1883
Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον εκδίδει το βιβλίο του Το νησί του θησαυρού.
Ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον εκδίδει το βιβλίο του Το νησί του θησαυρού.
Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον 1850-1894
Όλα στην ιστορία ξεκινούν σχετικά ήρεμα για τον Τζιμ Χώκινς που δουλεύει στην ταβέρνα του πατέρα του. Από τις πρώτες σελίδες όμως κάνει την είσοδό του στο πανδοχείο ένας γέρος πειρατής, καθώς οι πελάτες τραγουδούν «Γιο-χο-χο,γιο-χο-χο, σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι, Γιο-χο-χο,γιο-χο-χο μ’ ένα μπουκάλι ρούμι». Ο γέρο πειρατής με την εμφάνισή του μας στοιχειώνει αμέσως με την ιστορία της μαύρης βούλας. Κι ύστερα ο Στήβενσον δεν μας αφήνει να σηκώσουμε κεφάλι με τις περιπέτειες, τις ανατροπές, τα γυρίσματα της μοίρας, τον τρόμο και την απόγνωση αλλά και την πίστη και την ελπίδα των ηρώων του. Χωρίς να το καταλάβουμε βρισκόμαστε στο νησί που οι πειρατές έχουν κρύψει τον θησαυρό τους, ακολουθώντας τον Τζιμ, κι ευχόμαστε να γυρίσει πίσω νικητής για να γυρίσουμε κι εμείς πίσω μαζί του.
Διαβάστε σχετικά:
Μέρος πρώτο
Όπου γνωρίζουμε τον Τζιμ Χόκινς, τον Καπετάνιο και το γιατρό Λάιβσυ. Και μαθαίνουμε τι σημαίνει Μαύρη Βούλα.
Ο κόσμος δεν ήταν πάντα, όπως είναι σήμερα. Αλλά το Σήμερα είναι ολοκαίνουργιο και το Χτες είναι γεμάτο πράγματα θαυμαστά, παράξενα, άγνωστα. Χτες είχε η Γη ακόμα τόπους ανεξερεύνητους, που πόδι ανθρώπου δεν τους είχε πατήσει. Είχε θάλασσες φουρτουνιασμένες, επικίνδυνες, ταξίδια αφάνταστα, περιπέτειες, που δεν τις βάζει ο νους. Είχε παιδιά, που ξεκινούσανε με τα πόδια να γνωρίσουνε τον κόσμο! Είχε πειρατές. Είχε και νησιά, που δεν τα έγραφε κανένας χάρτης.
Κι εγώ, που γράφω τώρα τούτη την ιστορία, το ‘ζησα από πρώτο χέρι αυτό το Χτες. Μπορεί να μοιάζει μακρινό, αλλά δεν είναι τόσο. Ώρες-ώρες θαρρώ πως λίγες μέρες μόνο έχουν περάσει από τότε που ζούσα φρόνιμα κι ωραία, παιδί μικρό, με τη μάνα και με τον πατέρα μου. Είχαμε ένα πανδοχείο κοντά στο λιμάνι του Μπρίστολ κι η ζωή μας κυλούσε ατάραχη, δίχως σύννεφα, δίχως φουρτούνες. Εγώ ξυπνούσα το πρωί, έπαιζα κι έτρεχα όλη μέρα, βοηθούσα λιγουλάκι στη δουλειά, και μαζευόμουνα το βράδυ για ύπνο κουρασμένος και χορτάτος. Μα κι από το παιχνίδι πιο πολύ αγαπούσα τις ιστορίες, που λέγανε οι ναυτικοί, οι γέροι θαλασσόλυκοι που ξέπεφταν στο πανδοχείο του πατέρα μου. Με το στόμα ανοιχτό τους άκουγα. Πόσα ξέρανε! Πόσα λέγανε! Και πόσο τους ζήλευα!
Γιατί τότε δεν το φανταζόμουνα ότι με περίμενε κι εμένα περιπέτεια τρομερή, πιο τρομερή απ’ όλες όσες είχα ακούσει ποτέ μου. Ακόμα κι αν κατέβαινε ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, δεν θα τον πίστευα. Ήμουνα, βλέπετε, παιδί μικρό και νόμιζα πως όλες οι περιπέτειες συμβαίνουν στους άλλους. Τώρα έχω καταλάβει πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Αλήθεια είναι, για να ξέρετε, η ιστορία που θα διηγηθώ. Λοιπόν: με λένε Τζιμ Χόκινς. Και το πανδοχείο του πατέρα μου το λέγανε Ναύαρχο Μπένμποου.
