Η Πολυξένη στον Οδυσσέα

 

Σε βλέπω, Οδυσσέα, να κρύβεις το χέρι σου στο ρούχο σου.

Σε βλέπω να στρέφεις το πρόσωπο,

μήπως κι αγγίξω τα γένια σου.

Μη με φοβάσαι. Απ' την οργή του Διός της ικεσίας σ' απαλλάσσω.

Θα υποκύψω στην ανάγκη και μαζί σου θα 'ρθω.

Λαχταρώ να πεθάνω. Αν αρνηθώ το θάνατο,

θα πουν πως είμαι γυναίκα δειλή και πως παλεύω για να σώσω τη ζωή μου.

Όμως γιατί να ζω; Είχα πατέρα μου της Φρυγίας τον άνακτα.

Ήταν αυτή πρώτη μεγάλη τύχη·

Με τις καλές ελπίδες ύστερα μεγάλωσα

ότι θα γίνω νύφη βασιλιάδων· ο ζήλος των γαμπρών μεγάλωνε ,

που μάλωναν ποιος θα με κάνει ρήγισσα στ' αρχοντικό του.

Ήμουν η κόρη που καμάρωναν μέσα στην Τροία γυναίκες και παρθένες

και φάνταζα θεά θνητή.

Τώρα είμαι μια σκλάβα· και μόνο την ανοίκεια τη λέξη «σκλάβα»

να στοχάζομαι,

ο έρωτας με πιάνει του θανάτου.

Αν κάποιος αφέντης ωμός μ' αγοράσει,

πληρώνοντας ασήμι και χρυσό,

εμέ, την αδελφή του Έκτορος, κι άλλων πολλών ηρώων

θα μ' αναγκάζει να ζυμώνω ψωμί,

να σαρώνω το πάτωμα, ορθή στον αργαλειό να ρίχνω τη σαΐτα

και να περνώ τις μέρες μου φαρμακωμένη;

Και κάποιος δούλος αγοραστός να μαγαρίζει το κρεβάτι μου,

που κάποτε το στόλιζα για βασιλιάδες;

Ποτέ!

Να μη δώσουν να δουν τα μάτια μου μιας τέτοιας μέρας το φως.

Καλύτερα στον Άδη να προσφέρω το κορμί μου.

Πάρε με, Οδυσσέα, και σφάξε με.

Ελπίδας ίχνος δεν υπάρχει πουθενά

που να υπόσχεται στο μέλλον σωτηρία.

Μητέρα, μην πεις, μην κάνεις τίποτε να μ' εμποδίσεις.

Συναίνεσε στο θάνατό μου

προτού με βρουν ντροπές που δε μ' αξίζουν.

Όποιος δεν έχει συνηθίσει τη γεύση της συμφοράς, στο τέλος τη συνηθίζει,

όμως τον γονατίζει το άλγος της δουλείας.

Γι' αυτό και προτιμά το θάνατο αντίς για τη ζωή.

Είναι μεγάλος ο καημός να ζεις στην καταφρόνια.

(Ευρ., Εκάβη 342-378, μετ. Κ.Χ. Μύρης)