1894
Ο Μόγλης
Ο Μόγλης
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ 1865-1936
Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ δημοσιεύει το Βιβλίο της ζούγκλας και μας συστήνει το Μόγλη το ανθρώπινο κουτάβι που βρίσκει καταφύγιο, κυνηγημένος από τον τίγρη Σιρ Χαν, στη φωλιά μιας οικογένειας λύκων. Θα μεγαλώσει στη ζούγκλα με φίλους τον Μπαγκήρα τον πάνθηρα, τον Μπαλού τη γέρικη αρκούδα, τον Καα, τον πύθωνα που τον μαθαίνουν να αναγνωρίζει τους κινδύνους και τον προστατεύουν πάντα. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ο Μόγλης μεγαλώνει και γίνεται σκληρός, έξυπνος, θαρραλέος. Μέχρι να έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσει ο ίδιος το μεγάλο του εχθρό: Τον Σιρ Χαν. Ο Μόγλη έγινε πασίγνωστος από την ταινία του Γουωλτ Ντίσνευ.
Το Βιβλίο της ζούγκλας είναι μια συλλογή διηγημάτων –ένα από αυτά είναι και η ιστορία του Μόγλη. Τα υπόλοιπα αφηγούνται ιστορίες ενός φιδιού, μιας άσπρης φώκιας, ενός ελέφαντα.
Δες το τρέηλερ από την ταινία της Ντίσνευ:
http://www.imdb.com/video/imdb/vi3283157273/imdb/embed
Διαβάστε σχετικά:
Ο Νόμος της Ζούγκλας, που ποτέ δεν ορίζει τίποτα χωρίς λόγο, απαγορεύει σε όλα τα θηρία να τρώνε Άνθρωπο εκτός απ’ την περίπτωση που σκοτώνουν για να δείξουν στα μικρά τους πώς να σκοτώνουν, αλλά και τότε θα πρέπει να κυνηγούν έξω απ’ την περιοχή του είδους τους ή της αγέλης τους. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι το να σκοτώσει κανείς Άνθρωπο σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα θα καταφθάσουν στη Ζούγκλα οπλισμένοι λευκοί άνθρωποι πάνω σε ελέφαντες και εκατοντάδες μελαψοί άνθρωποι με σήμαντρα, βεγγαλικά και δαυλούς. Και τότε γίνονται άσχημα τα πράγματα για όλους μας στη Ζούγκλα. Τα ίδια τα θηρία πιστεύουν ότι ο λόγος είναι ότι ο Άνθρωπος είναι το πιο αδύναμο και το πιο απροστάτευτο απ’ όλα τα έμψυχα όντα και επομένως δε θα πρέπει να καταδέχονται να τον αγγίζουν. Λένε ακόμα – και είναι αλήθεια- ότι όποια θηρία τρώνε ανθρώπους στο τέλος παθαίνουν ψώρα και χάνουν τα δόντια τους.
Το γουργούρισμα έγινε τώρα πιο δυνατό και κατέληξε σ’ ένα φοβερό μουγκρητό.
Ύστερα ακούστηκε ο Σιρ Χαν να ουρλιάζει, αλλά ήταν ένα ουρλιαχτό που δε θύμιζε καθόλου τίγρη πια. «Θ’ αστόχησε μάλλον», είπε η Λύκαινα. «Τι να ’ναι άραγε;»
Ο Λύκος έτρεξε έξω να δει και άκουσε το άγριο, πονεμένο βογκητό του Σιρ Χαν που είχε σκοντάψει πάνω στα χαμόκλαδα.
«Μα τι ηλίθιος!» είπε, «πήδηξε πάνω στη φωτιά που ’χε ανάψει ένας ξυλοκόπος κι έκαψε τα πόδια του. Είναι μαζί του και ο Ταμπακί».
«Κάποιος ανηφορίζει προς τα δω», είπε η Λύκαινα τεντώνοντας τ’ αυτί της. «Έχε το νου σου».
Ακούστηκε ένα θρόισμα στους θάμνους και ο Λύκος ετοιμάστηκε να ορμήσει. Αν ήσασταν από μια μεριά και παρακολουθούσατε τη σκηνή, θα βλέπατε το πιο υπέροχο πράγμα στον κόσμο – το λύκο να κάνει μεταβολή στον αέρα. Είχε, βλέπετε, ξεκινήσει το άλμα του πριν καλά καλά δει με τι είχε να κάνει και ενώ βρισκόταν ήδη στον αέρα προσπάθησε να σταματήσει. Το αποτέλεσμα ήταν να τιναχτεί σε ύψος κάπου μισό μέτρο και να ξαναπέσει μετά στο ίδιο σχεδόν σημείο που ήταν και πριν.