Εκεί, στη σάλα του Ναυάρχου Μπένμποου, καθόμουνα τα βράδια κι άκουγα πράματα και θάματα απίστευτα. Κι ύστερα έπεφτα στο κρεβατάκι μου και κοιμόμουνα ήσυχα. Γιατί ήμουνα σίγουρος πως τίποτα απ’ όλα εκείνα δεν θα συνέβαινε ποτέ σε μένα. Οι μέρες κυλούσανε η μια μετά την άλλη, λοιπόν, ως το πρωί που χτύπησε την πόρτα μας ο Γέρο-Καπετάνιος. Τον θυμάμαι σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Στάθηκε στο κατώφλι μας με το πρόσωπό του ηλιοκαμένο και μ’ ένα σημάδι από μαχαίρι ή από σπάθα στο δεξί του μάγουλο. Παράγγειλε ρούμι και φαγητό, έφαγε κι ύστερα ζήτησε κάμαρη. «Θα μείνω κάμποσο», είπε. «Κι έχω να πληρώσω». Μ’ αυτά τα λόγια έβγαλε από το πουγκί του τρία χρυσά φλουριά και τ’ ακούμπησε στον πάγκο, μπροστά στον πατέρα μου. Και δίχως να περιμένει απάντηση, φορτώθηκε στον ώμο το σεντούκι του κι ανέβηκε στην κάμαρά του. Έτσι άρχισαν όλα.
Ο Καπετάνιος ήταν λιγομίλητος άνθρωπος. Δεν άνοιγε εύκολα το στόμα του. Τα βράδια καθότανε δίπλα στο αναμμένο τζάκι κι έπινε το ρούμι του χωρίς συντροφιά. Άμα είχαμε ξένους, τότε ανέβαινε γραμμή στην κάμαρά του. Από την πρώτη κιόλας μέρα μ’ είχε πιάσει και μού ‘χε τάξει ένα ασημένιο κάθε μήνα, φτάνει να ‘χα τα μάτια μου ανοιχτά. Κι αν τύχαινε να ‘ρθει κανένας κουτσός ναυτικός να τον γυρέψει, τότε να τρέξω να του το προφτάσω. Αραιά και πού μεθούσε –τότε άρχιζε να μιλάει για τα παλιά, να διηγείται ιστορίες από τα νιάτα του, ιστορίες που με τρόμαζαν και με μάγευαν μαζί. Ιστορίες πειρατικές.
Μυστικά δεν είχανε οι Εφτά Θάλασσες για τον Γέρο-Καπετάνιο. Δεν υπήρχε νησί στο αρχιπέλαγος το πειρατικό, που να μην το ‘χει επισκεφτεί. Δεν υπήρχε κουρσάρος ξακουστός, που να μην τον έχει γνωρίσει από κοντά. Κι όταν το ρούμι έλυνε τη γλώσσα του, μιλούσε με τις ώρες για πειρατές. Για πειρατές με μαλλιά μακριά, πιασμένα αλογοουρά στην πλάτη τους, για να μην τους εμποδίζουνε στη μάχη. Για πειρατές ατρόμητους, που δεν φοβόντουσαν τίποτα. Για πειρατές, που κι αν δεν ξέρανε γράμματα, ξέρανε να διαβάζουνε χάρτες με μια ματιά και να σκίζουνε τα πέλαγα και τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Είχαν καράβια με πανιά, μικρά και γρήγορα: μπριγκαντίνια, γαλιότες, μπρίκια, μπελούδες. Κι άλλα, πιο μεγάλα: μπρατσέρες, φρεγάτες, κέρκουρους. Είχαν θησαυρούς. Λίρες, φλουριά, δουβλόνια, διαμάντια, μπριλάντια, ζαφείρια. Κι έβρισκαν νησάκια κρυμμένα μέσα στα κύματα των ωκεανών, νησάκια που μήτε όνομα δεν είχανε, για να θάψουνε τα ξέχειλα σεντούκια τους.
Μα όσο μεθυσμένος κι αν ήταν, ποτέ δεν ξεχνούσε να ρωτήσει μήπως είχε έρθει κάποιος κουτσός ναυτικός να τον γυρέψει. «Θα τον γνωρίσεις με την πρώτη, μικρέ!» μου ‘λεγε. «Έχει το ένα του ποδάρι ξύλινο!» Τόση ήταν η επιμονή του, που είχα αρχίσει να τον φοβάμαι αυτόν τον άγνωστο μονοπόδαρο. Τον έβλεπα στον ύπνο μου και πετιόμουνα τρομαγμένος, μήπως και καταφέρει να τρυπώσει στο πανδοχείο μας, χωρίς να τον πάρω χαμπάρι.
