Πολύδωρος
Στον Πριαμίδην έπειτα Πολύδωρον εχύθη·
τούτον από τον πόλεμον εμπόδιζε ο πατέρας,
ότ' ήταν το υστερόγεννο και αγαπητό παιδί του,
ανεμοπόδης φοβερός και τότε απ΄ αγνωσιά του
μες στους προμάχους έτρεχε να δείξει πόσο αξίζουν
τα πόδια του, ώσπου έχασε την ποθητήν ζωήν του.
Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης
στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι
χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.
Και η λόγχη αντίκρυ σχίζοντας τον ομφαλόν του εβρήκε·
σκούζοντας εγονάτισε, το φως δεν είδε πλέον
και με τα χέρια τ΄ άντερα σκυμμένος εβαστούσε.
Άμ' είδε τον αυτάδελφον Πολύδωρον ο Έκτωρ
χάμω στην γην να στρέφεται με τ΄ άντερα στα χέρια,
θάμπωμα του 'λθε και μακράν ακόμη να γυρίζει
δεν έστερξε, αλλ' εχύθηκεν επάνω στον Πηλείδην
ωσάν φωτιά, τινάζοντας την λόγχην·
(Όμ., Ιλ. 407-423, μετ. Ι. Πολυλάς)