια χαψιά κι εμένα και το άλογό μου…. ε, δεν θα το κρύψω οτι ανησύχησα. Κι αρπάζοντας το καμουτσίκι μου βάλθηκα να μαστιγώνω το άλογό μου, για να τρέξει πιο γρήγορα.
Δεν υπήρχε λόγος. Το δύστυχο ζώο είχε μυριστεί τον κίνδυνο και κάλπαζε κιόλας μ’ όλη του τη δύναμη. Προχωρούσαμε με τέτοια απερίγραπτη ταχύτητα, που δεν έβλεπα πια τίποτα γύρω μου. Η αλήθεια είναι πως ούτε μπροστά μου έβλεπα. Ούτε πίσω μου. Γιατί είχα χωθεί κάτω από τα βαριά σκεπάσματα, στο βάθος του έλκυθρου, προτιμώντας ν’ αφήσω το άλογο να τρέξει ελεύθερο, ακολουθώντας το ένστικτό του.
Η απόφασή μου αποδείχτηκε ολόσωστη! Γιατί χάρη στην σοφή μου έμπνευση, έγινε ακριβώς αυτό, που ήθελα, χωρίς να τολμώ να το ελπίζω: το θηρίο μας έφτασε, πήδησε πάνω από το έλκυθρο, όρμησε στο άλογο και έχαψε μονομιάς τα καπούλια του δύστυχου ζώου. Ξετρελαμένο το άλογο από τον πόνο βάλθηκε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Κι ακόμα πιο γρήγορα. Μα κι ο λύκος δεν πήγαινε πίσω: τέτοια ήταν η πείνα του, που τα σαγόνια του δούλευαν ασταμάτητα –κι ας έτρεχε κι αυτός σαν την αστραπή πίσω από το άλογο. Με χίλιες προφυλάξεις σήκωσα λίγο κεφάλι μου και τον είδα: είχε χώσει το μουσούδι του μέσα στο κορμί του αλόγου, είχε κιόλας κατασπαράξει την κοιλιά του αλόγου και κόντευε να φτάσει στο λαιμό του.
Αμέσως κατάλαβα πως άλλη τέτοια ευκαιρία δεν θα μου παρουσιαζότανε και αρπάζοντας το καμουτσίκι μου άρχισα να χτυπάω αλύπητα το λύκο, στη ράχη και στα πλευρά του. Ήταν τόσο ξαφνική, τόσο αναπάντεχη αυτή η επίθεση, που τον τρόμαξε. Άθελά του τινάχτηκε μπροστά για να ξεφύγει. Κι αυτό ήταν: με το απότομο τίναγμά του πέρασε πέρα ως πέρα μέσα από το μισοφαγωμένο άλογο, έφτασε στο λαιμό του και βρέθηκε αυτός ζεμένος στη θέση του, με τα χαλινάρια στο στόμα! Όσο για το κουφάρι του αλόγου, αυτό άνοιξε στη μέση κι έπεσε κι έμεινε εκεί, να το φάνε τ’ αγρίμια του δάσους.
Δεν τον άφησα, φυσικά, να συνέλθει. Συνέχισα να τον μαστιγώνω με μανία. Κι αυτός έτρεχε σαν δαιμονισμένος. Μ’ αυτή την ξέφρενη ταχύτητα έφτασα στην Αγία Πετρούπολη. Οι διαβάτες στους δρόμους με κοίταζαν με έκπληξη και φόβο. Λύκο ζεμένο σε έλκυθρο δεν είχαν ξαναδεί. Δεν σταμάτησα παρά μόνο σαν έφτασα μπροστά στο διοικητήριο του στρατού. Και πώς τα ‘φερε η τύχη και ο στρατηγός στεκότανε εκείνη την ώρα στο παράθυρο. Σαν με είδε, λοιπόν, να φτάνω μ’ έναν λύκο ζεμένο στο έλκυθρό μου, γέλασε με την καρδιά του. Και το ίδιο βράδυ με προσκάλεσε να φάμε παρέα.
Αυτόν τον στρατηγό, τώρα, σίγουρα τον έχετε ακουστά+ είναι αυτός που είχε χάσει σε μια μάχη με τους Τούρκους ολόκληρο το πάνω μέρος του κρανίου του. Μια οβίδα είχε περάσει ξυστά από πάνω του και του ‘χε ανοίξει το κεφάλι. Μα στην ατυχία του είχε σταθεί τυχερός: γιατί οι γιατροί κατάφεραν και του ‘κλεισαν ξανά την πληγή με μια ασημένια πλάκα. Του την βίδωσαν, μάλιστα, με τόση τέχνη πάνω στο κεφάλι του, που ο στρατηγός μπορούσε να την ανοιγοκλείνει όποτε ήθελε.
Αυτόν τον στρατηγό, λοιπόν, τον έλεγαν Σκρμπντάνσκυ κι ήταν έξυπνος και γλεντζές άνθρωπος. Γιατί έτσι είναι οι Ρώσοι: ατρόμητοι στη μάχη, ατρόμητοι στο γλέντι, ατρόμητοι στο χορό και στο κρασί. Κι επειδή κι εμένα μ’ αρέσουνε όλα αυτά, γίναμε πρώτοι φίλοι με τον στρατηγό Σκρμπντάνσκυ. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, μαζί. Αχώριστοι. Ακόμα κι όταν πήγαινε να επιθεωρήσει τους άντρες του, ακόμα κι εκεί μ’ έπαιρνε μαζί του. Σε λίγες μέρες μ’ έκανε υπασπιστή του.