Αλλά η ζωή δεν τα φέρνει ποτέ, όπως τα περιμένεις. Κι αντί για τον κουτσό κουρσάρο που στοίχειωνε τα όνειρά μου, στο πανδοχείο μας ήρθε και θρονιάστηκε η αρρώστια. Ο πατέρας μου έπεσε ανήμπορος στο στρώμα κι η μάνα μου κι εγώ φορτωθήκαμε όλες τις δουλειές. Συχνά-πυκνά ερχότανε ο γιατρός Λάιβσυ και τον έβλεπε, αλλά εμείς χάναμε μέρα με τη μέρα τις ελπίδες μας. Εγώ δούλευα πια από το πρωί ως το βράδυ και καιρό για ιστορίες και παραμύθια δεν είχα. Όσο για τον Καπετάνιο, αυτός συνέχιζε να μένει μαζί μας. Τις πιο πολλές ώρες, βέβαια, τις περνούσε στα βράχια της ακρογιαλιάς, να σαρώνει με το κανοκιάλι του τον ορίζοντα. Και κάθε πρώτη του μηνός, που με πλήρωνε για την κάμαρη και για το φαγητό του, μου θύμιζε τον μονοπόδαρο ναυτικό. «Αν φανεί, Τζιμ, αγόρι μου, να τρέξεις ευθύς αμέσως να μου το πεις! Σύμφωνοι;»
«Σύμφωνοι, Καπετάνιε!» του απαντούσα. Και την επόμενη στιγμή κιόλας το ξεχνούσα. Γιατί είχα άλλες έγνοιες στο κεφάλι μου. Όταν μπήκε, λοιπόν, στο Ναύαρχο Μπένμποου εκείνος ο άγνωστος με το κιτρινιάρικο πρόσωπο και παράγγειλε ρούμι, το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό. Ο ξένος είχε και τα δυο του πόδια στη θέση τους!
Όταν του πήγα το ρούμι, που είχε ζητήσει, είδα πως απ’ τ’ αριστερό του χέρι του λείπανε δυο δάχτυλα. Είχε και μια σπάθα ζωσμένη στη μέση του. Αλλά ναυτικός δεν έμοιαζε. Γι’ αυτό κι απόρησα, όταν με ρώτησε για τον Καπετάνιο. «Εδώ δεν μένει, παλικάρι μου, ο φίλος μου ο Μπίλ; Ένας γέρο-ναυτικός με σημαδεμένο πρόσωπο;»
«Δεν ξέρω, κύριε, αν τον λένε Μπίλ. Εμείς Καπετάνιο τον φωνάζουμε. Αλλά είναι όπως το λέτε: έχει ένα σημάδι στο δεξί του μάγουλο. Ένα σημάδι από κόψιμο».
«Ε, να δεις χαρές που θα κάνει, άμα με δει!» είπε στραβώνοντας το στόμα του ο κιτρινιάρης. «Θα λωλαθεί από τη χαρά του ο γέρο-Μπίλ! Και πού είναι τώρα, για να ‘χουμε καλό ρώτημα;»
«Είναι κάτω, στο γιαλό κι αγναντεύει τα καράβια», αποκρίθηκα, χωρίς τίποτα να υποψιαστώ. «Μα όπου να ‘ναι έρχεται. Κοντεύει μεσημέρι». Αυτά είπα μόνο και ξανάπιασα τη δουλειά μου.
Πώς πέρασε η ώρα δεν το κατάλαβα. Μόνον όταν ακούστηκαν απ’ έξω τα βήματα του καπετάνιου, σήκωσα τα μάτια από τον πάγκο μου και… σάστισα. Ο ξένος είχε το βλέμμα του καρφωμένο στην πόρτα και την κοίταζε, όπως κοιτάζει ο πεινασμένος λύκος το αρνί: έτοιμος να χυμήξει. Τα ‘χασα. Αλλά δεν πρόλαβα να σαλέψω. Ο Καπετάνιος μπήκε μέσα και τράβηξε για το τραπέζι του, χωρίς να γυρίσει να δει ούτε τον ξένο ούτε μένα. Κι ο κιτρινιάρης δεν περίμενε άλλο+ άνοιξε το στόμα του και με δυνατή φωνή τον φώναξε με τ’ όνομά του. «Μπίλ!»
Γύρισε απότομα ο Καπετάνιος. Κι ευθύς άλλαξε χίλια χρώματα. Το μούτρο του πάνιασε, ακόμα και το σημάδι του έγινε πιο άσπρο απ’ ότι ήταν. Λες κι είχε δει τον ίδιο το Σατανά αυτοπροσώπως. «Εσύ; Εσύ είσαι, Μαυρόσκυλε;» κατάφερε τέλος να γρυλίσει μέσα από τα δόντια του. «Πώς με ξετρύπωσες εδώ, σ’ αυτό το χωριουδάκι, που ακόμα κι ο Θεός το ‘χει ξεχάσει;»
«Εγώ, ο ίδιος κι ο εαυτός μου, Μπίλυ παλιόφιλε!» αποκρίθηκε ο άλλος με θάρρος περισσό. «Και μην απορείς, που σε βρήκα. Γιατί το ξέρεις ότι θα ‘φτανα ως την άκρη της γης, αν ήταν να σε συναντήσω!»
«Καλά, λοιπόν….», μούγκρισε μουτρωμένος ο Καπετάνιος. «Με έψαχνες και να που με βρήκες. Λέγε τώρα τι θέλεις!»
«Α, Μπίλ! Δεν μιλάς καλά σ’ ένα φιλαράκι απ’ τα παλιά! Αν είσαι ο Μπίλ, που θυμάμαι, τότε δεν χρειάζεται να σου πω εγώ τι θέλω. Το ξέρεις κι από μόνος σου! Έλα να πιούμε ένα ρούμι παρέα και να τα κουβεντιάσουμε….»
