1719
Η Νέα Ορλεάνη πλημμυρίζει
Η Νέα Ορλεάνη πλημμυρίζει
Την άνοιξη πλημμυρίζει η Νέα Ορλεάνη, και αρχίζει το χτίσιμο αναχωμάτων, κάτι που θα συνεχιστεί για τρεις ολόκληρους αιώνες. Η δύσκολη επιβίωση, ο αγώνας των κατοίκων και η επιμονή τους να κρατήσουν με νύχια και με δόντια μια περιοχή που τόσο σθεναρά διεκδικούσε η θάλασσα, αποτυπώνεται σε πολλά και σημαντικά έργα της λογοτεχνίας. Στις αρχές του 21ου αιώνα κυκλοφορεί το εφηβικό μυθιστόρημα “Νεκροταφεία Καραβιών”, το σπουδαίο έργο κοινωνικής φαντασίας του Πάολο Μπατσιγκαλούπι, το οποίο τοποθετείται ακριβώς στην Ορλεάνη και στηρίζει τον φανταστικό κόσμο του στην πεισματική προσπάθεια των κατοίκων της Ορλεάνης να κρατήσουν τη γη τους.
Διαβάστε σχετικά:
Ο απολογισμός των ζημιών και των καταστροφών στην παραλία και στα πλοία συνεχίστηκε. Οι φήμες έλεγαν πως ο τυφώνας δεν τους είχε πετύχει. Είχε περάσει λίγο πιο πέρα, προς τ’ ανατολικά. Χειρότερα είχε χτυπήσει το Πέρασμα της Ορλεάνης, είχε σαρώσει μουγκρίζοντας τα ερείπια της Παλιάς Πόλης κι είχε προχωρήσει βορειότερα, ως την βυθισμένη Ορλεάνη τη Δεύτερη. Δεν είχε αφήσει τίποτα όρθιο στο δρόμο του.
Που θα πει οτι οι ίδιοι στη Μπράιτ Σαντς είχαν σταθεί τυχεροί.
…………….
“Έχουμε καράβια…” Η Νίτα δίστασε. “Το κλαν μου έχει καράβια και μερικοί από τους πλοιάρχους είναι ακόμα πιστοί κι αφοσιωμένοι στον πατέρα μου. Έρχονται στην Ορλεάνη για να φορτώσουν και να ανέβουν το Μισισιπή. Αν κατάφερνα να φτάσω ως εκεί, θα μπορούσα να σας εξασφαλίσω μεγάλη ανταμοιβή…”
“Τέρμα οι υποσχέσεις της ανταμοιβής”, είπε η Πίμα. “Δεν περνάνε πια”.
“Ναι”. Ο Νέιλερ κοίταξε προς το μέρος της Γαλανομάτας, που ακόνιζε μιαν άλλη ματσέτα. “Γιατί δεν κόβεις τα ψέμματα;” Έδειξε μ’ ένα νεύμα τα σημάδια στην παλάμη της Νίτας. “Ορκιστήκαμε με αίμα κι εξακολουθείς να μας λες ψέμματα”.
Η Νίτα τον κοίταξε θυμωμένη. “Θα μου ‘χες κόψει το λαιμό, αν δεν περίμενες να βγάλεις λεφτά από μένα”.
Ο Νέιλερ χαμογέλασε. “Αυτό δεν το ξέρουμε. Και μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά τώρα σ’ έχουμε εδώ και δεν αξίζεις ούτε σπιθαμή χαλκόσυρμα”, είπε και σώπασε.
Η Πίμα τον κοίταξε επίμονα. “Είναι μακριά πολύ η Ορλεάνη”, είπε. “Έχει γάτορες και πάνθηρες και πύθωνες στο δρόμο. Ένα σωρό τρόπους να πεθάνει κανείς”.
Ο Νέιλερ δεν απάντησε αμέσως. “Δεν είναι ανάγκη να πάμε από τη στεριά”, είπε τέλος.
………………..