Σ’ όλες τις παρέες, που τον καλούσαν, από κοντά κι εγώ. Τρώγαμε, πίναμε, λέγαμε ιστορίες, με λίγα λόγια περνούσαμε ζωή και κότα. Να το ξέρετε από μένα: οι Ρώσοι είναι πρώτοι στην καλοπέραση. Πρώτοι και στο ποτό. Του δίνουν και καταλαβαίνει! Το κρασί το πίνουν σαν να ‘τανε νεράκι, περνάνε ακόμα κι εμένα, που ένα ποτηράκι παραπάνω ποτέ δεν μ’ έχει ζαλίσει. Μα άλλον ν’ αντέχει στο ποτό σαν τον στρατηγό Σκρμπντάνσκυ δεν έχουνε ξαναδεί τα μάτια μου.
Τον έβλεπα –το ένα βράδυ μετά το άλλο- να κατεβάζει το διπλάσιο κρασί από τους άλλους. Κι όμως ποτέ δεν φάνηκε μεθυσμένος, ή έστω ζαλισμένος. Όταν όλοι αναψοκοκκίνιζαν κι άρχιζαν να χάνουν τα λόγια τους από το πολύ κέφι, εκείνος έβγαζε το πηλίκιό του, περνούσε το χέρι του πάνω από τα γκρίζα του μαλλιά…. κι αμέσως ξεζαλιζόταν. Σαν να μην είχε κατεβάσει γουλιά!
Την πρώτη φορά παραξενεύτηκα, τη δεύτερη απόρησα, την τρίτη πια βγήκα από τα ρούχα μου και δεν άντεξα: την τέταρτη παραμόνεψα και βρήκα τη λύση του αινίγματος. Ο στρατηγός μπορούσε στ’ αλήθεια να πίνει όσο ήθελε+ γιατί μόλις το κρασί τον χτυπούσε στο κεφάλι, αυτός δεν έβγαζε μόνο το πηλίκιό του. Όχι. Την ίδια στιγμή άνοιγε και την ασημένια πλάκα, που είχε βιδωμένη στο πάνω μέρος του κρανίου του! Από ‘κεί έβγαιναν όλοι οι ατμοί του κρασιού κι η ζαλάδα ξεθύμαινε! Αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε, καλοί μου αναγνώστες, ένα μόνο σας λέω: το ίδιο δυσκολεύτηκα κι εγώ.
Το σκεφτόμουν, το σκεφτόμουν, κι ο νους μου δεν το χωρούσε. Κι επειδή για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο από την αλήθεια, αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα, για να σιγουρευτώ: το ίδιο κιόλας βράδυ κανόνισα κι όταν είδα τα μάγουλα του ατρόμητου γλεντζέ ν’ αναψοκοκκινίζουν από το κρασί, σηκώθηκα και στάθηκα από πίσω του, έτοιμος ν’ ανάψω την πίπα μου. Τη στιγμή ακριβώς που ο στρατηγός έβγαλε το πηλίκιό του κι άνοιξε –ίσα μια χαραμάδα- την ασημένια πλάκα στην κορφή του κεφαλιού του, είδα αχνούς να βγαίνουν από μέσα. Κι άναψα το σπίρτο μου.
Την ίδια στιγμή οι αχνοί άρπαξαν τη φλόγα και τύλιξαν το γκρίζο κεφάλι του στρατηγού μ’ ένα φωτοστέφανο χρυσό και γαλανό μαζί. Ένα φωτοστέφανο, που για μια στιγμή το είδαν όλοι στο τραπέζι! Ο στρατηγός δεν θύμωσε καθόλου με το τέχνασμά μου. Ίσα-ίσα: μου έδωσε κι επίσημα την άδεια να επαναλάβω το πείραμα μου. Κι εγώ υπάκουσα. Για το καλό της ιατρικής και της επιστήμης.
…
Ιστορίες της δεύτερης βραδιάς
Πώς πέταξε με τις αγριόπαπιες, πώς βρήκε το παλτό του λυσσασμένο και πώς έβαλε ένα άγριο άλογο να χορέψει πάνω στο τραπέζι.
Έτσι πέρασα τους κρύους μήνες του χειμώνα στην Ρωσία, παρέα με ανθρώπους που ήξεραν να εκτιμήσουν την εξυπνάδα μου και την τόλμη μου. Σ’ όλα τα αρχοντικά σπίτια με προσκαλούσαν, κι όλοι άκουγαν με ευχαρίστηση τις ιστορίες μου. Την ιστορία, όμως, που θα διηγηθώ τώρα, οι φίλοι μου στη Ρωσία δεν την άκουσαν -την έζησαν και την είδαν με τα μάτια τους!