«Άνθρωπος!» είπε κατάπληκτος. «Ένα ανθρώπινο κουτάβι. Κοίτα!»
Ακριβώς μπροστά του στεκόταν ένα γυμνό, μελαψό παιδί που στηριζόταν σ’ ένα χαμηλό κλαδί∙ μόλις που κατάφερνε να στέκεται στα πόδια του, το κορμάκι του ήταν απαλό κι όλο λακκάκια. Ήταν πρωτοφανές να βρίσκεται ένα τέτοιο πλάσμα βράδυ σε λυκοφωλιά. Σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε το Λύκο κατά πρόσωπο και γέλασε.
«Ανθρώπινο κουτάβι είναι αυτό;» ρώτησε η Λύκαινα. «Δεν έχω ξαναδεί. Για φερ’ το μου εδώ».
Ο Λύκος, συνηθισμένος να πιάνει τα μικρά του στο στόμα του για να τα μεταφέρει, μπορεί, αν χρειαστεί, να βάλει ένα αβγό στο στόμα του χωρίς να το σπάσει. Γι’ αυτό κι ο Λύκος γράπωσε με τα σαγόνια του το παιδί απ’ την πλάτη χωρίς να του κάνει ούτε μια γρατσουνιά με τα δόντια του και το απίθωσε ανάμεσα στα λυκόπουλα.
«Ποπό, τι μικρό που είναι! Και γυμνούλι – αλλά και τι γενναίο!» είπε η Λύκαινα τρυφερά. Το παιδί σπρωχνόταν με τα λυκόπουλα και προσπαθούσε να φτάσει κι αυτό στο ζεστό τρίχωμα. «Αχά! Θέλει να πιει κι αυτό το γάλα του μαζί με τ’ άλλα. Ώστε, λοιπόν, αυτό είναι ένα ανθρώπινο κουτάβι. Υπήρξε άραγε ποτέ καμιά άλλη λύκαινα που θα μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε ένα ανθρώπινο κουτάβι ανάμεσα στα μικρά της;»
«Άκουσα πως υπήρξαν μερικές τέτοιες περιπτώσεις, αλλά στη δική μας αγέλη και στην εποχή μας δεν έχει ξαναγίνει», είπε ο Λύκος. «Δεν έχει καθόλου τρίχωμα και θα μπορούσα να το σκοτώσω με μια και μόνη κλοτσιά. Κοίτα, όμως, σηκώνει τα μάτια προς το μέρος μας και δε φοβάται».
Ξαφνικά το φως του φεγγαριού έπαψε να φωτίζει τη σπηλιά, καθώς μέσα απ’ το άνοιγμα πρόβαλαν το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι και οι ώμοι του Σιρ Χαν. Πίσω του ήταν ο Ταμπακί, που όλο τσίριζε: «Κύριε μου, κύριε μου, εδώ μέσα μπήκε, εδώ μέσα!»
«Μεγάλη μας τιμή να έχουμε εδώ τον Σιρ Χαν», είπε ο Λύκος, αλλά τα μάτια του έδειχναν μεγάλο θυμό. «Σαν τι επιθυμεί, λοιπόν, ο Σιρ Χαν;»
«Το θήραμά μου θέλω», είπε ο Σιρ Χαν. «Ένα ανθρώπινο κουτάβι ήρθε καταδώ. Οι γονείς του το έβαλαν στα πόδια. Δώσε μου το».
Ο Σιρ Χαν είχε πηδήξει, όπως είπε ο λύκος, πάνω στη φωτιά ενός ξυλοκόπου και έκαψε το πόδι του και τώρα ήταν εξαγριωμένος απ’ τον πόνο. Ο Λύκος, όμως, ήξερε ότι το άνοιγμα της σπηλιάς ήταν πολύ στενό και δε χωρούσε να μπει μέσα μια τίγρη. Ήδη οι ώμοι και τα μπροστινά πόδια του Σιρ Χαν είχαν μουδιάσει, έτσι όπως τα είχε στριμώξει, και ένιωθες όπως ένας άνθρωπος που θα προσπαθούσε να παλέψει μέσα σ’ ένα βαρέλι.
«Οι Λύκοι είναι ελεύθερος λαός», είπε ο Λύκος. «Παίρνουν διαταγές μονάχα από τον Αρχηγό της Αγέλης τους κι όχι απ’ το πρώτο τυχόντα ριγωτό αγελαδοσκοτώστρα. Το ανθρώπινο κουτάβι είναι δικό μας κι άμα θέλουμε το σκοτώνουμε κιόλας».
