Αινείας και Πολύδωρος

 

Αφού αποφάσισαν οι επουράνιοι ν' αφανίσουν την Ασία και του Πρίαμου το ανεύθυνο έθνος, κι έπεσε το περήφανο Ίλιο κι όλη γκρεμισμένη καπνίζει η Ποσειδώνεια Τροία, οδηγούμαστε από τα σημάδια των θεών να ζητήσουμε χώρα της εξορίας μας μακρινή κι ερημικούς τόπους, και στόλο ναυπηγούμε κάτω από την ίδια Άνταντρο και τα βουνά της Φρυγικής Ίδας, μην ξέροντας, για πού μας φέρνουν οι μοίρες, πού θα μας οριστεί να σταθούμε· συγκεντρώνουμε τούς άντρες. Μόλις είχε πρωταρχίσει η άνοιξη κι ο πατέρας Αγχίσης διάταξε να σηκώνουμε τα πανιά στο πεπρωμένο, όταν με δάκρυα τις ακρογιαλιές της πατρίδας και τα λιμάνια αφήνω και τους κάμπους, όπου κάποτε η Τροία υπήρξε. Πλανιέμαι εξόριστος στο πέλαγο με τους συντρόφους και με το γιο μου και με τους σπιτικούς και τους μεγάλους θεούς.

Χώρα μακριά σ' απλόχωρους κάμπους η Μαβορτία καλλιεργιέται, οι Θράκες αλετρίζουν, που κάποτε βασίλευε ο άγριος Λυκούργος, παλιά φιλοξενία της Τροίας κι οι Εφέστιοί της σύμμαχοι των δικώ μας, όσο είχαμε τύχη. Φτάνω εδώ και στην καμπυλωτή αχτή στήνω στο πρώτο μας κάστρο βγαίνοντας με σημάδια εχθρικά κι από το δικό μου όνομα πλάθω το όνομα Αινειάδες.

Θυσίες στη Διωναία μητέρα και στους θεούς πρόσφερνα για να προστατέψουν τ' αρχινισμένα μας έργα κι άσπρον ταύρο στο βασιλιά των επουράνιων θυσίαζα στ' ακρογιάλι. Έτυχε να είναι ψήλωμα κοντά και στην κορφή του θάμνοι κρανιάς και μυρτιά τρομαχτική με τα πυκνά της κλαριά. Τη σίμωσα και την πράσινη χλωρασιά από το χώμα προσπαθώντας να ξεριζώσω, με τούς θαλερούς της κλώνους τους βωμούς να σκεπάσω, ανατριχιαστικό κι αλλόκοτο να ειπωθεί βλέπω σημάδι. Δηλαδή από τις σπασμένες ρίζες του πρώτου δέντρου που ξεριζώνεται από το έδαφος, μαύρου αίματος γλιστράνε σταγόνες και μια πήχτρα μόλεβε το χώμα. Ρίγος τα μέλη μου τραντάζει και το αίμα μου από το φόβο παγώνει. Ξανά κι άλλου δέντρου τόν τρυφερό κορμό προχωρώ ν' αποσπάσω και να ψάξω ως το βάθος τις κρυφές του σημαδιού αιτίες· μαύρο κι από του άλλου δέντρου τη φλούδα βγαίνει αίμα. Στριφογυρίζοντας πολλά στο μυαλό μου τις αγροτικές ικέτευα νεράιδες και το Θούριο πατέρα, που τη χώρα των Γετών προστατεύει, για να ξεδιαλύνουν σε καλό το σημάδι και δεξιά ναν τα φέρουν. Μα αφού με μεγαλύτερη ορμή ρίχνουμαι σε τρίτο κλαρί και πεσμένος στα γόνατα παλαίβω με τον αντιστεκούμενο άμμο -ναν το πω η ναν το σιωπήσω;- στεναγμός πολυδάκρυτος ακούγεται βαθειά από το ψήλωμα και φωνή βγαλμένη φτάνει στ' αφτιά μου: Γιατί εμέ το δύστυχο, Αινεία, με σπαράζεις; λυπήσου με πια στον τάφο μου· φυλάξου τ' αμόλυντα χέρια σου να μολέψεις. Η Τροία δε με γέννησε αλλόφυλο σ' εσένα και τούτο το αίμα από κλωνάρι δεν τρέχει. Αλίμονο! φύγε από τη σκληρή χώρα, απόφυγε την αχτήν την πλεονέχτρα. Γιατί εγώ είμαι ο Πολύδωρος. Εδώ σπάρσιμο από σιδερένιες σαΐτες που με διατρύπησαν με σκεπάζει και που ξεφύτρωσαν μυτερά κοντάρια». Τότε λοιπόν ζουλίστηκε το μυαλό μου και κιτρίνισα από φόβο διπλό κι οι τρίχες μου σηκώθηκαν κι η φωνή μου κόλλησε στο λάρυγγά μου.

Τούτον τον Πολύδωρο κάποτε με πολύ βάρος χρυσού ο δύστυχος ο Πρίαμος κρυφά τον εμπιστεύτηκε στο Θρακιώτη βασιλιά για ναν τον αναθρέψει, όταν δεν είχε πια καμιά εμπιστοσύνη στα όπλα της Δαρδανίας, κι έβλεπε να πολιορκιέται η πόλη. Εκείνος, μόλις οι δυνάμεις τσακίστηκαν των Τεύκρων κι η τύχη τους εγκατάλειψε, επειδή πήγε με το μέρος του Αγαμέμνονα και με τα νικηφόρα του όπλα, κάθε όσιο παραβιάζει, τον Πολύδωρο σφάζει και με τη βία βάνει στο χέρι το χρυσάφι. Σε τι τις καρδιές των θνητών δεν αναγκάζεις, καταραμένη πείνα του χρυσού; Αφού ο φόβος τα κόκαλά μου άφησε, στους διαλεχτούς του λαού προύχοντες, και πρώτα πρώ­τα στον πατέρα μου, τα σημάδια των θεών αναφέρνω, και ποια είν' η γνώμη τους ρωτώ. Σ' όλους η ίδια γνώμη είναι απ' την εγκληματική ν' αναχωρήσουμε γης, να εγκαταλείψουμε τη μο­λυσμένη φιλοξενία, και να δώσουμε τον αέρα στο στόλο. Λοι­πόν ξαναθάφτουμε τον Πολύδωρο και πελώριο τύμβο σηκώνουμε με χώμα· χτίζουμε βωμό στις κάτω ψυχές θλιβεροί από τις πένθιμες ταινίες και το μαύρο κυπαρίσσι κι ολόγυρα οι Ιλιάδες στέκουνται με ξέπλεκα μαλλιά, πως το καλεί η συνήθεια· χύνουμε από κύπελλα αφρισμένα από γάλα χλιαρό και ποτήρια από αίμα ιερό και την ψυχή στον τάφο κρύβουμε και για τε­λευταία φορά προσφωνούμε. (Βιργ., Αιν. 3.1-68, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)