1853
Το πρώτο σιδηροδρομικό ταξίδι
Το πρώτο σιδηροδρομικό ταξίδι
Πραγματοποιείται το πρώτο σιδηροδρομικό ταξίδι στην Ινδία. Ο σιδηρόδρομος ήταν μια ευρωπαϊκή εφεύρεση που άλλαξε τη ζωή στην Ινδία διασχίζοντας τη χώρα. Στα μάτια των ντόπιων οι πρώτες αμαξοστοιχίες έμοιαζαν με θεόρατους σιδερένιους δράκους, θηρία που άνοιγαν δρόμο εκεί που πριν περνούσαν μόνο βοϊδάμαξες και μουλάρια.
Διαβάστε σχετικά:
Παλιότερα ήταν υποχρεωμένος να ταξιδεύει κανείς στην Ινδία με το απαρχαιωμένο, κοπιαστικό μέσο της πεζοπορίας, με το άλογο, τον αραμπά ή με την άμαξα. Σήμερα, γρήγορα ατμόπλοια διασχίζουν τον Ινδό και τον Γάγγη κι ένα μεγάλο σιδηροδρομικό δίκτυο με διακλαδώσεις προς όλες τις μεγάλες πόλεις εξασφαλίζει τη διαδρομή από τη Βομβάη στην Καλκούτα σε τρεις μέρες. Η σιδηροδρομική γραμμή δεν διασχίζει σε ευθεία την Ινδία. Η απόσταση μεταξύ Βομβάης - Καλκούτας, όπως πετάει το πουλί είναι χίλια ως χίλια εκατό μίλια. Αλλά οι παρακάμψεις του δρόμου αυξάνουν την απόσταση αυτή περισσότερο από ένα τρίτο.
Η διαδρομή που ακολουθεί η Μεγάλη Σιδηροδρομική Γραμμή της ινδικής Χερσονήσου είναι αυτή: Μετά τη Βομβάη περνάει από το Σαλσεττέ, φτάνει διασχίζοντας το εσωτερικό στην Ταννάχ, περνάει πάνω από την οροσειρά του Δυτικού Γκάουτς, στρέφει βορειοανατολικά προς το Μπουρχαμπούρ, παρακάμπτει τη σχεδόν ανεξάρτητη περιοχή του Μπαντελκούντ ανηφορίζει στην Αλλαχαμπάντ, στρέφει από κει ανατολικά συναντώντας τον Γάγγη στο Μπεναρές, κατόπιν απομακρύνεται λιγάκι απ’ τον ποταμό και κατηφορίζοντας νοτιοανατολικά μέσω της Μπουρντιβάν και της γαλλικής πόλης Τσαντερναγκόρ φτάνει στο τέρμα της, στην Καλκούτα.
[…] Μια ώρα μετά την αναχώρηση από τη Βομβάη, το τρένο έχοντας αφήσει πίσω του τις γέφυρες και το νησί Σαλσεττέ, διάσχιζε την ανοιχτή πεδιάδα. Στο Καλυάν έφτασαν στη διασταύρωση με τη σιδηροδρομική γραμμή που κατηφορίζει προς τη νοτιοανατολική Ινδία μέσω Κανταλλάχ και Πούνα, και περνώντας απ’ το Παουβέλλ, μπήκαν στην περιοχή των βουνών, με τις υπώρειές τους από βασάλτη και τις κορφές τουςσταφανωμένες με πυκνά κα καταπράσινα δάση.
Ο Φιλέας Φογκ και ο σερ Φράνσις Κρόμαρτυ άλλαζαν μερικές λέξεις από καιρό σε καιρό ώσπου, σε μια στιγμή, ο σερ Φράνσις, ξαναπιάνοντας την κουβέντα, παρατήρησε:
- Πριν μερικά χρόνια, κ. Φογκ θα είχατε στο σημείο αυτό μια καθυστέρηση που θα σας έκανε σίγουρα να χάσετε το στοίχημά σας.
- Πώς αυτό, σερ Φράνσις;
- Η γραμμή σταματούσε στη βάση αυτών των βουνών, και οι επιβάτες ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν απ’ την άλλη πλευρά, στο Κανταλλάχ, με φορεία ή με άλογα.
- Μια τέτοια καθυστέρηση δεν θα είχε καμία απολύτως συνέπεια στο πρόγραμμά μου, είπε ο κ. Φογκ. Έχω προβλέψει την πιθανότητα ορισμένων εμποδίων.[…]
[…]Η κουβέντα σταμάτησε πάλι. Στη διάρκεια της νύχτας το τρένο άφησε πίσω του τα βουνά και πέρασε απ’ το Νασσίκ και την άλλη μέρα συνέχισε το ταξίδι του στην επίπεδη καλλιεργημένη πεδιάδα του Κλαντύς με τα φτωχικά χωριά της πάνω απ’ τα οποία ορθώνονταν οι μιναρέδες των τζαμιών. Η εύφορη αυτή περιοχή, ποτίζεται από πολλά ποταμάκια και χείμαρρους, που τα περισσότερα είναι παραπόταμοι τουΓκονταβερύ.
Ξυπνώντας και κοιτώντας έξω ο Πασπαρτού δεν μπορούσε να το πιστέψει πως διάσχιζε πραγματικά την Ινδία με τρένο. Η ατμομηχανή με Άγγλο μηχανικό στην καμπίνα της και αγγλικό κάρβουνο στα καζάνια της, ξεφυσούσε τον καπνό της πάνω σε χωράφια με μπαμπάκι, καφέ, μοσχοκάρυδα, γαρίφαλο και πιπέρι ενώ ο ατμός περιστρεφόταν γύρω από φοινικιές ανάμεσα στις οποίες έβλεπε κανείς γραφικές καλύβες Βίχαρις (κάτι σαν έρημα μοναστήρια και υπέροχους ναούς μ’ όλα τα στολίδια της ινδικής αρχιτεκτονικής).
Στις δωδεκάμισι το τρένο σταμάτησε στο Μπουρχαμπούρ όπου ο Πασπαρτού μπόρεσε ν’ αγοράσει ένα ζευγάρι ινδικές παντούφλες, στολισμένες με ψεύτικα μαργαριτάρια, στις οποίες με φανερή φιλαρέσκεια, έχωσε τα πόδια του. Οι ταξιδιώτες έφαγαν βιαστικά και ξεκίνησαν για το Ασσουργκούρ αφού ακολούθησαν για λίγο τις όχθες του μικρού ποταμού Ταπτύ που χύνεται στον κόλπο Καμπραίη, κοντά στο Σουράτ.
Ο Πασπαρτού είχε περιπέσει τώρα σε έκσταση. Μέχρι τη Βομβάη, διατηρούσε την ελπίδα ότι το ταξίδι τους θα τελείωνε εκεί. Αλλά τώρα που διασχίζανε σαν τον άνεμο την Ινδία, η διάθεσή του άλλαξε απότομα. Η παλιά τυχοδιωκτική φύση του ξύπνησε πάλι μαζί με τις ορμητικές ιδέες της νιότης του. Θεωρούσε τώρα απόλυτα σοβαρό το εγχείρημα του κυρίου του, πίστευε πως το στοίχημα ήταν πραγματικό και γι’ αυτό ότι ο γύρος του κόσμου έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε μέσα στα καθορισμένα χρονικά περιθώρια.
Ιούλιος Βερν, Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, διασκ. Π. Αναγνωστόπουλου, Άγκυρα, 1978, σελ. 54