1812
Πρώτη δημοσίευση των λαϊκών παραμυθιών των Αδελφών Γκριμμ
Πρώτη δημοσίευση των λαϊκών παραμυθιών των Αδελφών Γκριμμ
Μια μοναδική σχέση υπήρχε μεταξύ των αδελφών Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμμ, οι οποίοι παρέμειναν όλη τη ζωή τους πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Αν και είχαν διαφορετικές προσωπικότητες και τα ενδιαφέροντά τους διέφεραν, δούλευαν μαζί σε όλη τους τη ζωή, μαζεύοντας ιστορίες για το βιβλίο τους με τα παραμύθια.
Γεννήθηκαν κοντά στη Φρανκφούρτη, στη Γερμανία, παρακολούθησαν το ίδιο γυμνάσιο και πανεπιστήμιο και δίδαξαν και οι δύο στο Πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν. Ο Γιάκομπ σπούδασε γλωσσολογία αλλά ο Βίλχελμ ενδιαφερόταν περισσότερο να συλλέγει λαϊκά παραμύθια. Οι πηγές γι’ αυτά τα παραμύθια ήταν συχνά πολύ κοντά στο σπίτι τους καθώς η γυναίκα του Βίλχελμ και οι αδερφές της ήταν εξαιρετικές αφηγήτριες. Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ ήταν μια από τις ιστορίες που συνεισέφεραν στη συλλογή του Βίλχελμ.
Το 1812 οι Γκριμμ δημοσίευσαν πρώτη φορά τη συλλογή των λαϊκών παραμυθιών τους που αρχικά δεν την προόριζαν για τα παιδιά αλλά ως μια μελέτη για τη γερμανική γλώσσα και την προφορική παράδοση. Η πρώτη έκδοση δεν ήταν εικονογραφημένη και περιείχε πολλές λόγιες υποσημειώσεις. Ακολούθησαν άλλες έξι εκδόσεις όπου οι Γκρίμμ πρόσθεταν συνέχεια καινούργια παραμύθια. Μετά το 1823 οπότε τα παραμύθια εκδόθηκαν σε αγγλική μετάφραση με εικονογράφηση του Τζώρτζ Κρούινκσανκ εξέδωσαν τη συλλογή τους για παιδιά.
Στη συλλογή παραμυθιών των Γκριμμ περιέχονται διάσημα παραμύθια όπως Ο Πρίγκιπας Βάτραχος, Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ, Η Ραπουνζέλ, Οι μουσικοί της Βρέμης, Η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι, Οι δώδεκα πριγκίπισσες που χόρευαν κ.α.
Η έκδοση των παραμυθιών πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στους λογοτεχνικούς κύκλους και κάποιοι κριτική την χαρακτήρισαν βαρετή και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για σοβαρούς λογίους. Παρά τις αρνητικές αυτές κριτικές τα παραμύθια των αδελφών Γκριμμ έγιναν γρήγορα πολύ αγαπητά στο ευρύ κοινό στη Γερμανία και αλλού.
Από τότε έχουν γίνει πάρα πολλές εκδόσεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και με πολύ διαφορετικές εικονογραφήσεις από διάσημους εικονογράφους.
Τα Χριστούγεννα ο Γιάκομπ και ο Βίλχελμ Γκριμμ κυκλοφορούν τον πρώτο τόμο των παραμυθιών τους. «Ίσως έχει έρθει ο καιρός για την συλλογή αυτών των παραμυθιών, διότι αυτοί που θα μπορούσαν να τα διασώσουν γίνονται όλο και λιγότεροι…» έγραψαν το 1812 οι Αδελφοί Γκριμμ στον πρόλογο της συλλογής «Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια».
Τον 19ο αιώνα η παιδική ηλικία γίνεται μια ξεχωριστή περίοδος της ζωής και δημιουργούσε για τους γονείς ένα νέο καθήκον, την εκπαίδευση των παιδιών τους. Γι 'αυτό ήταν σημαντικό να υπάρξουν ένας κοινωνικός κώδικας αξιών ως οδηγός για τους γονείς, αλλά και ισχυρές και ανεξίτηλες εικόνες, που θα βοηθούσαν τα παιδιά να κάνουν κτήμα τους τις αξίες αυτές.