Ένα πρωί, που είχα βγει από νωρίς για κυνήγι, έτυχε και βρέθηκα κοντά σε μια όμορφη λίμνη, κρυμμένη ολότελα σχεδόν πίσω από ψηλές καλαμιές. Πλησίασα και τι να δω; Ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις, αλλά τρεις ντουζίνες αγριόπαπιες κολυμπούσαν στα νερά της. Η καρδιά μου πετάρισε από χαρά, όπως μόνο η καρδιά του κυνηγού μπορεί να πεταρίσει. Το χέρι μου απλώθηκε από μόνο του. Έβγαλα το ντουφέκι από τον ώμο μου, ετοιμάστηκα να το γεμίσω … και μαρμάρωσα στη θέση μου. Μπαρούτι δεν μου ‘χε μείνει σταλιά! Έλα, όμως, που τις ήθελα όλες…. Ο στρατηγός, που με φιλοξενούσε, είχε καλεσμένους φίλους πολλούς, να τους κάνει το τραπέζι. Κι εγώ είχα βάλει με το νου μου να τον ευχαριστήσω. Θα ‘σκαγα από τη στεναχώρια μου, αν έχανα τέτοιο μεζέ μέσα από τα χέρια μου. Κοίταζα, λοιπόν, τις πάπιες να κολυμπάνε ανυποψίαστες στα ήρεμα νερά και την ίδια ώρα έβραζα στο ζουμί μου+ γιατί η ίδια η τύχη, που μου είχε προσφέρει στο πιάτο σχεδόν τέτοιο κελεπούρι, η ίδια αυτή τυφλή θεά μ’ είχε αφήσει χωρίς μπαρούτη και δεν μπορούσα ν’ απλώσω το χέρι μου να το πιάσω! Μα κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να τα περιμένει όλα από την τύχη του – ούτε καν ο πιο τυχερός απ’ όλους. Μ’ όλη την πίκρα και το παράπονό μου, λοιπόν, έστιβα και το μυαλό μου μπας και βρω λύση στο άλυτο εκείνο πρόβλημα.
Και πράγματι: πάνω στην ώρα θυμήθηκα ένα κομματάκι λαρδί, που μου ‘χε περισσέψει από το κολατσιό μου! Το σχέδιο καταστρώθηκε σχεδόν από μόνο του μέσα στο κεφάλι μου. Έβγαλα από την τσέπη μου το λαρδί, έβγαλα κι ένα κουβάρι σπάγγο και το ‘δεσα γερά στην άκρη του. Μετά έριξα το δόλωμα στη λίμνη, κρύφτηκα στις καλαμιές και περίμενα. Δεν περίμενα πολύ+ ένα λεπτό αργότερα μια από τις αγριόπαπιες ζύγωσε, το μυρίστηκε και το κατάπιε με λαιμαργία. Μα πριν προλάβω να τραβήξω το σπάγγο μου, είδα το κομματάκι το λαρδί μου να βγαίνει ολόκληρο ξανά πίσω της! Φαίνεται πως είχε γλιστρήσει αχώνευτο μέσα από τα σωθικά της!
Ευθύς όρμησε και δεύτερη αγριόπαπια και το κατάπιε. Μα κι αυτή το ξανάβγαλε, όμοια με την πρώτη, αχώνευτο. Το ίδιο κι η τρίτη κι η τέταρτη κι η πέμπτη κι όλες στη σειρά βρέθηκαν περασμένες στο σπάγγο μου σαν τις χάντρες στο κομπολόι!
Τις τράβηξα τότε σιγά-σιγά έξω, πέρασα το σπάγγο δυο και τρεις φορές γύρω από τη μέση μου, για να μη μου φύγουνε και πήρα πανευτυχής το δρόμο του γυρισμού. Μα δεν είχα προλάβει να κάνω ούτε δυο βήματα, όταν ένοιωσα το σκοινί να με τραβάει προς τα πάνω, τα πόδια μου να ξεκολλάνε από το χώμα και το κορμί μου ολόκληρο να σηκώνεται…. στον αέρα. Γιατί οι πάπιες, βεβαίως, ήταν ολοζώντανες. Και μόλις συνήλθαν από την πρώτη τρομάρα τους, βάλθηκαν να φτεροκοπάνε όλες μαζί και να πασχίζουν να ξεφύγουν από το σπάγγο, που τις κρατούσε δεμένες.
Ο καθένας στη θέση μου θα ‘χανε τ’ αυγά και τα πασχάλια. Θα σάστιζε. Θα προσπαθούσε με κάθε θυσία να τερματίσει την ανεπιθύμητη αυτή πτήση και να πατήσει ξανά με τα δυο του πόδια στη γη. Εγώ, όμως, δεν είμαι ο καθένας. Όσο να πεις κίμινο, ξεπέρασα την ταραχή μου κι αμέσως μια φαεινή ιδέα άρχισε να σχηματίζεται μέσα στο μυαλό μου: αφού οι αγριόπαπιες το ‘χαν αποφασισμένο να με κάνουν τζάμπα βόλτα ως τα σύννεφα, γιατί να μην αρπάξω την ευκαιρία να γυρίσω έτσι –πετώντας ξεκούραστα- στο σπίτι;
Για να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, καλοί μου αναγνώστες, ένα μόνο θα σας πω: τραβώντας τις ουρές της ρεντιγκότας μου κατάφερα να πιλοτάρω τις πάπιες μου έτσι, που να τραβήξουν ίσια για το σπίτι του στρατηγού. Σε λίγη, πολύ λίγη ώρα είδα από μακριά την καμινάδα του. Βιάστηκα τότε ν’ αρπάξω μια-μιά τις πάπιες μου, για να μη μπορούν να πετάξουν πιο πέρα. Χάρη στις επιδέξιες και τολμηρές κινήσεις μου βρέθηκα δυο, τρία λεπτά αργότερα πεσμένος μέσα στην καμινάδα της κουζίνας – και μαζί μ’ εμένα τρεις ντουζίνες ζωντανές αγριόπαπιες!
Ο μάγειρας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Εκείνη την ώρα ετοιμαζόταν ν’ ανάψει τη φωτιά, για να μαγειρέψει το κυνήγι που θα του ‘φερνα. Το κυνήγι, βέβαια, το περίμενε. Αλλά με τίποτα δεν είχε φανταστεί οτι θα ‘πεφτε κι ο ίδιος ο κυνηγός στο τσουκάλι του! Ο στρατηγός κι οι φίλοι του ακόμα θα γελάνε, όταν θα μαζεύονται τα βράδια και θα το γλεντάνε με καλό φαγητό κι ακόμα καλύτερο κρασί. Κι είμαι σίγουρος πως θα πίνουν κι ένα ποτηράκι στην υγειά μου!