Έτσι είπε ο κιτρινιάρης, που τον έλεγαν Μαυρόσκυλο. Κι εγώ τους πήγα το ρούμι και δυο ποτηράκια στο τραπέζι κοντά στο τζάκι και γύρισα στη δουλειά μου. Όσο κι αν πάσχισα ν’ ακούσω την κουβέντα τους, δεν τα κατάφερα, γιατί μιλούσαν χαμηλόφωνα. Μα λίγη ώρα αργότερα ύψωσαν τη φωνή. Γύρισα κι είδα τον Καπετάνιο όρθιο. Είχε φουντώσει από θυμό κι αγριεμένος βλαστημούσε τον παλιό του φίλο. Φοβήθηκα. Κι ο φόβος μου έγινε πανικός, όταν τους είδα και τους δυο να ξεθηκαρώνουν τις σπάθες τους και να ορμάνε ο ένας στον άλλον. Ζάρωσα πίσω από τον πάγκο μου. Μα δεν χρειάστηκε να μείνω εκεί για ώρα πολλή+ ο Καπετάνιος τον έστρωσε στο κυνήγι τον κιτρινιάρη. Μα ο Μαυρόσκυλος, αν στ’ αλήθεια έτσι τον έλεγαν, έτρεχε σαν λαγός κι ο Καπετάνιος γρήγορα τα παράτησε και γύρισε πίσω. Παραπατούσε, όταν μπήκε μέσα. Μου ζήτησε ρούμι με φωνή πνιγμένη. Μα ως να του το φέρω, σωριάστηκε κατάχαμα φαρδύς πλατύς.
Τότε ήταν που τα ‘χασα ολότελα. Μου φάνηκε πως θα πέθαινε, έτσι όπως κοντολαχάνιαζε και πνιγότανε στα χέρια μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Φαντάστηκα πως είχε χτυπηθεί. Του ξέσφιξα το κολάρο, του ξεκούμπωσα την πουκαμίσα και τον έψαξα. Τίποτα. Πάνω στην ώρα, ευλογημένος να ‘ναι, ήρθε ο γιατρός Λάιβσυ, να δει τον πατέρα μου. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως ο Καπετάνιος δεν ήταν λαβωμένος. «Δεν έχει χτυπηθεί πουθενά στο κορμί του», μου είπε. «Μόνο που από την ταραχή την πολλή το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Δώσ’ μου ένα μαχαίρι κοφτερό να του ανοίξω τη φλέβα εδώ να στο χέρι του, να φύγει λίγο αίμα, και θα συνέλθει….»
Το ‘πε και το ‘κανε ο γιατρός. Και λίγα λεπτά αργότερα ο Καπετάνιος μισάνοιξε τα μάτια του. Ήταν ακόμα ζαλισμένος και μας κοίταξε δίχως να μας αναγνωρίζει.
«Μαυρόσκυλε;» τραύλισε με σβησμένη, κουρασμένη φωνή.
«Δεν με λένε Μαυρόσκυλο», του αποκρίθηκε ο γιατρός Λάιβσυ. «Λάιβσυ με λένε και είμαι γιατρός. Κόντεψε να σού ‘ρθει νταμπλάς κι εγώ σ’ έσωσα. Μα να το ξέρεις! Αν ξαναβάλεις ρούμι στο στόμα σου, ετοιμάσου να φύγεις ευθύς για τον άλλο κόσμο!»
Ο Καπετάνιος προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ήταν τόσο εξαντλημένος που ούτε να σαλέψει τα χείλια του δεν μπορούσε. Μαζί με τον γιατρό τον κουβαλήσαμε στην κάμαρά του και τον βάλαμε στο κρεβάτι του, όπου βυθίστηκε στον ύπνο. Κι εγώ ακολούθησα τον γιατρό στο δωμάτιο του πατέρα μου.
Την άλλη μέρα περίμενα να πάει μεσημέρι, πριν ανέβω να του ρίξω μια ματιά. Τον βρήκα ξύπνιο, ανασηκωμένο στο κρεβάτι του. Ήταν ακόμα εξαντλημένος κι ανήμπορος να σταθεί στα πόδια του. Κι αυτός ήταν ο λόγος, που δεν είχε σηκωθεί. Γιατί τον κατάλαβα με την πρώτη ματιά, πως ήταν ταραγμένος και πως διόλου δεν του άρεσε που ήταν καρφωμένος στο στρώμα του.
«Τζίμ, αγόρι μου! Μόνο εσύ αξίζεις εδώ μέσα. Μόνο εσύ είσαι φίλος μου. Κι ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται. Τώρα που έχω τα χάλια μου, τώρα θα μου συμπαρασταθείς! Άντε, λοιπόν, σαν καλό παλικάρι και φέρε μου ένα ποτηράκι ρούμι να στηλωθώ! Γιατί πρέπει να τα μαζέψω και να φύγω το γρηγορότερο….»