Η μεγάλη πνιγμένη πόλη της Νέας Ορλεάνης δεν πρόβαλε ξαφνικά μπροστά τους, αλλά σιγά-σιγά: βουλιαγμένες καλύβες, που τις είχαν σκίσει τα κυπαρίσσια και τα μπανιάν˙ κομμάτια ρημαγμένο τσιμέντο και ραγισμένη άσφαλτο˙ κτήρια παλιά, παρατημένα, πνιγμένα στις κληματσίδες, κάτω από δέντρα.
Το τρένο ανέβηκε ψηλά, σε μια μακριά σιδερένια γέφυρα, αφήνοντας κάτω τα βαλτονέρια. Πέρασαν πάνω από πράσινες δροσερές λιμνούλες, σκεπασμένες από φύκια και νούφαρα. Άσπροι τσικνιάδες φτεροκοπούσαν κοντά στην επιφάνεια, καθώς το τρένο περνούσε. Και σύννεφα κουνούπια, σύννεφα σκνίπες. Όλος ο σιδερένιος σκελετός της υπερυψωμένης γέφυρας ήταν ενισχυμένος για ν’ αντέχει στους τυφώνες, που με εκπληκτική συχνότητα χτυπούσαν την ακτή. Τίποτα άλλο, όμως, δεν έδειχνε πως τη λασπερή τούτη ερημιά την κατοικούσαν κάποτε άνθρωποι.
Πέρασαν ολοταχώς πάνω από τα μουχλιασμένα απομεινάρια μιας πόλης νεκρής. Πάνω από το ναυάγιο ενός υπεραισιόδοξου κόσμου, νικημένου από την υπομονετική δουλειά της φύσης που άλλαζε. Ο Νέιλερ αναρωτήθηκε για τους ανθρώπους που έμεναν σ’ αυτά τα γκρεμισμένα κτήρια. Αναρωτήθηκε πού είχαν πάει. Τα σπίτια τους ήταν πελώρια, μεγαλύτερα απ’ ό τι είχε δει στα διαλυτήρια. Τα καλύτερα ήταν χτισμένα με γυαλί και τσιμέντο. Κι όμως είχαν πεθάνει ίδια με τ’ άλλα, με τα χειρότερα, που έμοιαζαν λες κι είχαν λιώσει˙ πίσω τους είχαν αφήσει μόνο σάπιες ξυλωσιές και σανίδια σκουληκιασμένα, πράσινα από μούσκλια και μούχλα.
“Αυτή είναι;” ρώτησε ο Νέιλερ. “Αυτή είναι η Ορλεάνη;”
Η Νίτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. “Αυτά ήταν τα προάστεια της πόλης. Οι συνοικίες του ύπνου. Υπάρχουν παντού. Χιλιόμετρα ολόκληρα. Από την εποχή που όλοι είχαν αυτοκίνητα”.
“Όλοι;” Ο Νέιλερ το σκέφτηκε για μια στιγμή: του φάνηκε πολύ απίθανο. Πώς ήταν δυνατόν να είναι όλοι πλούσιοι; Αν ήταν έτσι, τότε θα ‘χε κι ο καθένας το δικό του κλίπερ. “Μα πώς; Αφού δεν υπάρχουν καν δρόμοι”.
“Υπάρχουν”. Του ‘δειξε. “Κοίτα”.
Και πράγματι, χτενίζοντας τη ζούγκλα με το βλέμμα του, ο Νέιλερ διέκρινε τις αλλοτινές λεωφόρους, που τώρα τις είχε πνίξει η βλάστηση. Ανάμεσα στα δέντρα οι δρόμοι ήταν πια φαρδιές ζώνες, σκεπασμένοι από φτέρες κι αγριόχορτα. Δεν είχες παρά να αφαιρέσεις με τη φαντασία σου κάποια λίγα δέντρα, που είχαν προλάβει να τινάξουν κλαδιά στη μέση τους. Ναι, υπήρχαν δρόμοι.
“Και πού έβρισκαν πετρέλαιο;” ρώτησε ο Νέιλερ.