Γιατί δεν έχουν μόνο αυτήν την ιστορία να θυμούνται από μένα, οι φίλοι μου στη Ρωσία. Είχα αμέτρητες φορές την ευκαιρία να τους αποδείξω την ψυχραιμία και την τόλμη μου, το κοφτερό μυαλό μου και την απερίγραπτη εφευρετικότητά μου. Και δίχως να θέλω να το παινευτώ, πιστεύω πως το όνομά μου είναι πια συνώνυμο της γενναιότητας και της εξυπνάδας στα μέρη εκείνα του παγωμένου Βορρά.
Δεν μου αρέσει να παινεύομαι από μόνος μου, ιδίως όταν πρόκειται για τα κατορθώματά μου στο κυνήγι. Γιατί ο κόσμος όλος το ξέρει δα πως οι κυνηγοί είναι μεγάλοι ψεύτες – κι εγώ ψέμα δεν έχω ξεστομίσει στη ζωή μου. Από το φόβο μου, λοιπόν, να μη μου κολλήσουν κι εμένα τη ρετσινιά του ψεύτη και του παραμυθά, αποφεύγω να διηγούμαι τα όσα θαυμαστά μου ‘χουνε τύχει στα κυνήγια μου. Από το ταξίδι μου στη Ρωσία, λοιπόν, θα προτιμήσω να ιστορήσω εδώ δυο άλλα περιστατικά, που σχέση καμιά με το κυνήγι δεν έχουν.
Κανένα απ’ τα δύο δεν συνέβη σε δάσος ή σε ερημιά. Μα και στα δυο ο πρωταγωνιστής ήταν ένα ζώο. Η πρώτη ιστορία ξετυλίχτηκε σ’ έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Αγίας Πετρούπολης, μέσα στον κόσμο. Ήταν πρωί και είχε ήλιο και είχα βγει να κάνω έναν όμορφο περίπατο. Μα ακόμα και τις μέρες της λιακάδας η παγωνιά είναι απερίγραπτη σ’ αυτόν τον τόπο. Είχα φορέσει, λοιπόν, κι εγώ ένα βαρύ γούνινο πανωφόρι κι ένα σκουφί, γούνινο κι αυτό, στο κεφάλι μου – κατά πώς έβλεπα να ντύνονται κι οι ίδιοι οι Ρώσοι.
Μα εκεί που περπατούσα, ανέμελος, και χαιρόμουνα την ομορφιά της μέρας, άκουσα φωνές κι είδα τον κόσμο να το βάζει στα πόδια τρομαγμένος. Σ’ ένα λεπτό μέσα άδειασε ο τόπος όλος. Και τότε είδα στο αντικρινό πεζοδρόμιο έναν σκύλο αγριεμένο, να γαυγίζει και να αφρίζει από το στόμα του και να προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του. Δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβει κανείς οτι ήταν λυσσασμένος!
Την αλήθεια σας έχω υποσχεθεί, αγαπητοί μου αναγνώστες. Και την αλήθεια θα σας πω: το έβαλα στα πόδια, χωρίς να χάσω στιγμή! Μπροστά εγώ, πίσω ο σκύλος. Κι αν εμένα μου ‘δινε φτερά ο φόβος, εκεινού του ‘δινε φτερά η λύσσα. Δεν θ’ αργούσε, το λοιπόν, να με φτάσει…. Κι επειδή το γούνινο πανωφόρι μου με βάραινε και μ’ εμπόδιζε στο τρέξιμο, το ‘βγαλα και το πέταξα πίσω μου, ελπίζοντας οτι το λυσσασμένο ζώο θα γελιότανε και θα ξεθύμαινε τη μανία του στο ρούχο. Πράγματι: ο σκύλος τα ‘βαλε με το πανωφόρι κι εγώ πρόλαβα και χώθηκα στην πρώτη πόρτα, που βρήκα ανοιχτή μπροστά μου. Εκεί μόνο πήρα μια ανάσα και ξαναγύρισε η καρδιά μου στη θέση της.
Ώσπου να ξελαχανιάσω, είδα πως είχανε μαζευτεί κάμποσοι άντρες με στυλιάρια και όπλα. Αυτοί σκοτώσανε το σκύλο. Και μού ‘φεραν πίσω το πανωφόρι μου. Δεν είχε πάθει και μεγάλη ζημιά: είχε ένα σκίσιμο στο γιακά και τα μανίκια του ήταν κι αυτά λιγάκι στραπατσαρισμένα από τα δόντια του ζώου. Το πήρα, λοιπόν, και γύρισα σπίτι μου, αποφασισμένος να το στείλω στο ράφτη να μου το διορθώσει. Ως την ώρα εκείνη, όμως, το άφησα στο ντουλάπι μου, κρεμασμένο πλάι στις άλλες μου φορεσιές.
Την άλλη μέρα το πρωί με ξύπνησαν φωνές και φασαρία. Παραζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο πετάχτηκα κι άκουσα τον υπηρέτη μου να ουρλιάζει σαν να τον σουβλίζανε. Δεν κάθισα να συλλογιστώ τι είχε συμβεί: αν είχε πάρει φωτιά το σπίτι ή αν είχανε μπει ληστές ή αν του ‘χε πέσει το ταβάνι στο κεφάλι του. Όρμησα ευθύς στο διάδρομο με τα νυχτικά μου, να βοηθήσω τον καημένο τον άνθρωπο. Τον βρήκα αναμαλλιασμένο, ανάστατο, έξω από το καμαράκι, όπου φύλαγα τα ρούχα μου. «Κύριε βαρώνε! Κύριε βαρώνε! Βοήθεια! Το πανωφόρι σας λύσσαξε!» κατάφερε να ψελίσει ο δύστυχος με πρόσωπο άσπρο σαν το πανί.
