Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
συνέβη στον κόσμο

1748

Πομπηία

  • Απανθρακωμένα σώματα κατοίκων της αρχαίας πόλης
  • Ο φούρναρης Τερέντιος με τη γυναίκα του (τοιχογραφία από σπίτι της αρχαίας πόλης)

To 1748 o Κάρλο ντι Μπορμπόνε αρχίζει ανασκαφές στην περιοχή του Ηρακλείου και της Πομπηίας για να στηρίξει τη δόξα και το κύρος του νεογέννητου βασιλείου του των Δύο Σικελιών. Οι έρευνες φέρνουν στο φως μια ολόκληρη νεκρόπολη, όπως την «πάγωσε» η λάβα της ηφαιστειακής έκρηξης. Και στα μισά του αιώνα έχουμε την επίσημη πια γέννηση της επιστήμης της Αρχαιολογίας, που θα είναι στη συνέχεια η πολύτιμη βοηθός των ιστορικών και των μελετητών του παρελθόντος. Μέχρι τώρα η εξέταση και η έρευνα των «ερειπίων» δεν είχε βαθύτερο σκοπό πέρα από μια ικανοποίηση αισθητική προ πάντων. Τώρα, όμως, διαφαίνεται ένα νέο ενδιαφέρον, επιστημονικό. Η ανακάλυψη και η περιγραφή των ερειπίων της Πομπηίας θα είναι η πρώτη αποτύπωση αυτού του ενδιαφέροντος, που θα συνεχιστεί με την περίφημη Γαλλική αποστολή στην Αίγυπτο (το 1798) και τη λεηλασία του Παρθενώνα από τον λόρδο Έλγιν (το 1816). Μια καινούργια στάση εμφανίζεται πια μπροστά στα κομμάτια του παρελθόντος. Δεν είναι η καλλιτεχνική τους λάμψη, αλλά το «περιεχόμενό τους σε αρχαιότητα», που μετράει κυρίως. Η αξία τους ως μαρτυριών του παρελθόντος. Τα ερείπια έχουν τη δύναμη να μας μιλήσουν για τους ανθρώπους των αρχαιότερων εποχών, να μας πληροφορήσουν γι’ αυτούς. Ο επόμενος αιώνας θα είναι ο αιώνας των μεγάλων αρχαιολογικών ανασκαφών, στη Νινευή, στην Φοινίκη, στην Τροία, στις Μυκήνες, στα Σούσα.

Διαβάστε σχετικά:

Μέρος πρώτο - Κεφάλαιο πρώτο
Η Πομπηία, στους πρόποδες του Βεζούβιου, ήταν κατά την εποχή εκείνη (79 μ.Χ.) μια από τις ζωηρότερες και πλουσιώτερες πολιτείες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ήταν η μικρογραφία ολόκληρου του τότε ρωμαϊκού πολιτισμού. Στα στενά, μα κομψότατα μαγαζιά της, στα μικρά παλατάκια της, στα λουτρά της, στην αγορά, στο θέατρο, στα ιπποδρόμια, στη δραστηριότητα, τη φιλοκαλία, τη διαφθορά του πληθυσμού της, έβλεπες όλο τον πλούσιο και ισχυρό ρωμαϊκό πολιτισμό που άρχιζε να ξεπέφτη.
Η Πομπηία ήταν ένα παιχνιδάκι στα πόδια του επικίνδυνου βουνού, ένα μαγικό φανάρι, ένας μικρόκοσμος.
Στο ωραίο ήρεμο ακρογιάλι στριμώχνονταν τα εμπορικά καράβια κι οι λαμπρότατες χρυσές γαλέρες των πλούσιων. Οι ψαράδικες τράτες γλιστρούσαν γρήγορα από τη μιαν ακτή στην άλλη, κι από μακρυά έβλεπες τα υψηλά κατάρτια του στόλου που διοικούσε ο Πλίνιος.
Η χλιδή και ο πλούτος της Πομπηίας ξετυλίγουνταν κυρίως στην κεντρική της λεωφόρο Δομιτιάνα. Σε κάθε της γωνιά αναβρυτήρια τίναζαν το νερό τους για να δροσίσουν τον καλοκαιριάτικον αέρα. Νωθροί περιπατητές με πολύχρωμους χιτώνες σεργιάνιζαν ανέγνοιοι. Σκλάβοι περνούσαν κρατώντας χαλκωματένιες στάμνες στο κεφάλι τους˙ χωριατοπούλες, αραδιασμένες στα πεζοδρόμια, με τα γεμάτα πανέρια τους, πουλούσαν ώριμα γλυκύτατα πωρικά και ευωδιαστά λουλούδια.
Στο δρόμο αυτόν περνούσε τη μέρα που αρχίζει η ιστορία μας, ένα πλούσιο αμάξι….

