Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1884

Χάιντι

  • Χάιντι, εξώφυλλο της έκδοσης του 1887
  • Η Χάιντι είναι κυρίως γνωστή ως η ηρωίδα της τηλεοπτικής σειράς που βασιζόταν στο ομώνυμο μυθιστόρημα και είχε εικονογραφηθεί από ομάδα γιαπωνέζων εικονογράφων

Γιοχάννα Σπίρι 1827-1901

Η συγγραφέας Γιοχάννα Σπίρι εκδίδει το βιβλίο της Χάιντι. Είναι η ιστορία της μικρής ορφανής Χάιντι που πρέπει να ζήσει με τον μουτρωμένο, άγριο παππού της σε μια καλύβα στις Ελβετικές Άλπεις. Η Χάιντι πρέπει να ξεπεράσει τους δικούς της φόβους και τη δυστυχία της, αλλά ο χαρακτήρας της μεταμορφώνει πρώτα τη ζωή του παππού της αλλά και του Πέτρου, του μικρού βοσκού που γίνεται η μόνιμη συντροφιά της στα βουνά.

Διαβάστε σχετικά:

Και με αυτά όλη η παρέα ξεκίνησε χαρούμενα για το βουνό. Τη νύχτα ο άνεμος είχε σκορπίσει και τα τελευταία σύννεφα. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, η θέα απεριόριστη και ο πρωινός ήλιος έλαμπε πάνω στις καταπράσινες πλαγιές των βουνών, ενώ κίτρινα και γαλάζια λουλουδάκια είχαν ανοίξει τα πέταλά τους για να τον χαιρετήσουν χαμογελαστά.
Η Χάιντι χοροπηδούσε εδώ κι εκεί σαν κατσικάκι βγάζοντας χαρούμενες κραυγές. Τόπους τόπους αμέτρητες κόκκινες πριμούλες πλέκονταν μεταξύ τους, ενώ παρακάτω χαριτωμένες γαλάζιες γεντιανές έλαμπαν στην πρωινή λιακάδα. Παντού οι νεραγκούλες με τα λεπτεπίλεπτα πέταλά τους χαιρετούσαν την καινούρια μέρα. Χαμένη μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο λουλουδένιο χαλί, η Χάιντι ξέχασε ακόμα και τον Πέτερ με τις κατσίκες του. Έτρεχε πότε μπροστά και πότε στο πλάι, παντού όπου έβλεπε τα κόκκινα και κίτρινα λουλούδια. Συνεχώς μάζευε αγκαλιές λουλούδια και τα έβαζε στην ποδιά της, γιατί ήθελε να τα πάρει μαζί της στο σπίτι και να στολίσει κάθε γωνιά του, ακόμα και το κρεβάτι της, ώστε να το κάνει να μοιάζει με τα βοσκοτόπια του βουνού.
Έτσι ο καημένος ο Πέτερ είχε διπλή δουλειά εκείνη τη μέρα. Τα μεγάλα στρογγυλά του μάτια, που δεν είχαν συνηθίσει να κινούνται τόσο γρήγορα, δεν προλάβαιναν να προσέχουν και τη Χάιντι και τις κατσίκες. Αυτές πια, λες και κάτι είχαν πάθει, έτρεχαν δεξιά κι αριστερά κι έπρεπε να ‘χει παντού το νου του. Αναγκαζόταν αν σφυρίζει και να φωνάζει και να κουνάει συνέχει την γκλίτσα του για να τις μαζέψει κοντά του.
Που πήγες τώρα, Χάιντι; φώναξε σχεδόν θυμωμένα
Εδώ, ακούστηκε εκείνη, από κάποιο μέρος που δε φαινόταν.
Ο Πέτερ δεν έβλεπε κανέναν, γιατί η Χάιντι καθόταν κατάχαμα, κάτω από ένα λοφάκι σκεπασμένο με μυρωδάτες ανθισμένες αγριοδαμασκηνιές. Όλος ο αέρας γύρω ήταν γεμάτος με την ευωδιά τους και η Χάιντι ήταν μαγεμένη από το μεθυστικό τους άρωμα. Καθισμένη κάτω, ανάμεσα στα αγριολούλουδα, ρουφούσε αχόρταγα το γλυκό αέρα.
Έλα δω! φώναξε πάλι ο Πέτερ. Πρόσεχε μην πέσεις από τα βράχια, ο παππούς σου μου είπε να σε προσέχω.
Που είναι τα βράχια; ρώτησε η Χάιντι χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της, γιατί κάθε πνοή του ανέμου την τύλιγε με τη γλυκιά μυρωδιά των λουλουδιών κι ήταν απρόθυμη να χάσει αυτή την ευτυχία.