Αυτόν τον ρόλο θα αναλάμβαναν τα παραμύθια. Τον ρόλο να παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου με καλούς και κακούς χαρακτήρες, κακές και ευχάριστες εμπειρίες, έναν κόσμο γεμάτο θαύματα και σε τελική ανάλυση δίκαιο. Επειδή στο τέλος, το καλό είναι αυτό που θριαμβεύει πάντα επί του κακού.
Ακολουθεί ο πρόλογος στην έκδοση των παραμυθιών του 1819
"Πολλές φορές, όταν οι καταιγίδες ή άλλες συμφορές που στέλνει ο ουρανός, δέρνουν τα σπαρμένα χωράφια και σκορπίζουν τους σπόρους σε φράχτες και θάμνους στην άκρη του δρόμου, συμβαίνει και κάποιοι απ’ όλους φυτρώνουν σαν βγει ο ήλιος και μεγαλώνουν και ψηλώνουν σε μέρη όπου κανείς δεν τους περιμένει. Τα δρεπάνια των θεριστών δεν τα βρίσκουν αυτά τα στάχυα να τα κόψουν για τις σιταποθήκες των πλούσιων αφεντάδων. Αλλά το Φθινόπωρο, όταν ωριμάζουν και χρυσίζουν, φτωχά χέρια έρχονται και τα μαζεύουν ένα ένα με προσοχή και φροντίδα, σαν να ’ταν δεμάτια ολόκληρα∙ κι έτσι φτάνουν στα φτωχόσπιτα και είναι το φαγητό όλου του χειμώνα, ίσως μάλιστα κι ο σπόρος ο μοναδικός για τα χρόνια που έρχονται.
Έτσι νιώσαμε κι εμείς όταν είδαμε πως απ’ το πλήθος που ανθούσε στο παρελθόν δεν είχαν σωθεί παρά λιγοστά μόνο λουλουδάκια εδώ κι εκεί∙ πως ακόμα κι η ανάμνηση είχε χαθεί ολότελα σχεδόν∙ και πως δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα πράγματα μετρημένα στα δάχτυλα: βιβλία, μύθοι, λαϊκά τραγουδάκια κι αυτά εδώ τ’ αθώα παραμύθια. Τα πεζούλια μπροστά στο τζάκι, στη σόμπα, τα κεφαλόσκαλα, οι ώρες κι οι μέρες της σχόλης, τα βοσκοτόπια και τα δάση μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά τους, αλλά πάνω απ’ όλα η ζωηρή κι ασυννέφιαστη ακόμα φαντασία, ήταν οι ήσυχες γωνιές που δέχτηκαν το σπόρο και τον σιγούρεψαν, τού ’δωσαν καταφύγιο και τον βοήθησαν να ζήσει και να καρπίσει.
Είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να καταγράψουμε τούτα τα παραμύθια, αφού οι άνθρωποι που κρατούν ακόμη ζωντανή την παράδοση σπανίζουν ολοένα και περισσότερο. Αυτοί βέβαια που ξέρουν ακόμα παραμύθια, ξέρουν πολλά. Γιατί μπορεί οι άνθρωποι να λιγοστεύουν, τα παραμύθια όμως όχι. Αλλά το ίδιο το έθιμο αργοπεθαίνει, σαν τις κρυψώνες εκείνες μέσα σε σπίτια και αυλές, που περνούσαν από παππού σ’ εγγονό και τώρα υποχωρούν διαρκώς στην ανάγκη για περισσότερο χρήσιμο χώρο μέσα στις καινούργιες κατοικίες μας, στην ανάγκη για μια κενή κι ανόητη μεγαλοπρέπεια. […]"
Αδελφοί Γκριμμ, Πρόλογος στην έκδοση των παραμυθιών του 1819, μτφ. Μαρία Αγγελίδου, στο Παραμύθια των αδελφών Γκριμμ, Α’ τόμος, Άγρα, 2006 (σελ. 27-28)