Μέρος τρίτο - Κεφάλαιο πρώτο
Απάνω στο Βεζούβιο ασάλευτο πυκνώνουνταν όλη την άλλη μέρα το μαύρο σύννεφο. Η γη είχε πάλι στερεωθή, οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει τον τρόμο τους. Η αγορά ήταν ζωηρότατη. Άνθρωποι κουβέντιαζαν με μεγάλες χειρονομίες, αγόραζαν, πουλούσαν. Οι σαράφηδες κάτω από τις στοές άπλωναν μπροστά τους τα διάφορα χρυσά κι ασημένια νομίσματα. Στις σκάλες των δικαστηρίων ανεβοκατέβαιναν οι δικηγόροι, οι δικαστές, οι πελάτες. Στις ταβέρνες οι ναύτες, οι έμποροι, οι ξιφομάχοοι, μιλούσαν για τον σεισμό της χτεσινής νύχτας….

Μέρος πέμπτο - Κεφάλαιο πρώτο
Η φοβερή νύχτα πέρασε. Ξημέρωσε η τελευταία μέρα της Πομπηίας!
Ο αέρας ήταν τρομερά ήσυχος και βαρύς. Κι όμως με κατάπληξη είδαν το πρωί οι ψαράδες πως η θάλασσα, χωρίς καθόλου άνεμο, ήταν τρικυμισμένη.
Μέσα από την ομίχλη ξεχώριζαν οι παλιοί πύργοι της πολιτείας, οι λιγνές κολώνες των ναών, οι αγαλματοφόρες στοές της αγοράς.
Το μαύρο σύννεφο, που στέκουνταν τώρα τελευταία απάνω από την κορυφή του Βεζούβιου, είχε απότομα εξαφανιστεή κι η φαλακρή βουνοκορφή υψώνουνταν ήρεμη μέσα στο γαλάζιο, ζεστό ουρανό.

