1759
Αγαθούλης
Αγαθούλης
Βολταίρος 1694-1778
Ο Βολταίρος δημοσιεύει τον Αγαθούλη. Είναι μια σατιρική ιστορία που αφηγείται με τρόπο γρήγορο και άνετο την αλλόκοτη και κωμικοτραγική μαζί οδύσσεια του Αγαθούλη, και μας περιφέρει μαζί του στη Γερμανία, Πορτογαλία, Ισπανία, Αφρική, Αμερική, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Τουρκία, όπου με σειρές από ξεκαρδιστικά επεισόδια μας δείχνει την ηθική αποσύνθεση κάθε τόπου, τη δυστυχία και την άγνοια που δέρνει τα λαϊκά στρώματα, την ασυνειδησία, τη σκληρότητα και τη ματαιότητα των ανωτέρων στρωμάτων.
Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείς να βρεις όλη την ιστορία του Αγαθούλη:
http://www.gutenberg.org/files/35280/35280-h/35280-h.htm
Διαβάστε σχετικά:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Πώς ο Αγαθούλης ανατράφηκε σ' έναν ωραίον πύργο και πώς διώχτηκε απ' εκεί.
Ζούσε στη Βεστφαλία, στον πύργο του κυρίου βαρόνου Τούντερ-τεν- τρονκ, ένας νέος, που η φύση του ’χε δώσει το μαλακότερο χαρακτήρα. Η φυσιογνωμία του φανέρωνε την ψυχή του. Η κρίσις του ήτανε πολύ σωστή και το πνεύμα του πολύ απλό: γι' αυτόν το λόγο, νομίζω, τον ονόμασαν Αγαθούλη. Οι παλιοί υπηρέτες του σπιτιού είχαν την υποψία, πως ήτανε γιός της αδελφής του κυρίου βαρόνου κ' ενός τιμίου ευπατρίδη από τα περίχωρα, που η δεσποινίς αυτή δε δέχτηκε ποτές να τον παντρευτεί, γιατί, δε μπορούσε να δείξει περισσότερες από εβδομήντα μια γενιές, ενώ το υπόλοιπο του γενεαλογικού του δένδρου χανότανε μέσα στο αίσχος του χρόνου.
Ο κύριος βαρόνος ήταν ένας από τους δυνατότερους άρχοντες της Βεστφαλίας, γιατί ο πύργος του είχε πόρτα και παράθυρα. Μάλιστα η μεγάλη του σάλα ήταν στολισμένη με χαλιά. Όλα τα φυλακόσκυλά τους τα μεταχειριζότανε σε ώρα ανάγκης, για κυνήγι. Οι σταβλίτες του ήσαν και κυνηγοί του. Ο εφημέριος του χωριού ήταν ο ιδιαίτερος του παππάς. Τον ονόμαζαν όλοι Αφέντη και γελούσαν, όταν διηγιότανε καμιά ιστορία!
Η κυρία βαρονέσα, που ζύγιαζε πάνω-κάτω τριακόσιες πενήντα λίτρες, είχε γι' αυτό τη γενική εκτίμηση και δεχότανε τον κόσμο με αξιοπρέπεια, που την έκαμνε ακόμα πιο επιβλητική. Η κόρη της η Κυνεγόνδη, ηλικίας δεκαεπτά χρονών, ήτανε ροδοκόκκινη, δροσάτη, παχουλή, ορεχτική. Ο γιός του βαρόνου φαινότανε σε όλα άξιος του πατέρα του. Ο καθηγητής Παγγλώσσης ήτανε το μαντείο του σπιτιού κι' ο μικρός Αγαθούλης άκουε τη διδασκαλία του μ' όλη την καλή πίστη της ηλικίας του και του χαρακτήρα του.
Ο Παγγλώσσης δίδασκε τη μεταφυσικό-θεολογο-κοσμολογο-μηδαμινολογία. Απόδειχνε θαυμάσια, πως δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία και πως σ' αυτόν τον κόσμο, τον καλύτερον απ' όλους, ο πύργος του Άρχοντα βαρόνου ήταν ο ωραιότερος απ' όλους τους πύργους κ' η κυρία η καλύτερη απ' όλες τις βαρονέσες.