“Ω, παντού”, γέλασε η Νίτα. “Το έφερναν απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. Το έβγαζαν από το βυθό της θάλασσας”. Έδειξε προς τα μισοβυθισμένα ερείπια, προς την ακτή του ωκεανού. “Ακόμα κι εδώ, στον Κόλπο, είχαν κάνει γεωτρήσεις. Είχαν σκάψει τα νησιά, τα είχαν αφανίσει. Γι’ αυτό χτυπάνε τόσο δυνατά οι τυφώνες. Παλιά τα νησιά σχημάτιζαν ένα φυσικό τείχος. Αλλά τα έσκαψαν, τα χάλασαν, για να φτάσουν στα κοιτάσματα του πετρελαίου”.
“Μπα;” έκανε ο Νέιλερ δύσπιστος. “Και πού το ξέρεις εσύ;”
Η Νίτα γέλασε ξανά. “Αν είχες πάει σχολείο, θα το ‘ξερες κι εσύ. Οι τυφώνες της Ορλεάνης είναι διάσημοι. Τους ξέρουν και τα μικρά παιδιά”.
………………
Ό τι κι αν έλεγε η Νίτα - οι άνθρωποι που είχαν εγκαταλείψει αυτά τα κτήρια, είχαν αφήσει φεύγοντας ένα σωρό πολύτιμα πράγματα πίσω τους. Κι αν ο Νέιλερ δεν έκανε λάθος, τότε αυτή ήταν η Ορλεάνη Δύο. Υπήρχε ακόμα η πρώτη, η πραγματική Νέα Ορλεάνη. Και τέλος υπήρχε και η Μισισίπι Μετροπόλιταν - γνωστή και ως ΜισΜετ: αυτή που σύμφωνα με τα σχέδια θα γινόταν η Ορλεάνη Τρία. Αλλά πριν φτάσουν εκεί τα πράγματα, κατάλαβαν όλοι (ακόμα κι οι πιο φανατικοί υποστηρικτές της πνιγμένης πόλης) οτι το όνομα “Ορλεάνη” έφερνε γρουσουζιά μεγάλη σε μια κατοικημένη περιοχή.
Κάποιοι αρχιτέκτονες είχαν προτείνει να χτίσουν στο Πονσαρτραίν Μπέι ουρανοξύστες ικανούς ν’ αντισταθούν στους τυφώνες. Αλλά οι έμποροι και οι μεταπράτες είχαν βαρεθεί τις εκβολές του ποταμού και τις πλημμύρες. Παράτησαν, λοιπόν, την πνιγμένη πόλη στη μοίρα της, εγκατέλειψαν τις βυθισμένες αποβάθρες και τις βουλιαγμένες προβλήτες του λιμανιού - και μετακόμισαν τα πλούτη και τα σπίτια και τα παιδιά τους σε μια περιοχή αρκετά ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η ΜισΜετ βρισκόταν αρκετά πιο πάνω στην όχθη του ποταμού, σε υψόμετρο ασφαλείας, η πρώτη τόσο προστατευμένη από κυκλώνες και τυφώνες. Μια πόλη σχεδιασμένη εξαρχής έτσι, ώστε ν’ αποφύγει τα λάθη της προηγούμενης υπερβολικής αισιοδοξίας. Ένας τόπος μόνο για τους πλούσιους. Ο Νέιλερ είχε ακούσει πως οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με χρυσάφι, πως ψηλό τείχος και φρουροί και αγκαθωτά σύρματα κρατούσαν μακριά την πλέμπα.
Κάποτε, τον παλιό καιρό, η Νέα Ορλεάνη σήμαινε τζαζ και κρεόλ, γιορτή αδιάκοπη. Σήμαινε Μαρντί Γκρα και ξέφρενο γλέντι, χλιδή και πάρτυ και πλούτο. Σήμαινε διασκέδαση που δεν νοιαζόταν για το αύριο. Τώρα σήμαινε ένα μόνο πράγμα.
Καταστροφή.
