Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1883

Ο Πινόκιο

  • Το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης του 1902

Κάρλο Κολόντι 1826-1890

Ο Κάρλο Κολόντι παρουσιάζει στα παιδιά ένα κομμάτι ξύλο που όταν κυρ-Κεράσης, ο μαραγκός, πάει να το κόψει με το τσεκούρι τον παρακαλεί να μην τον πονέσει κι όταν πάει να το πλανήσει, γελάει και λέει πως γαργαλιέται. Το κομμάτι αυτό ξύλο στα χέρια του Τζεπέτο, του γέρου, γκρινιάρη κουκλοποιού θα μεταμορφωθεί στην κούκλα που θα ονομάσει Πινόκιο. Ο Πινόκιο, η άτακτη μαριονέτα που αρνείται να πάει στο σχολείο, να είναι καλός γιος για τον γέρο πατέρα του, ζει απίστευτες περιπέτειες, που πάντα καταλήγουν στα ψέματα και τη μύτη του που μεγαλώνει, μέχρι να ωριμάσει και να αναλάβει το ρόλο που από την αρχή είχε φανταστεί γι’ αυτόν ο Τζεπέτο.

Διαβάστε σχετικά:
Ο Τζεπέτο γυρνάει σπίτι και φτιάχνει τον κούκλο∙ τον ονομάζει Πινόκιο.
Πρώτες αταξίες του κούκλου
.