«Μα ο γιατρός είπε….», τραύλισα.
«Ο γιατρός καλά θα κάνει να μη μιλάει καθόλου!» άστραψε και βρόντησε αγριεμένος ο Καπετάνιος. «Κι εσύ μάθε το από μένα, που είμαι ταξιδεμένος κι έχουνε δει τα μάτια μου ένα σωρό σ’ αυτόν τον κόσμο, ότι οι γιατροί είναι πιο βλάκες κι από τα γαϊδούρια! Γιατί δεν έχουνε ποτέ τους σηκώσει το κεφάλι κι όλο ζούνε με τη μύτη τους χωμένη στα βιβλία τους, που ο διάβολος να τους πάρει! Ξέρει τάχα ο γιατρουδάκος σου τι θα πει θάλασσα; Τι θα πει φουρτούνα στον ωκεανό; Τι θα πει κίτρινος πυρετός; Άκου με, το λοιπόν, μικρέ κι άντε φέρε μου ένα ποτηράκι ρούμι, γιατί αλλιώς θα βουλιάξω εδώ, μπροστά στα μάτια σου! Το αίμα θ’ ανέβει ξανά στο κεφάλι μου, θα φουρτουνιάσει και θα με πνίξει!»
Φοβήθηκα. Τέτοιες φωνές δεν μου ‘χε ξαναβάλει ποτέ του. Κι έτσι έτρεξα και του ‘φερα το ρούμι του. Το κατέβασε μονορούφι και πράγματι συνήλθε κάπως. «Σ’ ευχαριστώ, Τζιμ. Το καλό, που μου ‘κανες, θα στο χρωστάω», μου είπε. «Και τώρα πες μου: τι είπε αυτός ο αναθεματισμένος ο γιατρός; Πόσες μέρες πρέπει να κάτσω στο κρεβάτι;»
«Μια βδομάδα, Καπετάνιε», απάντησα.
«Μια βδομάδα; Δεν είμαστε καλά! Εγώ σήμερα, αύριο το αργότερο πρέπει να φύγω. Γιατί τώρα που με βρήκανε, δεν θ’ αργήσουν να ξανάρθουν. Κι αν δεν τους δώσω αυτό, που γυρεύουνε, τότε θα βρούνε τρόπο οι καταραμένοι και θα μου χώσουνε στο χέρι τη Μαύρη Βούλα!»
Η ταραχή του όλο και μεγάλωνε. Μιλώντας ακόμα πάσχισε να σηκωθεί. Μ’ άρπαξε από τον ώμο, για να στηριχτεί πάνω μου, μα δεν τα κατάφερε κι έπεσε ξανά στο στρώμα λαχανιασμένος. Τον άκουγα, αλλά δεν καταλάβαινα τα λόγια του. Τον έβλεπα έτσι που παιδευότανε και τον λυπόμουνα. Μα δεν έβρισκα τίποτα να του πω, να τον παρηγορήσω. Γι’ αυτό του ‘σφιξα μόνο το χέρι, να ξέρει ότι είμαι πλάι του.
«Αχ, Τζίμ!» βόγκηξε μόλις ξαναβρήκε την ανάσα του. «Τον είδες αυτόν τον κιτρινιάρη, που ήρθε χτες εδώ πέρα;»
«Τον Μαυρόσκυλο;» ρώτησα διστάζοντας.
«Αυτόν! Αυτόν! Είναι άνθρωπος κακός. Αλλά οι άλλοι, που τον έστειλαν, είναι χειρότεροι ακόμα. Κι όπου να ‘ναι, θα ‘ρθουν κι αυτοί με τη σειρά τους να με γυρέψουν. Άνοιξε, λοιπόν, καλά τ’ αυτιά σου και πρόσεξε αυτά που θα σου πω. Γιατί μπορεί να μην προλάβω να τους ξεφύγω τούτη τη φορά! Αν με πιάσουν και μου δώσουνε τη Μαύρη Βούλα, ένα να ‘χεις στο μυαλό σου: δεν θέλουν ούτε εμένα ούτε τα λεφτά μου! Το σεντούκι μου θέλουνε. Αλλά δεν θα το πάρουνε. Μα την πίστη μου, δεν θα το πάρουνε! Γιατί ο γέρο-Μπίλ είναι πονηρός σαν αλεπού και θα τους τη φέρει! Το κλειδί το ‘χω εδώ, περασμένο στο λαιμό μου! Το βλέπεις; Άκου, λοιπόν, τι θα κάνεις, άμα τους δεις: θα ‘ρθεις να σου δώσω το κλειδί και θα τρέξεις στο σπίτι αυτουνού του γιατρού, πως τον λένε;… Σ’ αυτόν θα πας, Τζιμ, κι ας είναι γιατρός της συμφοράς… Για τη δουλειά, που τον θέλω, κάνει και παρακάνει… Να πάρεις το άλογο και να πάς, για να μην αργήσεις. Ξέρεις να καβαλικεύεις, έτσι δεν είναι; Ωραία! Θα πας, λοιπόν, και θα του πεις να ‘ρθει εδώ, στο Ναύαρχο Μπένμποου. Και να φέρει μαζί του και τον αστυνόμο κι όσους ακόμα μπορεί. Γιατί θα βρει εδώ πέρα μαζεμένο όλο το τσούρμο του Αρχιπειρατή του Φλίντ….. Έτσι να του πεις κι αυτός θα καταλάβει. Θα ‘ναι εδώ όλοι, μικροί και μεγάλοι, όσοι οργώνανε τις θάλασσες παρέα με τον γέρο-Φλίντ και