Προσπερνούσαν κι άλλα ερείπια χαμένα μέσα στη βλάστηση, εκπληκτικούς όγκους αγαθών και υλικών, που τα είχαν παρατήσει να σαπίσουν μέσα στην πράσινη ασφυκτική αγκαλιά των δέντρων και του νερού.
“Γιατί έφυγαν από ‘δώ;” ρώτησε ο Νέιλερ.
“Μερικές φορές οι άνθρωποι κάτι μαθαίνουν από τα παθήματά τους”, είπε ο Τουλ.
Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς οτι κατά τη γνώμη του οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές δεν κατάφερναν να μάθουν τίποτα. Η καταστροφή των δυο δίδυμων πνιγμένων πόλεων ήταν ατράνταχτη απόδειξη: οι άνθρωποι της Γρήγορης Εποχής είχαν αργήσει πολύ να καταλάβουν και ν’ αποδεχτούν τις αλλαγές γύρω τους.Το τρένο κατευθύνθηκε προς τους ουρανοξύστες. Το φαγωμένο περίγραμμα ενός παμπάλαιου σταδίου ξεχώριζε ανάμεσα στα κτήρια της Ορλεάνης Δύο, εδώ άρχιζε η παλιά πόλη, η καρδιά της πνιγμένης περιοχής.
“Βλάκες”, μουρμούρισε ο Νέιλερ. Ο Τουλ έγειρε προς το μέρος του για να τον ακούσει καλύτερα κι ο Νέιλερ του φώναξε στ’ αυτί: “Ήταν πολύ βλάκες”.
Ο Τουλ ανασήκωσε τους ώμους. “Κανένας δεν περίμενε τυφώνες έκτης κατηγορίας. Δεν υπήρχαν τόσο δυνατοί τυφώνες ακόμα. Το κλίμα άλλαξε. Οι καιρικές συνθήκες άλλαξαν. Δεν λογάριασαν σωστά τα πράγματα”.
Ο Νέιλερ αναρωτήθηκε πώς να ‘ταν άραγε τότε. Τότε που οι άνθρωποι ακόμα δεν φαντάζονταν τι τους περίμενε: τότε που δεν το διανοούνταν οτι οι κυκλώνες θα τους έβαζαν στο σημάδι και θα χτυπούσαν κάθε μήνα σχεδόν την πεδιάδα του Μισισιπή, παρασέρνοντας ή ισοπεδώνοντας ό τι δεν ήταν γερά στεριωμένο ή κρυμμένο κάτω από τη γη.
Το τρένο πέρασε τη γέφυρα και μπήκε στο μεγάλο συγκρότημα του εμπορικού κέντρου χωρίς να κόψει ταχύτητα. Τα ρηχά στεκούμενα νερά στα πόδια των πυλώνων γυάλιζαν, γεμάτα βρώμικα πετρέλαια, σκουριασμένα παλιοσίδερα, σκουπίδια. Προσπέρασαν πλωτές αποβάθρες και σταθμούς μεταφόρτωσης. Γερανοί φόρτωναν θεόρατα κοντέινερ σε υπερπόντια κλίπερ. Και ποταμίσιες μαούνες φορτώνονταν με είδη πολυτελείας φερμένα από την άλλη μεριά του ωκεανού.
Το τρένο πέρασε από μάντρες σιδηρικών και ανακύκλωσης υλικών. Ιδρωμένοι άντρες και γυναίκες δούλευαν στοιβάζοντας παλιοσίδερα, γεμίζοντας καρότσια και σπρώχνοντάς τα να τ’ ανεβάσουν στις ζυγαριές. Το τρένο έκοψε ταχύτητα, μπήκε σε ελαφρά κατηφορικές ράγες που είχαν δεξιά κι αριστερά τους παράγκες και σκονισμένες αποθήκες. Οι τροχοί έσκουξαν και τα βαγόνια τραντάχτηκαν, καθώς ο μηχανοδηγός φρέναρε και το τίναγμα του φρένου έφτασε σαν κύμα ως το τελευταίο βαγόνι.