1719
Ροβινσών Κρούσος
Ροβινσών Κρούσος
Ντάνιελ Ντεφόε 1660-1731
Ο Βρετανός συγγραφέας Ντάνιελ Ντεφόε εκδίδει ανώνυμα το μυθιστόρημα Ροβινσών Κρούσος. Δέκα χρόνια νωρίτερα ένας πραγματικός ναυαγός, ο Αλεξάντερ Σέλκιρκ, είχε διασωθεί αφού πρώτα είχε ναυαγήσει σ’ ένα ερημονήσι. Η ιστορία του ενέπνευσε τον Ντάνιελ Ντεφόε που έγραψε ένα μυθιστόρημα για ενηλίκους. Σύντομα όμως θα γίνει το αγαπημένο ανάγνωσμα κυρίως των αγοριών, σηματοδοτώντας μια καινούργια αφετηρία για την παιδική λογοτεχνία που υμνούσε την ελευθερία και την ατομικότητα.
Οι περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου και λίγο αργότερα του Γκιούλιβερ θα εγκαινιάσουν το είδος των συναρπαστικών περιπετειών για αγόρια. Μπορούμε όμως να πούμε πως αποτελούν και την απαρχή του λογοτεχνικού είδους ιστοριών που απευθύνονται σε παιδιά.
Διαβάστε σχετικά:
Κεφάλαιο Πρώτο
Η οικογένεια του Ροβινσώνα
Γεννήθηκα στα 1632, στην πόλη Υόρκη, από καλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν ένας ξενοφερμένος από τη Βρέμη. Εγκαταστάθηκε στην αρχή στη Χαλλ. Αφού απόκτησε καλή περιουσία με το εμπόριο, τα παράτησε και ήρθε και έζησε στην Υόρκη. Εδώ παντρεύτηκε τη μητέρα μου, από πολύ καλή οικογένεια. Πολλοί συγγενείς της μητέρας μου είχαν το όνομα Ροβινσώνας. Απ’ αυτούς πήρα το όνομα Ροβινσώνας Κρόιτσνάερ. Επειδή όμως στην Αγγλία οι λέξεις συνήθως φθείρονται και παραμορφώνονται, μας φωνάζουνε τώρα - τι λέω; - εμείς οι ίδιοι φωναζόμαστε μεταξύ μας Κρούσοι κι έτσι γράφουμε τ’ όνομά μας. Κι έτσι με φωνάζανε πάντοτε οι σύντροφοί μου.
Είχα δύο μεγαλύτερους αδερφούς. Ο ένας απ’ αυτούς, αντισυνταγματάρχης…. σκοτώθηκε στη μάχη κοντά στη Δουνκέρκη, πολεμώντας τους Ισπανούς. Τι απόγινε ο δεύτερος αδερφός μου ποτέ δεν το έμαθα, όπως και ο πατέρας και η μητέρα μου δεν έμαθαν ποτέ για μένα τι απόγινα.
Ήμουνα ο τρίτος γιος της οικογένειας, κι επειδή δεν ένοιωθα κλίση για καμιά τέχνη, το κεφάλι μου άρχισε πολύ νωρίς να γεμίζει με παράτολμες και παράλογες σκέψεις. Ο πατέρας μου, αρκετά ηλικιωμένος τότε, μου έδωσε κατάλληλη μόρφωση, τη μόρφωση γενικά που μπορούν να δώσουν η καλή ανατροφή στο σπίτι και το δημόσιο σχολείο της πατρίδας. Και με προόριζε για τα νομικά. Εγώ όμως λαχταρούσα τη θάλασσα. Τίποτε άλλο δεν μου άρεσε. Και η λαχτάρα μου αυτή με έσπρωξε να εναντιωθώ με όλη μου τη δύναμη στη θέληση - τι λέω;- στις προσταγές του πατέρα μου και σ’ όλες τις ικεσίες και τις συμβουλές της μητέρας μου και άλλων φίλων. Η φυσική τούτη προδιάθεσή μου έμοιαζε με κάτι μοιραίο, που με τραβούσε ολόισια στη βασανισμένη ζωή που με περίμενε.