Και μα την αλήθεια: μια ματιά ήταν αρκετή για να πεισθώ. Το γούνινο πανωφόρι μου, αυτό που το ‘χε δαγκώσει ο λυσσασμένος σκύλος, είχε λυσσάξει! Και μέσα στο ντουλάπι, όπου το ‘χα κρεμασμένο, είχε κάνει κομμάτια όλα μου τα ρούχα! Όλα μα όλα! Ακόμα κι ένα ολοκαίνουργιο καλό κουστούμι, που το ‘χα για τις επίσημες γιορτές. Ακόμα κι αυτό μου το ‘χε κάνει κουρέλι! Έτρεξα αμέσως, πήρα το πιστόλι μου και του άναψα μια, που ήταν όλη δική του! Γιατί καλό είναι να ‘χεις την τύχη με το μέρος σου, καλό είναι να ‘χεις μυαλό ξυράφι, μα ακόμα καλύτερο είναι μερικές φορές να ‘χεις και τ’ όπλο σου πρόχειρο.
Η δεύτερη ιστορία, που έβαλα στο νου μου να σας διηγηθώ, έγινε στον πύργο του κόμη Πρτσομπόφσκι. Ήταν απόγευμα, την ώρα που οι Ρώσοι, απλοί άνθρωποι του λαού κι άρχοντες το ίδιο, βάζουν τα σαμοβάρια τους να βράσουν και πίνουν τσάι καυτό. Στη μεγάλη σάλα του πύργου βρίσκονταν καλεσμένοι ένα σωρό στρατιωτικοί και κύριοι και κυρίες. Κι εγώ, που πάντα απολαμβάνω την όμορφη συντροφιά, κουβέντιαζα αμέριμνος μαζί τους, όταν ήρθε κάποιος από τους στάβλους και φώναξε τον κόμη να δει ένα καθαρόαιμο άλογο, πουλάρι ακόμα, που το ‘χανε μόλις αγοράσει. Εκείνη την ώρα θα του περνούσαν για πρώτη φορά χαλινάρι και σέλα. Ο κόμης κατέβηκε μαζί με τους κυρίους, να θαυμάσουν το περήφανο άτι. Εγώ, πάλι, έμεινα με τις κυρίες και συνεχίσαμε την κουβέντα μας.
Ξάφνου φωνές δυνατές ακούστηκαν από κάτω και ποδοβολητά άγρια. Ανήσυχοι τρέξαμε στα παράθυρα και τους είδαμε όλους να στέκουν φοβισμένοι κι ανάστατοι στις
…
Ιστορίες της τρίτης βραδιάς
Πώς χτύπησε κι έπιασε έναν λαγό με οχτώ ποδάρια, πώς βρήκε τέλος το άλογό του κομμένο στα δύο και κατάφερε να το σώσει.
Πόσες και πόσες φορές δεν έχει τύχει ν’ ακούσω κυνηγούς να καμαρώνουν και να κορδώνονται και με χίλια ψέματα να προσπαθούν να κερδίσουν το θαυμασμό των φίλων και των γνωστών τους! Μα την πίστη μου, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο+ και το μυαλό τους στ’ αλήθεια άλλη δουλειά δεν κάνει, μόνο σκαρφίζεται σημεία και τέρατα! Κι όσο τους ακούω, κι όσο τους βλέπω, τόσο θυμώνω κι αγανακτώ. Γιατί μέσα στα τόσα ψέματα, χάνει κι η αλήθεια την αξία και την ομορφιά της. Πώς να τολμήσει μετά ο ειλικρινής κυνηγός ν’ ανοίξει το στόμα του;
Έτσι έχουν τα πράγματα. Κι αυτή είναι η αιτία, που κι εγώ αποφεύγω να μιλάω για τις κυνηγετικές μου περιπέτειες – παρ’ όλο που σαν γνήσιος απόγονος της γενιάς των Μυνχάουζεν λατρεύω το κυνήγι κι έχω ζήσει πάμπολλες εξαίσιες στιγμές παρέα με το λαγωνικό μου. Ήρθε, όμως, τώρα η ώρα να βάλω τα πράγματα στη θέση τους: γιατί αν αφήνω τους ψεύτες να κοκκορεύονται ανενόχλητοι, τότε ποιος θα βοηθήσει την αλήθεια να λάμψει;
Μια φορά, λοιπόν, γύριζα από το κυνήγι κουρασμένος. Είχα περάσει ώρες ατέλειωτες στο ύπαιθρο κι είχα κάμποσες πέρδικες και λαγούς κρεμασμένους στη σέλα του αλόγου μου. Με λίγα λόγια: νύσταζα κι άλλο δεν είχα στο νου μου παρά την πολυθρόνα μου μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα πολύ, όταν το άλογό μου στήλωσε απότομα τα πόδια του και δεν εννοούσε να προχωρήσει βήμα.