Το δωματιάκι του Τζεπέτο, στο ισόγειο, φωτιζότανε από ένα παράθυρο κάτω απ’ τις σκάλες. Είχε την πιο απλή επίπλωση που μπορούσε να γίνει. Μια παλιά καρέκλα, ένα κρεβάτι που έτριζε, κι ένα τραπεζάκι διαλυμένο. Στο πίσω μέρος του δωματίου φαινότανε ένα τζάκι, κι η φωτιά κόκκινη. Μα η φωτιά ήταν ζωγραφιστή, και πάνω της ήταν και μια κατσαρόλα, ζωγραφιστή κι αυτή, να βράζει ζωηρά, μ’ ένα σύννεφο ατμού που ήταν σαν πραγματικό σύννεφο ατμού.
Μόλις έφτασε σπίτι, ο Τζεπέτο πήρε τα εργαλεία του κι άρχισε να φτιάχνει τον κούκλο.
- Πώς να τον βαφτίσω αναρωτήθηκε. Μου φαίνεται πως θα τον πω Πινόκιο. Αυτό το όνομα θα μου φέρει τύχη. Ήξερα κάποτε μια ολόκληρη οικογένεια με το όνομα Πινόκιο. Τον πατέρα τον λέγανε Πινόκιο και τη μητέρα Πινόκια, και τα παιδιά Πινοκιάκια, και ζήσανε καλά. Ο πιο πλούσιος απ’ όλους τους ήταν ζητιάνος.
Τώρα που είχε βρει όνομα για τον κούκλο του, άρχισε να δουλεύει με μεγάλη αποφασιστικότητα. Έφτιαξε τα μαλλιά του, το μέτωπο, και τα μάτια του σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Φανταστείτε την αμηχανία του όταν τέλειωσε τα μάτια, που τα ’δε να κινούνται και να τον κοιτάνε!
Όταν ο Τζεπέτο είδε αυτά τα ξύλινα μάτια να τον κοιτάνε, θύμωσε, δεν τ’ άρεσε καθόλου, και είπε:
- Άταχτα ξύλινα μάτια, γιατί με κοιτάτε;
Κανένας όμως δεν απάντησε.
Μετά τα μάτια έφτιαξε τη μύτη. Δεν πρόλαβε να την τελειώσει, κι η μύτη άρχισε να μεγαλώνει. Μεγάλωνε, και μεγάλωνε, και σε λίγες στιγμές είχε τόσο πολύ μεγαλώσει, που ’λεγες πως δεν έχει τέλος.
Ο φτωχός Τζεπέτο προσπαθούσε απεγνωσμένα να την κοντύνει. Όσο πιο πολύ όμως την έκοβε, τόσο πιο μακριά γινότανε η αυθάδικη μύτη.
Άφησε τη μύτη κι έπιασε το στόμα. Δεν πρόλαβε κι αυτό να το τελειώσει, και το στόμα άρχισε να γελάει και να τον κοροϊδεύει.
- Σταμάτα να γελάς! Είπε ο Τζεπέτο. Λες και μιλούσε όμως στον τοίχο.
- Σταμάτα να γελάς, σου λέω! Φώναξε απειλητικά.
Το στόμα σταμάτησε να γελάει, και του ’βγαλε τη γλώσσα του. Επειδή όμως ο Τζεπέτο δεν ήθελε να χαλάσει τον κούκλο, έκανε πως δεν τον είδε, και συνέχισε να δουλεύει.
Έφτιαξε το σαγόνι, το λαιμό, τους ώμους, το στομάχι, τα μπράτσα, τις παλάμες και τα δάχτυλα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα χέρια, και η περούκα του μαραγκού πέταξε απ’ το κεφάλι του. Σήκωσε τα μάτια, και τι να δει: η κίτρινη περούκα του βρισκότανε στα χέρια του κούκλου.
- Πινόκιο! Δωσ’ μου αμέσως πίσω την περούκα μου!
Αλλά ο Πινόκιο, αντί να του δώσει πίσω την περούκα, τη φόρεσε στο δικό του κεφάλι, και … εξαφανίστηκε μέσα της.
Τούτη η αναιδής, προσβλητική συμπεριφορά έκανε τον Τζεπέτο να νιώσει τόσο δυστυχισμένος, όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Γύρισε στον Πινόκιο, και είπε:
- Βρωμόπαιδο! Δε σε τελείωσα ακόμα, κι άρχισες κιόλας να μην υπακούς στον πατέρα σου! Αυτό είν’ άσχημο, παιδί μου, πολύ άσχημο! – Και σκούπισε ένα δάκρυ απ’ τα μάτια του.
Μείνανε όμως ακόμα τα πόδια, κι έπρεπε να τα φτιάξει.
Όταν ο Τζεπέτο τελείωσε τα πόδια, ανταμείφθηκε με μια κλωτσιά στη μύτη.
- Καλά να πάθω, είπε μέσα του. Έπρεπε να το ’χα σκεφτεί από πριν. Τώρα πια είναι αργά.
Πήρε τον κούκλο στα χέρια του, και τον ακούμπησε κάτω στο πάτωμα, να δει αν μπορούσε να περπατήσει. Αλλά ο Πινόκιο δε λύγιζε τα πόδια του, δεν ήξερε πώς να τα κινήσει. Τον έπιασε λοιπόν ο Τζεπέτο από το χέρι και του ’δειξε πώς να βάζει το ένα πόδι μπροστά ύστερα από τ’ άλλο.
Ο Πινόκιο κατάφερε να λυγίσει τα πόδια του∙ άρχισε να περπατάει μοναχός του, κι έτρεχε ολόγυρα στο δωμάτιο. Στο τέλος, γλίστρησε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, βγήκε στο δρόμο, κι όπου φύγει-φύγει.
Ο καημένος ο γέρο-Τζεπέτο έτρεξε πίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μα δεν κατάφερνε να τον πιάσει, γιατί ο μικρός δραπέτης πηδούσε σαν λαγός. Τα ξύλινα πόδια του μάλιστα χτυπούσανε στις πλάκες και κάνανε τόσο θόρυβο, λες κι άκουγες είκοσι ζευγάρια ξυλοπάπουτσα μαζί.
- Πιάστε τον! Πιάστε τον! Φώναξε ο Τζεπέτο.
Μα οι άνθρωποι, όταν βλέπανε τον ξύλινο κούκλο να τρέχει σαν άλογο, σταματούσανε και τον κοιτούσανε με κατάπληξη, κι ύστερα ξεσπούσανε σε γέλια. Γελούσανε, γελούσανε, μέχρι που πόναγε το συκώτι τους.
Τέλος, για καλή τύχη του Τζεπέτο, φάνηκε ένας αστυφύλακας, κι ακούγοντας το ποδοβολητό νόμισε πως κανένα άλογο το ’χε σκάσει από τ’ αφεντικό του. Στάθηκε λοιπόν ριψοκίνδυνα στη μέση του δρόμου, μ’ ανοιγμένα τα πόδια, να το σταματήσει και να προλάβει παραπέρα φασαρίες.
Ο Πινόκιο είδε από μακριά τον αστυφύλακα που του ’κλεινε το δρόμο κι αποφάσισε να περάσει ανάμεσα στα πόδια του. Μα απότυχε οικτρά.
Ο αστυφύλακας, χωρίς να μετακινηθεί απ’ τη θέση του, τον άρπαξε απ’ τη μύτη – εκείνη τη γελοία, μακριά μύτη, που ’μοιαζε να ’χει γίνει επίτηδες, για να την αρπάζουν οι αστυφύλακες – και τον παρέδωσε στον Τζεπέτο, που ’θελε να του τραβήξει τ’ αυτιά, να τον τιμωρήσει για την αταξία του.
Φανταστείτε πώς αισθάνθηκε όταν δεν κατάφερε να βρει αυτιά! Και ξέρετε γιατί; Γιατί τον είχε φτιάξει τόσο βιαστικά, που ’χε ξεχάσει τ’ αυτιά.
Έτσι τον έπιασε απ’ το σβέρκο, κι όπως τον έφερνε πίσω, του ’λεγε τινάζοντάς του το κεφάλι και απειλώντας τον:
- Πάμε σπίτι, και θα σε τακτοποιήσω εγώ!

Κάρλο Κολόντι, Οι περιπέτειες του Πινόκιο, μτφ. Σωτήρης Κακίσης, Νεφέλη, 1994, σελ. 14 -17