1865
Η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων
Η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων
Λιούις Κάρολ 1832-1898
Ο άγγλος συγγραφέας και μαθηματικός Λιούις Κάρολ δημοσιεύει το βιβλίο του Η Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων. Το βιβλίο γράφεται για την κόρη ενός φίλου του την Άλις Λιντέλ που με αυτόν τον τρόπο γίνεται η πιο διάσημη Αλίκη της λογοτεχνίας.
Η Αλίκη ακολουθεί ένα άσπρο κουνέλι μέσα στην κουνελότρυπα και προσγειώνεται μέσα σ’ ένα φανταστικό κόσμο, όπου άσπρα τριαντάφυλλα βάφονται κόκκινα, ο καπελάς, ο μαρτιάτικος λαγός και ο τυφλοπόντικας παίρνουν μέρος σε ένα τρελό τσάι-πάρτι. Η Αλίκη διασχίζει τη χώρα των θαυμάτων μικραίνοντας και ψηλώνοντας και μικραίνοντας ξανά.
Σε αντίθεση με τις ιστορίες που γράφονταν για παιδιά στην βικτωριανή Αγγλία που έπρεπε να έχουν πάντα διδακτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο οι ιστορίες της Αλίκης γράφονται μόνο για την απόλαυση της φανταστικής περιπέτειας και την απόλαυση για τα παιχνίδια της γλώσσας.
Στην πρώτη έκδοση την εικονογράφηση είχε κάνει ο ίδιος ο συγγραφέας, όμως σύντομα ανέθεσε την εικονογράφηση στον εικονογράφο Τζον Τέννιελ, του οποίου οι εικόνες της Αλίκης είναι οι πιο διάσημες ανάμεσα στις πολλές διαφορετικές που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια.
Διαβάστε σχετικά:
Στο μεταξύ είχε βρεθεί σ’ ένα μικρό καλοσυγυρισμένο δωμάτιο∙ μπροστά στο παράθυρο υπήρχε ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι (όπως το είχε ελπίσει) ήταν μια βεντάλια και δυο ή τρία ζευγάρια άσπρα δερμάτινα γάντια∙ η Αλίκη πήρε τη βεντάλια κι ένα ζευγάρι γάντια κι ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει το δωμάτιο, όταν το μάτι της έπεσε σ’ ένα μπουκαλάκι που στεκόταν κοντά στον καθρέφτη. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε ετικέτα που να γράφει «ΠΙΕΣ ΜΕ», ωστόσο η Αλίκη το ξεβούλωσε και το ’φερε στα χείλη της. «Ξέρω πως σίγουρα συμβαίνει κάτι ενδιαφέρον κάθε φορά που τρώω ή πίνω κάτι» είπε από μέσα της «ας δω λοιπόν τι θα κάνει αυτό το μπουκάλι. Ελπίζω πως θα με κάνει να μεγαλώσω πάλι, γιατί, αλήθεια, βαρέθηκα πια να είμαι τόσο δα πραγματάκι».
Και πραγματικά, έτσι έγινε∙ και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμενε η Αλίκη: πριν καν πιει το μισό μπουκάλι, ένιωσε το κεφάλι της ν’ ακουμπά στο ταβάνι και αναγκάστηκε να σκύψει για να μη σπάσει ο λαιμός της. Άφησε κάτω το μπουκάλι αμέσως λέγοντας: «Αρκετά. Ελπίζω πως δε θα ψηλώσω άλλο. Όπως έγινε, αποκλείεται να μπορέσω να βγω απ’ την πόρτα. Μακάρι να μην είχα είχα πιει τόσο πολύ!»
Αλίμονο! Ήταν πολύ αργά για μετανιώματα! Η Αλίκη συνέχιζε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και πολύ σύντομα δε χωρούσε ούτε έτσι. Δοκίμασε τότε να ξαπλώσει με τον αγκώνα της πάνω στην πόρτα και το άλλο χέρι διπλωμένο κάτω απ’ το κεφάλι της. Συνέχιζε όμως να μεγαλώνει και πια σαν τελευταία λύση, έβγαλε το ένα της πόδι μέσα στην καμινάδα λέγοντας στον εαυτό της «Τώρα πια δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο – ό,τι κι αν συμβεί. Τι θ’ απογίνω;».
Ευτυχώς για την Αλίκη, το μαγικό μπουκάλι είχε ολοκληρώσει τη δράση του και το μεγάλωμά της είχε σταματήσει. Ακόμα κι έτσι όμως ήταν πολύ στενόχωρα και καθώς δεν φαινόταν να υπάρχει καμιά περίπτωση να μπορέσει να ξαναβγεί απ’ το δωμάτιο, η Αλίκη – διόλου παράξενο – ένιωσε δυστυχισμένη. «Ήταν πολύ πιο ευχάριστα στο σπίτι, όπου κανένας δε μεγάλωνε και δε μίκραινε και δεν έπαιρνε διαταγές από ποντίκια και κουνέλια» σκέφτηκε η φτωχούλα. «Θα ευχόμουν σχεδόν να μην είχα κατέβει σ’ αυτή την κουνελότρυπα, αν και – αν και, ξέρεις τώρα, έχει αρκετό ενδιαφέρον αυτός ο τρόπος ζωής! Αναρωτιέμαι τι άλλο μπορεί να μου συμβεί! Όταν διάβαζα παραμύθια, φανταζόμουν πως τέτοιου είδους πράγματα ποτέ δε γίνονται – και να τώρα που βρίσκομαι εγώ η ίδια μες στη μέση ενός παραμυθιού! Θα ’πρεπε να γραφτεί βιβλίο για μένα οπωσδήποτε! Όταν μεγαλώσω, θα γράψω ένα μοναχή μου – αλλά έχω κιόλας μεγαλώσει» πρόσθεσε λυπημένα «ή τουλάχιστον δεν υπάρχει χώρος εδώ μέσα για να μεγαλώσω κι άλλο»
Και συνέχισε: «Αλλά τότε δε θα μεγαλώσω άλλο ποτέ; Αυτό από μια άποψη, θα ’ταν βολικό – ποτέ δε θα γίνω γριούλα, – αλλά απ’ την άλλη, θα ’χω πάντα μαθήματα! Αχ δε θα μ’ άρεσε αυτό!». «Μα, βρε ανόητη Αλίκη» απάντησε μόνη στον εαυτό της «πώς θα μπορούσες να ’χεις μαθήματα εδώ; Εδώ δεν υπάρχει χώρος για σένα την ίδια, πώς θα μπορούσαν να χωρέσουν τα βιβλία σου;». Και συνέχισε έτσι, παίρνοντας πρώτα τη μια άποψη και μετά την άλλη και δημιουργώντας ολόκληρη συζήτηση γύρω απ’ το θέμα.
Λιούς Κάρολ, Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, μτφ. Παυλίνα Παμπούδη, Νεφέλη, 1988, σελ. 43-47