Έδιωξα τους πειρασμούς της ξεκούρασης από το μυαλό μου και έριξα μια ματιά, να καταλάβω τι τον είχε πιάσει τον ντορή μου και είχε μείνει ασάλευτος. Η ώρα, όμως, ήταν πια περασμένη και το σκοτάδι είχε αρχίσει να σκεπάζει τη γη. Παρ’ όλα αυτά το μάτι του κυνηγού είναι εξασκημένο. Κι εγώ, όχι για να το παινευτώ, είμαι στο σημάδι άπιαστος. Είδα, λοιπόν, μπροστά μου ένα χαντάκι φαρδύ ίσαμε είκοσι, τριάντα βήματα. Ένα χαντάκι γεμάτο λάσπη μαύρη, βούρκο σωστό. Είδα και το δρόμο, που συνέχιζε από την άλλη μεριά του. Για μια στιγμή στάθηκα ανήμπορος να αποφασίσω. Το χαντάκι ήταν φαρδύ και βαθύ. Το πιο φρόνιμο θα ‘τανε να γυρίσω πίσω και να ψάξω να βρω άλλο πέρασμα.
Έλα, όμως, που όλα τα μπορεί ο βαρώνος Μυνχάουζεν – ένα μόνο δεν μπορεί: να γυρίζει πίσω στα βήματά του! Κι έτσι δεν έχασα καιρό+ αποφάσισα να πηδήσω το χαντάκι. Ευθύς σπιρούνισα το άλογό μου κι ο άξιος ντορής σηκώθηκε στα πισινά του πόδια κι όρμησε μπροστά σαν θύελλα. Την ίδια στιγμή βρεθήκαμε πάνω από το βούρκο, καταμεσίς στο χαντάκι. Και τότε, αλίμονο, κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος: το χαντάκι ήταν πολύ πιο φαρδύ απ’ όσο το ‘χα λογαριάσει! Τόσο κι άλλο τόσο! Μα για τέτοιες σκέψεις ήτανε πια αργά. Σπιρούνισα ξανά το άλογό μου κι αυτό το καημένο έβαλε τα δυνατά του. Κέρδισε καμιά δεκαριά βήματα έτσι. Αλλά και πάλι… Να φτάσει στην αντικρινή μεριά δεν τα κατάφερε.
Βρεθήκαμε, λοιπόν, κι οι δυο μας, άλογο και καβαλάρης μέσα στην πηχτή, μαύρη λάσπη, ίσαμε το λαιμό. Κι όλο βουλιάζαμε. Καταμεσίς στην ερημιά δεν υπήρχε κανένας να μας βοηθήσει. Λίγο ακόμα και μας περίμενε τέλος φριχτό μέσα στο βούρκο. Έπρεπε να βρω τρόπο να σωθούμε – και μάλιστα γρήγορα. Πολύ γρήγορα.
Τότε θυμήθηκα την παροιμία εκείνη, που τόσο σοφά το λέει: «Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται». Και στην απελπισία μου αποφάσισα να τη βάλω σ’ εφαρμογή. Ευθύς έσφιξα τα γόνατά μου γύρω από την κοιλιά του αλόγου μου, έπιασα τα γκέμια με το αριστερό και με το δεξί άρπαξα την κοτσίδα μου και την τράβηξα μ’ όλη τη δύναμη του φόβου και της απόγνωσης. Τη συνέχεια την φαντάζεστε, σεβαστοί μου αναγνώστες: χάρη στ’ ατσαλένια μου μπράτσα σωθήκαμε, άλογο και καβαλάρης. Λίγα λεπτά αργότερα πατούσαμε ξανά στο στέρεο έδαφος.
Αχ, φίλοι μου! Είναι τόσοι πολλοί οι κυνηγοί, που μας παίρνουν το κεφάλι με τα παραμύθια τους, με τ’ απίστευτα κατορθώματά τους και τα φοβερά τους τρόπαια, που μα την αλήθεια ντρέπομαι να σας μιλήσω για τα όσα έχω καταφέρει εγώ στο κυνήγι! Και δεν θα το κάνω! Την απόφασή μου την έχω πάρει και άχνα δεν θα βγάλω για τους λαγούς, τις πέρδικες, τα ελάφια, τους φασιανούς, τις αγριόπαπιες, τ’ αγριογούρουνα, τα ζαρκάδια, που έχουν ντουφεκίσει για το τραπέζι μου και για τα τραπέζια των φίλων μου.
Στο κάτω-κάτω της γραφής στο κυνήγι δεν είναι τόσο ο κυνηγός, που πρέπει να καμαρώνει, αλλά το κυνηγόσκυλο! Αυτό έχω να πω, κι όποιος ξέρει από κυνήγι, θα με καταλάβει. Ακόμα κι εγώ, μ’ όλη τη γρηγοράδα μου και την εξυπνάδα μου και την αξιοσύνη μου, δεν θα ‘χα καταφέρει και πολλά δίχως τα σκυλιά μου! Η Τύχη, όμως, ήταν καλή μαζί μου και μου χάρισε λαγωνικά, που δεν είχαν το ταίρι τους! Θυμάμαι ένα, που είχα πριν από χρόνια, ένα σκυλί καπάτσο και γρήγορο, που τα κατάφερνε θαυμάσια στο κυνήγι των λαγών. Ήταν θηλυκό. Και τα θηλυκά τα καταφέρνουνε πάντα καλύτερα. Μια μέρα, λοιπόν, βγήκα για κυνήγι και την πήρα μαζί μου τη λαγωνίκα – αν και ήταν ετοιμόγεννη. Δεν πέρασε πολλή ώρα και να! Ξετρυπώνει από μια λαγκαδιά ένα λαγό τετράπαχο και τον στρώνει στο κυνήγι. Σαν σφαίρα έτρεχε ο λαγός, παρ’ όλο του το πάχος. Κι η σκύλα μου από πίσω του.