Κεφάλαιο δεύτερο
Το πλήθος σήκωσε τα μάτια. Με φρίκη διέκρινε απάνω στην κορφή του Βεζούβιου να υψώνεται πυκνός καπνός και να στέκεται από πάνω του σαν ένα μεγάλο πεύκο. Ο κορμός του ήταν κατάμαυρος, μα τα κλαριά του ήταν πύρινα, πότε ανοιχτά κόκκινα, πότε μαυροκόκκινα, πότε άσπρα σαν την αστραπή. Θανάσιμη σιωπή πλάκωσε όλα τα στήθια. Ακούστηκε το φοβισμένο μούγκρισμα του λιονταριού και το διαπεραστικό ούρλιασμα της τίγρης. Ψηλά στο Αμφιθέατρο οι γυναίκες άρχισαν να φωνάζουν. Οι άνδρες κοίταζαν κατάχλωμοι και βουγοί. Η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους. Τρίκλισαν οι τοίχοι στο Αμφιθέατρο. Ακούστηκαν πέρα μερικά σπίτια που γκρεμίζουνταν.
Το σύννεφο γίνηκε χείμαρρος κι άρχισε να χύνεται γοργά επάνω στα πλάγια του βουνού και να τρέχη κατά την πολιτεία. Συνάμα τινάχτηκαν από τον κρατήρα στάχτες ανακατεμένες με πυρωμένα πετραδάκια κι έπεσαν πάνω στην Πομπηία σα χαλάζι.
Απάνω στ’ αμπέλια, στους τρομαγμένους δρόμους, και πέρα, ίσαμε τη θάλασσα, ξέσπασε το πύρινο χαλάζι.
Ο πραίτωρας, οι φρουροί, το πλήθος, παράτησαν πια τη δικαιοσύνη και την εκδίκηση και τους αγώνες κι έτρεξαν έξω από το Αμφιθέατρο να σωθούν, πατείς με πατώ σε!
Μα πού να παν; Πολλοί έτρεχαν στα σπίτια τους ν’ αρπάξουν τους θησαυρούς τους και να φύγουν˙ άλλοι κατέφευγαν κάτω από τις στέγες για να γλυτώσουν από τις πυρωμένες πέτρες που έπεφταν˙ και τέλος άλλοι ζητούσαν καταφύγιο στους ναούς.
Ξαφνικά σκοτάδι πυκνό πλάκωσε.
Θά ‘ταν μόλις μεσημέρι κι η νύχτα χύθηκε πάνω στην τρομαγμένη πολιτεία!

Κεφάλαιο τρίτο
Το σκοτάδι όλο και πύκνωνε… Μεγάλες, φλογερές αστραπές τινάζουνταν από το Βεζούβιο. Πότε ήταν γαλάζιες, πότε πράσινες ή πολύχρωμες, σα φίδια. Κάποτε μια καταπόρφυρη κολώνα φωτιά τινάζουνταν μέσα από τους πυκνούς καπνούς, φώτιζε την πολιτεία, και πάλι έσβηνε και ξαναχύνουνταν στο σκοτάδι.
Τα σπλάχνα της γης μούγκριζαν, κι η θάλασσα άφριζε μανιασμένη. Σε πολλούς δρόμους η λάβα είχε ανεβή πια πάνω από ένα γόνατο. Πνιχτική μυρουδιά θειάφι είχε χυθή στον αέρα.
Βράχοι μεγάλοι είχαν κυλήσει, είχαν συντρίψει σπίτια, κι έφραζαν τώρα τους δρόμους. Η γη χόρευε. Δεν μπορούσε κανένας να σταθή όρθιος˙ μήτε άνθρωπος, μήτε ζώο.
Η φωτιά άρχισε να καίει τα σπίτια. Μεγάλες πυρκαγιές άναψαν παντού˙ κι έξω στα χωράφια τα δέντρα και τ’ αμπέλια είχαν πάρει φωτιά.
Πλήθος φυγάδες έτρεχαν προς τη θάλασσα˙ άλλοι πάλι ανέβαιναν από τη θάλασσα για να καταφύγουν στα χωράφια. Τα πλήθη περνούσαν λαχανιασμένα, διασταυρώνουνταν, και δεν άκουγες παρά μονάχα κραυγές και θρήνους. Όλα τα αισθήματα είχαν σβήσει˙ κυριαρχούσε παντοδύναμο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης.

….

Την άλλη μέρα η αυγή έλαμψε γλυκύτατη στην τρέμουλη επιφάνεια της θάλασσας. Ο αέρας φυσούσε ήσυχα ήσυχα… Στην ανατολή ελαφριά κόκκινα σύννεφα χαμογελούσαν…
Μακρυά μονάχα, κατά την Πομπηία, ο ουρανός ήταν σκοτεινός, γεμάτος ακόμα καπνούς. Πομπηία δεν υπήρχε πια.

Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας, Μπούλβερ Λύττον, διασκευή Ν. Καζαντζάκη, εκδ. Ελευθερουδάκης, 1933.