— Είναι αποδειγμένο, έλεγε, πως τα πράγματα δε μπορούν να ’ναι αλλιώς, διότι, αφού όλα έγιναν για κάποιο σκοπό, όλα αναγκαστικά έγιναν για τον καλύτερο σκοπό. Παρατηρήστε καλά, πως οι μύτες έγιναν για να φορούν γυαλιά· κ' έτσι έχομε γυαλιά. Τα πόδια είναι ολοφάνερα, καμωμένα για να φορούν παπούτσια, κ' έτσι έχουμε παπούτσια. Οι πέτρες πλάσθηκαν για να πελεκούνται και για να κάμνομε πύργους· έτσι ο Αφέντης έχει ένα υπερβολικά ωραίον πύργο: ο μεγαλύτερος βαρόνος της επαρχίας οφείλει να ’χει την καλύτερη κατσίκα· και επειδή τα γουρούνια έγιναν για να τρώγονται, τρώμε χοιρινό κρέας όλον το χρόνο. Συνεπώς, εκείνοι, που παραδέχονται, πως όλα είναι καλά, είπαν μια ανοησία· έπρεπε να πουν, πως όλα είναι καλύτερα!
Ο Αγαθούλης άκουε προσεχτικά και πίστευε αθωότατα. Γιατί έβρισκε τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη εξαιρετικά όμορφη, αν και δεν έλαβε ποτέ το θάρρος να της το πη. Έφτανε στο συμπέρασμα, πως μετά την ευτυχία να ’χει κανείς γεννηθεί βαρόνος του Τούντερ-τεν-τρονκ, ο δεύτερος βαθμός της ευτυχίας ήτανε να υπάρχει η δεσποινίς Κυνεγόνδη· ο τρίτος να τη βλέπει καθημερινά· και ο τέταρτος ν' ακούει τον Διδάσκαλο Παγγλώσση, τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της επαρχίας και συνεπώς όλης της Γης!
Μια μέρα, η δεσποινίς Κυνεγόνδη, περιδιαβάζοντας κοντά στο παλάτι, μέσα στο μικρό δάσος που τ' ονομάζαν πάρκο, είδε μέσα σε κάτι χαμόκλαδα τον δόκτορα Παγγλώσση, που έδινε ένα μάθημα φυσικής πειραματικής στην καμαριέρα της μητέρας της, μια μικρούλα μελαχρινή και πολύ καλόβολη. Και καθώς η δεσποινίς Κυνεγόνδη είχε μεγάλη κλίση για τις επιστήμες, παρατηρούσε χωρίς ν' ανασαίνει τα δευτερωμένα πειράματα, στα οποία βρέθηκε θεατής. Είδε καθαρά τον αποχρώντα λόγο του δόκτορα, τις αιτίες και τ' αποτελέσματα, κ' επέστρεψε όλη ταραγμένη, όλη σκεφτική, όλη γεμάτη από την επιθυμία να γίνει σοφή, συλλογιζόμενη πως μπορούσε πολύ καλά να γίνει κι' αυτή ο αποχρών λόγος του νεαρού Αγαθούλη, όπως κι' αυτός δικός της.
Γυρίζοντας στο παλάτι συνάντησε τον Αγαθούλη και κοκκίνισε. Ο Αγαθούλης κοκκίνισε κι' αυτός. Τον καλημέρισε με μια φωνή κομμένη. Ο Αγαθούλης της μίλησε χωρίς να ξέρει τι έλεγε. Την άλλη μέρα, μετά το δείπνο, καθώς βγαίνανε από την τραπεζαρία, η Κυνεγόνδη και ο Αγαθούλης βρεθήκανε πίσω από ένα παραβάν η Κυνεγόνδη άφησε να της πέσει το μαντήλι, ο Αγαθούλης το σήκωσε· εκείνη του ’πιασε το χέρι αθώα, ο νέος φίλησε αθώα το χέρι της νεαρής δεσποινίδος με μια ζωηρότητα, ένα αίσθημα, μια χάρη ολότελα ξεχωριστή· τα στόματά τους συναντήθηκαν, τα μάτια τους φλογίστηκαν, τα πόδια τους τρεμουλιάσανε, τα χέρια τους παραστράτησαν. Ο Κύριος βαρόνος του Τούντκρ-τεν-τρονκ πέρασε πλάι από το παραβάν, και βλέποντας αυτήν την αιτία κι' αυτό το αποτέλεσμα, έδιωξε τον Αγαθούλη από τον πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό· η Κυνεγόνδη λιποθύμησε· μόλις συνήλθε μπατσίστηκε από την κυρία βαρονέσα: και όλα έγιναν θλιβερά μέσα στο ωραιότερο και ευχαριστότερο παλάτι, που ήταν δυνατό να υπάρξει.
Βολταίρου, Ο Αγαθούλης (candide), μτφ. Κ.Β., Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Βασιλείου, 1922