«Τι θέλουμε και ξεθέλουμε κάθεσαι και μου τσαμπουνάς! Τι θα πει "θέλουμε"; Σ’ εξορκίζω στον ταύρο που σκότωσα, θα μ’ έχεις δηλαδή πολλή ώρα να περιμένω με τη μύτη μου χωμένη μες στη σκυλοφωλιά σου για να πάρω κάτι που μου ανήκει; Ο Σιρ Χαν είμαι, καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»
Το μουγκρητό του τίγρη ήχησε μέσα στη σπηλιά σαν κεραυνός. Η Λύκαινα ελευθερώθηκε από τα μικρά της και τινάχτηκε μπροστά. Τα μάτια της, σαν δύο πράσινα φεγγάρια μέσα στο σκοτάδι, κοίταζαν ολόισια τα μάτια του Σιρ Χαν που έβγαζαν φλόγες.
«Κι εγώ είμαι η Ράκσα (Η Δαιμόνια), αν θέλεις να ξέρεις. Το ανθρώπινο κουτάβι είναι δικό μου, Λούνγκρι, ολόδικό μου! Και δε θα σκοτωθεί. Θα ζήσει και θα τρέχει με την Αγέλη μας και θα κυνηγάει με την Αγέλη μας. Και στο τέλος, να ’χεις υπόψη σου, σπουδαίε κυνηγέ μικρών παιδιών, βατραχοφάγε, ψαροσκοτώστρα, πως θα κυνηγήσει και σένα τον ίδιο! Και τώρα τσακίσου από δω γιατί, μα το σαμπούρ που σκότωσα (εγώ δεν τρώω αγελάδες ξελιγωμένες απ’ την πείνα), θα πας πίσω στη μάνα σου πιο κουτσός απ’ ό,τι ήσουν όταν σε γέννησε. Φύγε, τσουρουφλισμένο θηρίο της ζούγκλας, το καλό που σου θέλω!»
Ο Λύκος παρακολουθούσε τη σκηνή κατάπληκτος. Κόντευε να ξεχάσει την εποχή που είχε κερδίσει από πέντε άλλους λύκους τη Λύκαινα σε τίμιο αγώνα, όταν εκείνη ήρθε στην αγέλη τους. Δεν της είχαν δώσει το όνομα Δαιμόνια χωρίς λόγο. Αν είχε να κάνει με το Λύκο, μπορεί ο Σιρ Χαν να μην υποχωρούσε εύκολα, τη Λύκαινα, όμως, δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει, γιατί ήξερε πως, αφού εκείνη βρισκόταν στο δικό της έδαφος, θα τον πολεμούσε μέχρι θανάτου. Προτίμησε, λοιπόν, να αποτραβηχτεί από το άνοιγμα της σπηλιάς μουγκρίζοντας κι όταν βρέθηκε σε κάποια απόσταση, φώναξε:
«Το σκυλί στην αυλή του γαβγίζει! Να δούμε, όμως, τι θα ’χει να πει η αγέλη όταν μάθει πως περιθάλπεις ανθρώπινο κουτάβι. Το κουτάβι είναι δικό μου και στα δικά μου δόντια θα έρθει τελικά, φουντονούρηδες παλιοκλέφτες!»
Η Λύκαινα σωριάστηκε δίπλα στα μικρά της κοντανασαίνοντας. Ο Λύκος είπε λυπημένα:
«Ο Σιρ Χαν είπε κάτι σωστό. Το κουτάβι πρέπει να το δείξουμε στην Αγέλη. Σκέφτεσαι ακόμα να το κρατήσεις;»
«Να το κρατήσω!» είπε εκείνη αγκομαχώντας ακόμα. «Ήρθε εδώ γυμνός, μες στη νύχτα, μοναχός και πεινασμένος∙ κι όμως, δε φοβήθηκε! Κοίτα δω να δεις τι γίνεται, έχει κιόλας σπρώξει στην άκρη ένα απ’ τα μικρά μας. Κι αυτός ο κουτσός βρομοχασάπης θα τον σκότωνε και ύστερα θα το ’σκαγε για το Γουαϊναγκούνγκα και θα άφηνε εδώ εμάς να βγάλουμε το φίδι απ’ την τρύπα, που οι χωρικοί, για να μας εκδικηθούν, δεν θ’ άφηναν εδώ φωλιά για φωλιά! Αν θα το κρατήσω; Και βέβαια θα το κρατήσω. Ησύχασε, βατραχάκι μου. Μόγλη. Ναι, έτσι θα σε φωνάζω: Μόγλης ο βάτραχος. Και θα ’ρθει ο καιρός να κυνηγήσεις εσύ τον Σιρ Χαν, όπως σε κυνηγάει αυτός τώρα».
Ράντγιαρτν Κίπλινγκ, Το βιβλίο της ζούγκλας, μτφ. Χρυσόστομος Λογοθέτης, Ερευνητές, 2000, σελ. 10 – 13