Η γρηγοράδα τους ήτανε τόση, που δυσκολεύτηκα να τρέξω κι εγώ στο κατόπι τους. Σε λίγο χάθηκαν από τα μάτια μου. Άκουγα, όμως, τη σκύλα, που αλυχτούσε κι ακολουθούσα καβάλα στο άλογό μου. Ξάφνου έφτασαν στ’ αυτιά μου αλλιώτικα γαβγίσματα: πιο σιγανά, πιο αδύναμα…. και πιο πολλά. Δεν ήξερα τι να βάλω με το νου μου. Σπιρούνισα το άλογό μου, έτρεξα να δω και έμεινα με το στόμα ανοιχτό: αντί για ένα σκυλί κι ένα λαγό με περίμεναν έξι σκυλιά -και το καθένα κρατούσε στα δόντια κι από έναν λαγό. Γιατί ο καλοθρεμένος λαγός δεν ήταν λαγός, ήταν λαγίνα, ετοιμόγεννη σαν τη σκύλα μου. Κι από την ταραχή και το φόβο της γέννησε τρέχοντας πέντε λαγουδάκια. Απάνω στην ώρα γέννησε κι η σκύλα μου, πέντε κουταβάκια κι αυτή. Από ένστικτο άρχισαν να τρέχουν τα λαγουδάκια. Κι από ένστικτο ρίχτηκαν ξοπίσω τους τα σκυλιά. Και δεν τα κυνήγησαν μόνο+ τα έπιασαν κιόλας! Έτσι έγινε. Κι ενώ ξεκίνησα μ’ ένα σκυλί να πιάσω ένα λαγό, γύρισα σπίτι μου μ’ έξι λαγωνικά κι έξι λαγούς μετρημένους!
Μα τι είναι τα κατορθώματα στο κυνήγι, αν τα βάλει κανένας δίπλα στ’ άλλα, τα πραγματικά κατορθώματα; Εκείνα, που γίνονται την ώρα της μάχης; Αστείες ιστοριούλες, για να τις λέει κανείς και να περνάει την ώρα του. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να σας εξιστορήσω τώρα μερικά από τα ανδραγαθήματά μου στον πόλεμο. Γιατί σαν όλους τους Μυνχάουζεν πριν από μένα πήγα κι εγώ όχι σ’ έναν, αλλά σε πολλούς πολέμους. Ευτυχώς ο Θεός με φύλαξε+ και δεν γύρισα μόνο ζωντανός, αλλά και δοξασμένος.
Μη φανταστείτε, όμως, αγαπητοί μου αναγνώστες, πως κι εγώ από μεριάς μου τον άφηνα το Θεό αβοήθητο, όταν έπρεπε να με φυλάξει και να μου παρασταθεί: η αλήθεια είναι πως έβαζα πάντα τα δυνατά μου. Και δίχως υπερβολή καμιά μπορώ να το πω οτι ποτέ μου δεν τον κούρασα εγώ το Θεό, σαν άλλους που όλο του προσπέφτουνε κι όλα από τα χέρια του τα περιμένουνε! Α, όχι. Ο βαρώνος Μυνχάουζεν ξέρει να τα βγάζει πέρα ακόμα και στις δύσκολες ώρες. Ακόμα και τον καιρό, που είχα πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των φοβερών και τρομερών Τούρκων…. ακόμα και τότε κατάφερα με την εξυπνάδα και με την ευστροφία μου να κερδίσω τη συμπάθεια του ίδιου του Σουλτάνου. Και για να μη σας τα πολυλογώ, αυτός ο αγριάνθρωπος έγινε φίλος μου! Κι ο μόνος λόγος που δεν εννοούσε να μ’ ελευθερώσει (όπως θα ταίριαζε σε φίλους), ήταν το οτι δεν ήθελε να μ’ αποχωριστεί – εμένα και τις ιστορίες μου!
Ας είναι. Θα προσπαθήσω τώρα να σας τα πω με τη σειρά. Και μην απορήσετε, που θα σας θυμίσω την περιπέτειά μου με το λύκο, που κατάφερα να ζέψω στο έλκυθρό μου. Δεν θα το κάνω, για να παινευτώ. Αλλά για να σας εξηγήσω το πώς και το γιατί ο Ρώσος τσάρος μ’ έβαλε επικεφαλής σ’ ένα τάγμα ιππικού. Μετά από την θριαμβευτική εκείνη είσοδό μου στην Αγία Πετρούπολη ο μυαλωμένος εκείνος άνθρωπος σκέφτηκε και είπε: ένας Γερμανός που καταφέρνει να δαμάσει ακόμα και τ’ άγρια θηρία, σίγουρα θα κάνει θαύματα στον πόλεμο μ’ ένα τάγμα Ουσάρων, που είναι το ιππικό του τσαρικού στρατού. Ε, δεν τον απογοήτευσα. Πιστέψτε με. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.
Δεν θα χάσω καιρό με τις λεπτομέρειες αυτής της εκστρατείας. Η μόνη μάχη, που αξίζει τον κόπο να σας περιγράψω, είναι η μάχη του Οτσακώφ. Κι όχι για να σας δώσω αποδείξεις της γενναιότητας και της στρατηγικής μου μεγαλοφυίας, αλλά για να σας ιστορήσω ένα περιστατικό πραγματικά θαυμαστό. Οι Ουσάροι μου στη μάχη αυτή πολέμησαν σαν λιοντάρια. Παρ’ όλο που ήμασταν μια χούφτα άντρες –κι οι Τούρκοι μιλεούνια ολόκληρα- γρήγορα καταφέραμε να τους τρέψουμε σε άτακτη φυγή, χάρη στο παμπόνηρο σχέδιό μου: βλέποντας πως οι δυνάμεις μου ήταν ελάχιστες σε σύγκριση με τις δυνάμεις του εχθρού, αποφάσισα να καταφύγω σ’ ένα τέχνασμα+ και πρόσταξα τους άντρες μου να καλπάζουν μπρος πίσω σηκώνοντας όσο μπορούσαν περισσότερη σκόνη με τ’ άλογά τους. Λογάριαζα πως μ’ αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να μας δούνε και να μας μετρήσουν, πόσοι είμαστε. Κι ο φόβος θα τους νικούσε. Έτσι κι έγινε. Μέσα σε σύννεφα πυκνής σκόνης ο εχθρός μας γύρισε την πλάτη και το ‘βαλε στα πόδια. Εγώ έδωσα χωρίς καθυστέρηση το σύνθημα της εφόδου κι αμέσως ορμήσαμε ξοπίσω τους.
