Ζωοθυσία

Εξαιρετική είναι η περιγραφή στην Οδύσσεια της θυσίας που προσφέρει ο Νέστορας στην Παλλάδα, όταν έφτασε στο παλάτι του ο Τηλέμαχος (γ 437-472). Ο Νέστορας έταξε στη θεά ενός χρονού δαμάλι κουτελάτο, / αμέρωτο, / που σε ζυγό δεν το 'βαλαν ακόμα, αφού πρώτα θα του χρύσωνε τα κέρατα. Και ζήτησε από τις δούλες να ετοιμάσουν το τραπέζι, να φέρουν τα θρονιά κι αγνό νερό απ' τη βρύση.

 

….ο γέρος

αλογολάτης Νέστορας το μάλαμα του δίνει [του χρυσοχού],

κι αυτός με τέχνη του σφαχτού τα κέρατα χρυσώνει,

ν' αναγαλλιάσει η Αθηνά όταν θα ιδεί το τάμα.

Το βόδι φέρνουν ο θεϊκός Εχέφρος με το Στράτη,

κρατώντας το απ' τα κέρατα, κι ο Άρητος κατόπι

ήρθε λαγήνι σκαλιστό κρατώντας στο 'να χέρι

και στ' άλλο κριθαρόσπειρα σ' ένα πλεχτό πανέρι.

Στεκόντανε κι ο άφοβος στη μέση ο Θρασυμήδης

κρατώντας κοφτερό μπαλτά να κόψει το σφαχτάρι.

Νά, κι ο Περσέας με σταμνί. Κι ο γεροαλογολάτης

άρχισε πρώτος να νιφτεί και πήρε το κριθάρι.

Κι απ' την καρδιά του ευχόντανε στην Αθηνά, πετώντας

τρίχες στη φλόγα, απ' του σφαχτού κομμένες το κεφάλι.

Σα δεηθήκανε έπειτα κι έχυσαν τα κριθάρια,

σίμωσε ο ψυχωμένος γιος του γέρου, ο Θρασυμήδης,

κι ευτύς το βόδι χτύπησε. Κόβει ο μπαλτάς τα νεύρα,

στο ζνίχι απάνω και μεμιάς παράλυσε η ζωή του.

Βάλανε οι κόρες τις φωνές του Νέστορα κι οι νύφες

κι η λατρευτή γυναίκα του η θεϊκιά Ευρυδίκη

απ' όλες μεγαλύτερη τις κόρες του Κλυμένη.

Τότε άλλοι απ' την πλατειά τη γη σηκώσανε το βόδι

και το 'σφαξε ο Πεισίστρατος ο πολεμοθρεμμένος.

Το αίμα του άμα στράγγισε και βγήκε πια η ψυχή του,

το γδέρνουν, κόβουν τα μηριά και τα διπλοτυλίγουν

με σκέπη, και τα συγυρνούν μ' από παντού κομμάτια.

Κι απάνω ο γέρος τα 'καιγε σε σκέζες περιχώντας

ξανθό κρασί. Κι οι νιοι πάντα πεντάσουβλα κρατούσαν

Και τα μηριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα,

λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνούν στις σούβλες

και τα 'ψηναν, τις μυτερές τις σούβλες τους κρατώντας.

…………………………………………………………………………………….

Και τα ψαχνά σαν έβγαλαν ψημένα πια απ' τις σούβλες,

να φάνε τότε κάθισαν και με χρυσά ποτήρια

κοντά τους νιοί τους κέρναγαν αρχοντογεννημένοι.

(Μετ. Ζ. Σίδερης)