κουρσεύανε εγγλέζικα και σπανιόλικα καράβια. Το ξέρω καλά, γιατί ήμουνα κι εγώ μαζί τους! Εγώ ήμουνα ο δεύτερος του Φλίντ! Το δεξί του χέρι! Και τώρα τολμάνε τ’ αποβράσματα κι έρχονται να μου δώσουνε τη Μαύρη Βούλα! Α, δεν με ξέρουνε καλά εμένα! Θα τους βάλω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και θα τους στείλω γραμμή στο μπουντρούμι! Μάλιστα! Το χάρτη μου δεν θα τον ακουμπήσουνε με τα βρωμόχερά τους! Όχι! Μωρέ θα τους παραδώσω κι ας με καταραστεί κι ο ίδιος ο Σατανάς! Να τρέξεις, λοιπόν, Τζιμ και να φέρεις τον γιατρό. Με το που θα δεις αυτόν τον κιτρινιάρη… Με το που θα μου δώσουνε τη Μαύρη Βούλα… Ή με το που θα δεις τον κουτσό ναυτικό με το ξύλινο ποδάρι… Καβάλα το άλογο και τρέχα! Αλλά δεν θα πας πουθενά, κακομοίρη μου, αν δεν δεις αυτόν τον Μαυρόσκυλο. Αν δεν μου δώσουνε τη Μαύρη Βούλα. Κι αν δεν δεις τον μονοπόδαρο. Αυτόν κυρίως!»
Τον άκουγα με προσοχή μεγάλη. Ούτε ένα από τα λόγια του δεν μου ξέφυγε. Αλλά να τον καταλάβω δεν μπορούσα. Τι είχε στο νου του; Ποιο σχέδιο είχε καταστρώσει με το σκοτισμένο μυαλό του; Τι ήταν η Μαύρη Βούλα; Για ποιο χάρτη μιλούσε; Ο φόβος είχε γραπώσει την καρδούλα μου με δάχτυλα παγωμένα. Τι σόι άνθρωποι ήταν αυτοί, που θα ‘ρχονταν να τον γυρέψουν; Ήταν στ’ αλήθεια πειρατές; Ήταν στ’ αλήθεια το πλήρωμα, που είχε στο καράβι του ο αρχιπειρατής ο Φλίντ; Μα αυτόν τον είχε επικηρυγμένο ο ίδιος ο Βασιλιάς της Αγγλίας! Κι αυτόν και τους άντρες του! Οι ναυτικοί λέγανε ότι είχε χρόνια να φανεί, ότι δεν ζούσε πια. Ότι είχε ψοφήσει σαν το κακό σκυλί κάπου στις θάλασσες του Νότου. Τ’ όνομά του, όμως, ζούσε και σκόρπιζε ακόμα τον τρόμο σ’ όλα τα πέλαγα. Κι ο Καπετάνιος είχε πει, ναι, το ‘χε πει, το ‘χα ακούσει με τ’ αυτιά μου, πως ήτανε ο δεύτερος του κάπταιν-Φλίντ… Δεν άντεξα άλλο. Τα γόνατά μου λύγισαν και κάθισα στο κρεβάτι δίπλα στον άρρωστο.
«Τι θες να πεις, καπετάνιε;» τον ρώτησα. «Για ποιο χάρτη μιλάς; Για ποιο κλειδί; Και τι είναι αυτή η Μαύρη Βούλα, που όλο τη λες και την ξαναλές;»
«Η Μαύρη Βούλα είναι το μήνυμα, παλικαράκι μου. Το μήνυμα του Χάρου. Άμα το πάρεις στα χέρια σου ξόφλησες. Δεν το ‘χεις ξανακούσει, ε; Εμ, βέβαια. Πού να την ακούσεις εσύ τη Μαύρη Βούλα, παιδί πράμα; Άνοιξε, λοιπόν, τ’ αυτιά σου και άκου: οι πειρατές κι οι κουρσάροι, αυτοί οι παράνομοι, που δεν αφήνουνε νόμο του Θεού και των ανθρώπων να μην τον πατήσουνε, έχουνε νόμους δικούς τους! Κι είναι τόσο σκληροί, τόσο αλύπητοι, που ψυχή δεν τολμάει να τους παρακούσει. Ένας απ’ αυτούς είναι κι η Μαύρη Βούλα. Η τελευταία διορία! Όποιος την πάρει στα χέρια του, πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση των άλλων. Ειδεμή είναι χαμένος! Γι’ αυτό σου λέω, αγόρι μου, έχε το νου σου: αυτά τα λυσσασμένα σκυλιά θέλουνε το χάρτη μου! Το χάρτη που μου εμπιστεύτηκε ο ίδιος ο κάπταιν Φλίντ, πριν ξεψυχήσει. Το χάρτη του θησαυρού του! Δεν τους έφτασε που πήρανε το μερτικό τους! Θέλουνε και το δικό μου τώρα. Αλλά δεν θα τους αφήσω, μα την πίστη μου, όχι! Θα τους παραδώσω στα χέρια του νόμου. Κι ας τους κρεμάσουν! Όσο για το θησαυρό, προτιμώ να τον μοιραστώ μαζί σου, φιλαράκο μου! Μισά-μισά θα τα πάρουμε τα φλουριά του Φλίντ, στο λόγο μου! Έχε μόνο τα μάτια σου τέσσερα, για να τους δεις και να τρέξεις!»
