Αχελώος και Ηρακλής
Αφάνταστ' είναι της νίκης η δύναμη
που φανερώνει
πάντα η Αφροδίτη.
Αφήνω τους θεούς
και πώς πλάνεψε
τον Κρονίδη δε λέγω
ουδέ τον Άδη το θεοσκότεινο
ή Ποσειδώνα, της γης τον τινάχτορα.
Μα για να κάμουν γυναίκα των αυτήν,
ποιοί τρανοδύναμοι δυο
κατεβήκανε αντίμαχοι
πριν απ' το γάμο της;
ποιοί, μες σε σκόνης σύγνεφα,
τους μόχτους αντικρύσανε του αγώνα;
Ο ένας ήταν ακράτηγος πόταμος
σε μορφή ταύρου τετράσκελου
και ψηλοκέρατου,
ο Αχελώος απ' τους Οινιάδες.
Κι ο άλλος έφτασε
από του Βάκχου τη Θήβα
με καλοτέντοτα τόξα και σειώντας
στα χέρια του λόγχες και ρόπαλο,
του Δία ο γιος· κι οι δυο τότε χυθήκανε
ο ένας πάνω στον άλλο
πυρωμένοι απ' τον πόθο της·
και μόνος στη μέση αγωνοδίκης
ήτανε η Κύπριδα
που τα ερωτόχαρα στρώνει κρεβάτια.
Εκεί 'τανε ν' ακούς χεριών
εκεί 'ταν τόξων βροντισμό
και, σύγκαιρα, κεράτων ταύρου·
κι ήταν σφιχτοπερίπλεχτα
κορμιά και πεδικλοποδιές
και μετώπων κουντρίσματα, τρομάρα
κι απ' τους δυο αγκομαχητό.
Μα η ομορφομάτα η θραψερή
σε ξέγναντο καθόταν αντικρύ
και πρόσμενε, ποιός θενά την κερδίσει νύφη
- σα να 'μουν μπρος και τα 'βλεπα -
με τί θλιμμένο μάτι στέκει η κόρη,
που οι δυο τους μάχονταν γι' αυτήν
και που σε λίγο πέταξε απ' την αγκαλιά
της μάνας της, σαν έρμη δαμαλίδα.
(Σοφ., Τραχ. 497-539)