Καθαρμός πριν την προσευχή και τη σπονδή
Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Προθύμως, ω γυναίκα,
θα κάμω αυτό που επιθυμείς. Καλό'ναι προς τον Δία
τα χέρια μας να υψώσωμε για να μας ελεήσει.».
Και ο γέρος επαράγγειλεν ευθύς την οικονόμα
νερό να φέρει αμίαντο στα χέρια να του ρίξει.
Και με λεκάνην ήλθε αυτή στα χέρια και προχύτην.
Ενίφθη και απ' την σύντροφον επήρε το ποτήρι
και ορθός στην μέσην της αυλής εσπόνδιζε κι ευχόταν
τα μάτια προς τον ουρανόν, και αυτούς τους λόγους είπε:
«Δία πατέρα, δοξαστέ, που από την Ίδην βλέπεις,
δώσ' μου να μ' έβρη ελεεινόν ο άσπονδος Πηλείδης,
ευδόκησε το αγαπητό πτηνό σου να μου στείλεις
που είναι γοργός σου μηνυτής, με δύναμην μεγάλην
στα δεξιά μου να το ιδώ ο ίδιος και σ' εκείνο
θαρρώντας να πορεύομαι στων Δαναών τα πλοία.».