Αυτά είπε ο Καπετάνιος με μάτια, που γυάλιζαν από τον πυρετό. Κι ύστερα βυθίστηκε ξανά σε ύπνο ταραγμένο. Όσο για μένα, βγήκα από την κάμαρά του πιο σκιαγμένος απ’ όσο ήμουνα πρώτα. Μα δεν είχα κανέναν να μ’ αρμηνέψει. Ο πατέρας μου ήταν του θανατά κι η μάνα μου δεν ξεκολλούσε στιγμή από το προσκεφάλι του. Το σκέφτηκα κάμποσο και τέλος αποφάσισα να τα πω όλα στον γιατρό και να ζητήσω τη συμβουλή του. Ο γιατρός ήταν μυαλωμένος και σπουδαγμένος άνθρωπος. Θα ‘ξερε σίγουρα να μου πει τι να κάνω. Αυτήν την απόφαση πήρα. Κι έπεσα για ύπνο κουρασμένος, αλλά πιο ήσυχος.
Μα όπως το ξανάπα και πιο πάνω, η ζωή δεν τα φέρνει ποτέ όπως τα περιμένεις. Κι εκείνη τη νύχτα ο πατέρας μου χειροτέρεψε. Η μάνα μου με ξύπνησε να φέρω το γιατρό. Ο δόκτωρ Λάιβσυ πάλεψε ως τα χαράματα, μα δεν κατάφερε να τον σώσει. Κι ο δύστυχος ο πατέρας μου ξεψύχησε.
Με τη φασαρία και με τη στεναχώρια μας ξέχασα, φυσικά, τον Καπετάνιο και τη Μαύρη Βούλα του. Κι έτσι δεν είπα τίποτα στο γιατρό σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα. Γι’ αυτό και βρέθηκα ολωσδιόλου απροετοίμαστος λίγες μέρες αργότερα, όταν έγινε το κακό.
Θα ‘τανε μια βδομάδα μετά το θάνατο του πατέρα μου κι εγώ καθόμουνα το απομεσήμερο έξω από την πόρτα του πανδοχείου λυπημένος και σκεφτικός, όταν είδα ξάφνου έναν τυφλό ζητιάνο να ζυγώνει χτυπώντας το ραβδί του στις πλάκες του δρόμου. Σαν έφτασε μπροστά μου, στάθηκε και με δυνατή φωνή ρώτησε:
«Ποιος χριστιανός θα βοηθήσει τον αόμματο; Ποιος άνθρωπος καλός θα μου πει πού βρίσκομαι;»
«Στο πανδοχείο Ο Ναύαρχος Μπένμποου», του απάντησα πρόθυμα, χωρίς τίποτα να υποψιαστώ.
«Τότε δώσε μου ένα χέρι, παλικάρι, να μπω μέσα να ξαποστάσω. Πιάσε με κι οδήγησέ με, γιατί στραβώθηκα πολεμώντας για το Βασιλιά και για την Αγγλία μας».
Σηκώθηκα και τον πλησίασα. Μα δεν πρόλαβα να του δώσω το χέρι μου και το μετάνιωσα. Γιατί ο τυφλός με μάγκωσε γερά από τον αγκώνα κι αλλάζοντας φωνή και τρόπο με πρόσταξε: «Γραμμή στον καπετάνιο τώρα, μικρέ! Αν δεν θέλεις να σου σπάσω τη μαγκούρα μου στην πλάτη σου! Και μόλις βρεθούμε μπρος του, σκούντα με, να το καταλάβω!»
Παγωμένος από την τρομάρα μου μπήκα στο πανδοχείο με τον τυφλό γαντζωμένο πάνω μου. Ο καπετάνιος καθόταν ανήμπορος δίπλα στο τζάκι. Μα μόλις μας είδε πετάχτηκε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν κι έκανε να ξεθηκαρώσει τη σπάθα του. Μα ο τυφλός, που σαν όλους τους τυφλούς άκουγε και το παραμικρό, τον πήρε χαμπάρι. «Μη σαλέψεις, Μπιλ!» φώναξε. «Μη σαλέψεις, γιατί θα το μετανιώσεις! Άπλωσε μόνο το χέρι σου κατά ‘δω, δίχως όπλα! Όσο για σένα, μικρέ, πήγαινε με κοντά στον Καπετάνιο, γιατί κάτι θέλω κάτι να του δώσω!»
