1829
36 όψεις του Φούτζι Γιάμα
36 όψεις του Φούτζι Γιάμα
Ο Ιάπωνας ζωγράφος Χοκουσάι (1760 – 1849) ολοκληρώνει το έργο του 36 όψεις του Φούτζι Γιάμα, που είναι το ιερό βουνό της Ιαπωνίας.
Διάβασε σχετικά:
Το μεγάλο κύμα
Το χιόνι έχει σκεπάσει τη μεγάλη πόλη. Κάνει κρύο. Παντού, καθαρίζουν με τα φτυάρια τους δρόμους και τα σοκάκια. Έχουν περάσει ήδη δέκα μήνες από τότε που ο Τοχίρο άρχισε να πηγαίνει κάθε πρωί στο ατελιέ του γέρου ζωγράφου. Το δωμάτιο θερμαίνεται από ένα μαγκάλι κοντά στο οποίο ο δάσκαλος έχει εγκαταστήσει το τραπέζι του, για να μην παγώνει το μελάνι πάνω στα πινέλα. Δεν περνάει μέρα που να μη δουλέψει.
Μερικές φορές θυμώνει. Άλλες μέρες, υπάρχει ένα χαμόγελο μέσα στα μάτια του. Σήμερα, το βλέμμα του λάμπει από χαρά. Το πρώτο σχέδιο της ημέρας τού έφτιαξε τη διάθεση. Είναι ένας Σίσι (στα ιαπωνικά σημαίνει δράκος – λιοντάρι) που τινάζεται απ’ το χιόνι.
Ο Τοχίρο έχει τελειώσει τις ασκήσεις του στην ορθογραφία.
Κουβαριασμένο σε μια γωνιά του ατελιέ, το παιδί κοιτάζει τις εικόνες του άλμπουμ Τριάντα έξι απόψεις του όρους Φούτζι, μιας συλλογής που εκδόθηκε το 1830.
Απ’ όλες τις εικόνες, μία τον γοητεύει ιδιαίτερα. Έχει τίτλο «Το μεγάλο κύμα στην Καναγκάβα».
Είναι ένα πελώριο κύμα που σκάει με δύναμη πάνω στις βάρκες των ψαράδων, ενώ μακριά διακρίνεται, πολύ μικρός, ο χιονισμένος κώνος του βουνού Φούτζι.
Πώς τα καταφέρνει ο δάσκαλος να σταματάει έτσι το χρόνο; Το κύμα μοιάζει ζωντανό, γεμάτο αφρούς, φαίνεται έτοιμο να κατρακυλήσει. Μόνο με τη μαγεία του σχεδίου του, ο Δάσκαλος έχει ακινητοποιήσει για πάντα τα δύο πιο ρευστά στοιχεία του σύμπαντος: το νερό και το χρόνο…
Ο Τοχίρο σηκώνει το κεφάλι και ρίχνει ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη στο γέρο ζωγράφο, που είναι πάντα σκυμμένος πάνω απ’ τη δουλειά του.[…]
Αφιερωμένος στην τέχνη
[…] Την επόμενη αυτής της παράξενης ημέρας, ο Τοχίρο έρχεται να αποχαιρετήσει το Δάσκαλο. Πάνω στο τραπέζι όπου διάβαζε το αγόρι έως τότε, ο γέρος ζωγράφος έχει αφήσει το περίφημό του άλμπουμ Εκατό απόψεις του όρους Φούτζι. Ο Τοχίρο το ξεφυλλίζει μελαγχολικά. Ξαφνικά, φτάνει στην τελευταία σελίδα όπου είναι γραμμένες αυτές οι λέξεις:
Από την ηλικία των έξι ετών, άρχισα να ζωγραφίζω διάφορα πράγματα. Στα πενήντα μου, είχα ήδη ζωγραφίσει πολύ, αλλά τίποτα απ’ό,τι έκανα πριν από τα εβδομήντα μου χρόνια δεν είναι πραγματικά άξιο λόγου. Στα εβδομήντα τρία, άρχισα να καταλαβαίνω το αληθινό σχήμα των ζώων, των εντόμων και των ψαριών και τη φύση των φυτών και των δέντρων. Συνεπώς στα ενενήντα, θα έχω διεισδύσει πιο βαθιά στην ουσία της τέχνης.
Στα εκατό, θα έχω φτάσει σ’ ένα εξαιρετικό επίπεδο και στα εκατόν δέκα, κάθε κουκίδα και κάθε γραμμή των σχεδίων μου θα έχει τη δική της ζωή. Θα ήθελα να ζητήσω απ’ όσους με ακολουθήσουν να διαπιστώσουν πως δε μίλησα παράλογα.
Χοκουσάι, ο γέρος με πάθος για τη ζωγραφική.
Francois Place, Ο ζωγράφος και το σπουργίτι, μτφ. Μαριάννα Κουτάλου, Ερευνητές, 2003. Σελ. 75 και 78, 89-90