Ο πατέρας μου, ένας άντρας σοφός και σοβαρός, μου έδωσε πολύτιμες κι εξαιρετικές συμβουλές, για να με προφυλάξει απ’ ό τι πρόβλεπε πως ήτανε το σχέδιό μου. Ένα πρωί με φώναξε στο δωμάτιό του, όπου τον κρατούσε κλεισμένο η ποδάγρα του, και με μάλωσε αυστηρά για τις παράτολμες σκέψεις μου. Με ρώτησε ποιους λόγους είχα, εκτός από την ανόητη λαχτάρα μου για περιπέτειες, για να παρατήσω το πατρικό σπίτι και τον γενέθλιο τόπο μου, όπου μπορούσα, μου τόνισε, μια χαρά να προκόψω κι όπου υπήρχε η προοπτική να μεγαλώσω την περιουσία μου με την επιμέλεια και τη φιλοπονία και να ζήσω άνετα και χαρούμενα. Μου είπε πως αυτά που σχεδίαζα ήταν ή για ανθρώπους με κατεστραμμένη περιουσία ή γι’ ανθρώπους που επιθυμούνε ν’ αποκτήσουν μεγαλύτερη περιουσία και φεύγουν από την πατρίδα τους και κυνηγούνε περιπέτειες για ν’ ανέβουν ψηλότερα με τις επιχειρήσεις και να φημιστούνε με κατορθώματα, που είναι έξω από τον συνηθισμένο και τον κανονικό δρόμο.
……..
Κεφάλαιο Δεύτερο
Πρώτες περιπέτειες στη θάλασσα
Ένας χρόνος περίπου πέρασε ύστερα απ’ αυτά κι εγώ το έσκασα από το σπίτι. …Μια ημέρα όμως που βρισκόμουνα στη Χαλλ, όπου είχα πάει τυχαία και δίχως καμία πρόθεση να το σκάσω τότε, συνάντησα έναν από τους συνομηλίκους φίλους μου, που ετοιμαζόταν να ταξιδεύσει στο Λονδίνο με το πλοίο του πατέρα του. Με παρακίνησε να πάω μαζί τους και για να με πείσει μεταχειρίστηκε τη συνηθισμένη γλώσσα των ναυτικών. Μου πρόσθεσε ακόμα πως δεν θα πλήρωνα τίποτα για το ταξίδι μου. Εγώ πια τότε δεν συμβουλεύτηκα ούτε τον πατέρα μου ούτε τη μητέρα μου κι ούτε μια λέξη δεν τους έστειλα να τους ειδοποιήσω. Άφησα έτσι να μάθουνε την είδηση στην τύχη. Και χωρίς να ζητήσω μήτε την ευλογία του Θεού μήτε την ευχή του πατέρα μου, χωρίς να εξετάσω τις περιστάσεις και τις συνέπειες, ο Θεός ξέρει σε ποια κακή ώρα, μπαρκάρισα την πρώτη του Σεπτέμβρη του 1651 στο πλοίο που πήγαινε στο Λονδίνο. Δεν πιστεύω να υπήρξε ποτέ νεαρός τυχοδιώκτης, που οι ατυχίες του να άρχισαν τόσο νωρίς και να έχουν διαρκέσει τόσο πολύ, όσο οι δικές μου. Μόλις το πλοίο βγήκε από τον Χάρμπερ, ο άνεμος άρχισε να φυσάει δυνατά και τα κύματα να υψώνονται τρομερά. Κι επειδή ως τότε δεν είχα ποτέ ταξιδέψει στη θάλασσα, το κορμί μου αρρώστησε και η ψυχή μου κυριεύτηκε από ανέκφραστο τρόμο. Άρχισα τότε να σκέπτομαι σοβαρά αυτό που είχα κάνει και να συλλογίζομαι πόσο δίκαιη ήταν η τιμωρία μου για την ανοησία που έκανα να μην ακούσω τον πατέρα μου και να παρατήσω το πατρικό μου σπίτι. ……
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα η τρικυμία γινότανε σφοδρότερη και η θάλασσα αγρίευε όλο και περισσότερο, μολονότι αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά σε ό τι έχω δει πολλές φορές από τότε… Αρκούσε όμως για να με συνταράξει εμένα, που δεν ήμουνα παρά ένας αρχάριος ναυτικός και που δεν ήξερα τίποτα απ’ αυτά τα πράγματα. Από στιγμή σε στιγμή περίμενα να μας καταπιούν τα κύματα και κάθε φορά που το πλοίο βουτούσε, νόμιζα πως θ’ άγγιζε το βυθό της θάλασσας για να μην ξανασηκωθεί στην επιφάνεια. …..
Ροβινσώνας Κρούσος, Ντάνιελ ΝτεΦόε, μτφρσ.Γ. Βασδέκη, εκδ. Πεχλιβανίδη, 1957