Μουδιασμένος έκανα ο τι μου ζήτησε. Αυτός τότε μ’ άφησε, άρπαξε τον Καπετάνιο και κάτι του ‘χωσε μέσα στη χούφτα του. Τον είδα καλά. Μετά έκανε απότομα στροφή και με γρηγοράδα απίστευτη για έναν άνθρωπο αόμματο βγήκε τρέχοντας από τον Ναύαρχο Μπένμποου.
Ο Καπετάνιος είχε γίνει άσπρος σαν το χαρτί. Πέρασαν δυο, τρεις στιγμές, ώσπου να σαλέψει. Η χούφτα του άνοιξε, σιγά-σιγά, και τον είδα να ισιώνει το τσαλακωμένο χαρτάκι, που είχε μέσα. «Είναι γι’ απόψε στις δέκα!» βόγκηξε. «Έχουμε ίσα-ίσα έξι ώρες καιρό! Εμπρός, Τζιμ! Πάρε το κλειδί και τρέχα! Θα τους τα χαλάσω εγώ τα σχέδιά τους!»
Αυτά είπε κι έκανε να προχωρήσει κατά τη σκάλα. Μα δεν τα κατάφερε. Το μούτρο του μελάνιασε, έφερε τα χέρια του στο στήθος και σωριάστηκε μπρούμυτα στο πάτωμα. Έμπηξα τις φωνές και προσπαθήσαμε με τη μάνα μου να τον συνεφέρουμε. Άδικα των αδίκων. Η ζωή έφυγε από μέσα του. Κι ο καπετάνιος πέθανε.
Ακόμα και τώρα, που ο καιρός πέρασε κι όλα μοιάζουνε ψέματα καθώς τα σκέφτομαι, η καρδιά μου σφίγγεται σαν την θυμάμαι εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν μόνο η στεναχώρια μου. Ήταν κι ο φόβος μου! Χωρίς να χάσω λεπτό, κάθισα και τα ‘πα όλα στη μάνα μου, χαρτί και καλαμάρι+ για τη Μαύρη Βούλα, για το σεντούκι και για το κλειδί και για το χάρτη του θησαυρού. Και την ώρα ακόμα, που της ιστορούσα τα καθέκαστα, ένοιωσα την ταραχή μου να καταλαγιάζει και το κουράγιο να ξαναγυρίζει μέσα στο κορμί μου.
Ώσπου το μυαλό μου καθάρισε και κατάλαβα τι έπρεπε να κάνουμε: να βρούμε το χάρτη και να φύγουμε τρέχοντας, να σωθούμε. Ως τις δέκα δεν είχε πει ο Καπετάνιος; Δεν ήξερα ποιος θα ‘ρχότανε στις δέκα στο πανδοχείο μας. Αλλά δεν είχα καμιά όρεξη να κάτσουμε να τον περιμένουμε. Έπρεπε να φύγουμε. Να πάμε στο σπίτι του γιατρού Λάιβσυ. Εκείνος θα μας έδινε καταφύγιο και συμβουλές.
Με χέρια τρεμάμενα πήρα το κλειδάκι, που ο Καπετάνιος είχε κρεμασμένο στο λαιμό του, κι άνοιξα το σεντούκι του. Πάνω-πάνω είχε μια ολοκαίνουργια φορεσιά. Κι από κάτω ένα σωρό μικροπράγματα, μπερδεμένα κουβάρι: θυμάμαι έναν εξάντα και ένα κανοκιάλι, δυο πιστόλες, ένα παλιό ρολόι, πέντε ή έξι μεγάλα χρωματιστά κοχύλια από τις Νότιες Θάλασσες. Και μπόλικα φλουριά. Η μάνα μου κι εγώ δεν είχαμε ξαναδεί τόσα λεφτά μαζεμένα. Ήταν από χώρες μακρινές κι άγνωστες. Την αξία τους μόνο να την μαντέψουμε μπορούσαμε. Σαστισμένοι συνεχίσαμε το ψάξιμο. Και κάτω-κάτω, στον πάτο του μπαούλου, το χέρι μου άγγιξε ένα πάκο χαρτιά. Τα τράβηξα έξω, μα δεν τ’ άνοιξα. Έτσι όπως ήτανε τυλιγμένα ρολό τα ‘χωσα στον κόρφο μου, πήρα τη μάνα μου από το χέρι και φύγαμε τρέχοντας για το σπίτι του γιατρού.
Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, Το νησί των θησαυρών, διασκ. Μαρία Αγγελίδου, εικ. Κατερίνα Παϊσίου, Παπαδοπουλος, σελ. 7 -22