Εκεί ψηλά, πολύ ψηλά, έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε ακόμα. Εμπρός βιάσου λοιπόν! Εκεί στην πιο ψηλή κορφή κάθεται ο γερο-αετός και κράζει.
Τα λόγια του την έπεισαν. Η Χάιντι σηκώθηκε αμέσως κι έτρεξε κοντά στον Πέτερ, με την ποδιά γεμάτη λουλούδια.
Τώρα έχεις αρκετά, της είπε το αγόρι, καθώς άρχισαν να περπατούν και πάλι μαζί. Δε θα φύγουμε ποτέ, αν συνεχίσεις να τα μαζεύεις. Κι ύστερα, αν τα μαζέψεις όλα σήμερα, δε θα μείνει τίποτα γι’ αύριο.
Το κοριτσάκι συμφώνησε. Άλλωστε η ποδιά της ήταν τόσο γεμάτη λουλούδια που δε χωρούσε άλλα και δε θα το συγχωρούσε στον εαυτό της αν δεν άφηνε αρκετά για την επόμενη ημέρα. Προχώρησε λοιπόν γρήγορα μαζί με τον Πέτερ. Οι κατσίκες φρονίμεψαν κι αυτές, καθώς το αεράκι τους έφερνε τη μυρωδιά από τα αγαπημένα τους χόρτα που φύτρωναν πάνω, στις ψηλότερες πλαγιές. Έτσι, άρχισαν να σκαρφαλώνουν χωρίς σταματημό για να τα φτάσουν μια ώρα αρχύτερα.
Το βοσκοτόπι όπου συνήθιζε να την αράζει ο Πέτερ και το κοπάδι του βρισκόταν στους πρόποδες τεράστιων και απόκρημνων βράχων, που ήταν σκεπασμένοι με θάμνους και έλατα. Πιο ψηλά όμως οι βράχοι υψώνονταν προς τον ουρανό γυμνοί και απότομοι. Από τη μια πλευρά των βράχων ανοίγονταν επικίνδυνες βαθιές χαράδρες. Ο παππούς είχε δίκιο που σύστησε στον Πέτερ να είναι πολύ προσεχτικός.
Όταν έφτασαν στο σημείο που σταματούσε συνήθως ο Πέτερ, έβγαλε το σακίδιό του και το έβαλε προσεχτικά σε μια μικρή λακκούβα στο έδαφος. Ήξερε πως ο αέρας εδώ ψηλά φυσούσε με μεγάλη μανία μερικές φορές και δεν ήθελε να δει τα πολύτιμα αγαθά του να κυλούν κάτω στην πλαγιά, σπρωγμένα από μια ξαφνική ριπή. Έπειτα ξαπλώθηκε πάνω στα χορτάρια που ο ήλιος είχε ζεστάνει. Μετά από όλη αυτή την πορεία, είχε έρθει η ώρα για λίγη ανάπαυση.
Στο μεταξύ η Χάιντι έβγαλε την ποδιά της, την τύλιξε προσεχτικά για να μη χαλάσουν τα λουλούδια και την έβαλε κοντά στο σακίδιο, μέσα στη λακκούβα. Έπειτα κάθισε κοντά στον ξαπλωμένο Πέτερ και κοίταξε γύρω της. Μακριά κάτω απλωνόταν η κοιλάδα λουσμένη στις πρωινές αχτίδες του ήλιου. Μπροστά της η Χάιντι διέκρινε μια χιονισμένη έκταση που απλωνόταν ψηλά προς τον απέραντο γαλάζιο ουρανό. Στ’ αριστερά του χιονιού, υψωνόταν ένας πελώριος όγκος από βράχους. Το κοριτσάκι στεκόταν ακίνητο, σαν πετρωμένο, χωρίς να βγάζει λέξη. Τα μάτια του ερευνούσαν τα πάντα ολόγυρα. Απόλυτη βαθιά ησυχία απλωνόταν στα βουνά. Μόνο το αεράκι σάλευε τις γαλάζιες γεντιανές και τις λαμπρές νεραγκούλες κουνώντας με τρυφερότητα δεξιά κι αριστερά τους λεπτούς μίσχους τους. Νικημένος από την κούραση, ο Πέτερ είχε αποκοιμηθεί, ενώ οι κατσίκες τριγυρνούσαν ανάμεσα στους θάμνους. Η Χάιντι ποτέ σ’ όλη της τη ζωή δεν είχε νιώσει τόσο ευτυχισμένη. Ρουφούσε αχόρταγα το λαμπερό φως του ήλιου, το δροσερό αέρα, τη γλυκιά μυρωδιά των λουλουδιών, και το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει για πάντα εκεί.
Αρκετή ώρα πέρασε έτσι. Η Χάιντι καθόταν κοιτάζοντας με ορθάνοιχτα μάτια τις ψηλές βουνοκορφές, τόσο έντονα, που στο τέλος της φάνηκε ότι ζωντάνεψαν και της έγνεψαν σαν παλιοί φίλοι.

Γιοχάνα Σπίρι, Χάιντι, μτφ. Νίκος Γερμανός, Ερευνητές, 2003, σελ. 35 - 38