Δεν είναι ανάγκη να το πω πως σ’ όλο εκείνο το φοβερό κυνηγητό ήμουν ο πρώτος. Όχι μόνο χάρη στην ορμή και στη γενναιότητά μου, αλλά και χάρη στη γρηγοράδα του αλόγου μου. Μην ξεχνάτε πως καβαλίκευα εκείνο το υπέροχο άλογο, που μου είχε χαρίσει ο κόμης Πρτσομπόφσκι! Παρασυρμένος, λοιπόν, από τον πυρετό της μάχης, είχα προχωρήσει χωρίς να το καταλάβω κι είχα ξεκοπεί από τους άντρες μου. Πολεμώντας με λύσσα όρμησα μέσα στη νικημένη πόλη, σκότωσα τους τελευταίους Τούρκους που δεν είχαν προλάβει να το σκάσουν, έφτασα στην άλλη άκρη τουυ Οτσακώφ και βρίσκοντας την θεόρατη πύλη από ‘κείνη τη μεριά ανοιχτή, την έκλεισα μονάχος μου. Ύστερα γύρισα στην κεντρική πλατεία να βρω τους Ουσάρους μου.
Δεν βρήκα κανέναν. Σάστισα. Δεν μπορεί να ‘ναι μακριά, συλλογίστηκα. Κι ως να φτάσουν, οδήγησα το άλογό μου στη βρύση, στη μέση της πλατείας, γιατί είχε λαχανιάσει κι αυτό από τη φοβερή μάχη. Αλήθεια, λοιπόν, το άλογο άρχισε να πίνει και να πίνει και να πίνει κι η δίψα του ξεδιψασμό δεν είχε. Ε, περίμενα κι εγώ για να τ’ αφήσω να πιεί με την ησυχία του.
Ώσπου αίφνης γυρίζω τα μάτια μου να δω, μήπως είχαν φανεί οι Ουσάροι μου, και τι βλέπω; Ολόκληρο το πίσω μέρος του αλόγου μου έλειπε! Ούτε καπούλια είχε το δύστυχο ούτε πισινά πόδια! Γι’ αυτό κι όλο το νερό, που έπινε από το στόμα, έβγαινε από την κομμένη κοιλιά του και χυνότανε ξανά στη γη. Πώς να ξεδιψάσει έτσι, το κακόμοιρο;
Την ίδια στιγμή έφτασε ξεψυχισμένος από την τρεχάλα ο ιπποκόμος μου. Και με φωνές μεγάλες, με παινέματα πολλά για μένα και με κατάρες απερίγραπτες για τους Τούρκους, μου εξήγησε τι είχε συμβεί: καθώς έμπαινα εγώ πρώτος στο Οτσακώφ, οι τελευταίοι υπερασπιστές της πόλης κατέβασαν το βαρύ σιδερένιο πορτόφυλο, που έκλεινε την πύλη. Με την ορμή, που έπεσε το πορτόφυλο αυτό, βρήκε το άλογό μου στα καπούλια και το ‘κοψε στα δύο. Έτσι έγινε και το μισό μου άλογο έμεινε απ’ έξω από την πόλη. Μαζί του κι όλοι μου οι άντρες.
Εγώ μόνος, λοιπόν, καβάλα σε μισό άλογο είχα μπει στο Οτσακώφ κι είχα κυνηγήσει τους εχθρούς έξω από την πόλη. Όσο για το άλλο μισό του αλόγου μου, αυτό έμεινε στην αρχή κάτω από τα τείχη κλωτσώντας και ποδοπατώντας τους εχθρούς, ώσπου κατάφερε να τους σκορπίσει. Κι έπειτα, μη μπορώντας να μπει μέσα στην πόλη, είχε φύγει προς κάποιο κοντινό λιβάδι, όπου το δίχως άλλο ακόμα βρισκόταν.
Δεν έχασα καιρό: ευθύς έτρεξα να το βρω και με τα δυο κομάτια του αλόγου μου πήγα στο γιατρό, που είχαμε μαζί μας στην εκστρατεία. Κι εκείνος στρώθηκε και το ‘ραψε το άλογο μ’ όλη του την τέχνη – γιατί τέτοια ζώα αξίζουν τις φροντίδες της επιστήμης. Μόνο που μην έχοντας ράματα πρόχειρα, το ‘ραψε με τρυφρά βλαστάρια δάφνης. Η πληγή έθρεψε και το άλογό μου έγινε καλά. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, η δάφνη πέταξε ρίζες μέσα στο σώμα του και πέταξε φρέσκα κλαράκια και φύλλα, που σιγά-σιγά ψήλωσαν. Έτσι έγινε κι από τότε πηγ
Οι θαυμαστές κι αστείες περιπέτειες του Βαρώνου Μυνχάουζεν, διασκ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Παπαδόπουλος