Η τύφλωση του Πολυμήστορα και ο φόνος των παιδιών του
[…] ήταν
κάποιος Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,
ο πιο μικρός· αυτόν από την Τροία
τον έστειλε ο πατέρας του σε μένα
σπίτι μου να τον θρέψω, τι φοβόταν
ο Πρίαμος το πάρσιμο της πόλης.
Αυτόν τον σκότωσα· άκου για ποιο λόγο,
πόσο καλά και φρόνιμα έχω πράξει.
Φοβήθηκα ο εχθρός σου, αυτό τ' αγόρι,
μη μείνει ζωντανό και ξαναχτίσει,
μαζεύοντας λαό, πάλι την Τροία
και μήπως οι Αχαιοί μαθαίνοντάς το,
πως κάποιο ζει απ' του Πρίαμου τα τέκνα,
ξανάρχονταν στη χώρα της Φρυγίας
με στόλο αρματωμένο, και τους κάμπους
ερήμαζαν κουρσεύοντας της Θράκης.
Και τότε εμείς οι γείτονες της Τροίας
θα πάσχουμε, όπως τώρα, βασιλιά μου.
Η Εκάβη, μόλις έμαθε του γιου της
την τύχη τη θανάσιμη, εδωπέρα
μ' αυτήν την αφορμή μ' έχει ξεσύρει,
για να μου πει πως τάχα μες στην Τροία
του Πρίαμου χρυσάφι ήταν κρυμμένο
σε θήκες· μοναχό με τα παιδιά μου
με μπάζει μες στις τέντες, να μη μάθει
γι' αυτά κανένας άλλος. Στο κρεβάτι
καθίζω· Τρωαδίτισσες κοντά μου,
δεξιά κι αριστερά, κάθισαν πλήθος
σα να 'μουν φίλος· παίνευαν της Θράκης
τον αργαλειό τα ρούχα μου κοιτώντας·
άλλες τα δυο θρακιώτικα κοντάρια
βλέποντας, απ' αυτά με ξαρματώσαν.
Όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου
θαυμάζοντας τα παίζανε στα χέρια
κι η μια στην άλλη τα 'δινε, ώσπου φτάσαν
να βρίσκονται μακριά από το γονιό τους.
Κι ύστερα από τις ήσυχες κουβέντες
βγάλανε -πώς σου φαίνεται;- μαχαίρια
που τα 'χαν μες στα πέπλα τους κρυμμένα.
Κι άλλες τους γιους μου αμέσως μαχαιρώνουν,
άλλες, θαρρείς κι ήταν εχθροί, μου πιάνουν
χέρια και πόδια και μου τα βαστάνε·
ζητώντας να συντρέξω τα παιδιά μου,
αν προσπαθούσα να σηκώσω το κεφάλι,
μου πιάναν τα μαλλιά και με κρατούσαν·
κι αν πάσκιζα τα χέρια να κουνήσω,
από το πλήθος τους ο δόλιος δεν μπορούσα
να καταφέρω τίποτα. Στο τέλος,
η πιο μεγάλη συμφορά μου απ' όλες,
φριχτό κακό μου κάναν με περόνες
τις κόρες διατρυπάνε των ματιών μου
και τα ματώνουν· ύστερα το σκάσαν
απ' τις σκηνές. Εγώ πηδώντας πάνω
σαν το θεριό τις σκύλες κυνηγάω
τις φόνισσες, γκρεμίζοντας, χτυπώντας.
Αυτά έχω πάθει, θέλοντας να κάνω
καλό, Αγαμέμνονα, σε σε, δικό σου
σκοτώνοντας εχθρό. Για να μην πάνε
τα λόγια μου σε μάκρος, αν κανένας
ή πριν, ή τώρα, ή αύριο τις γυναίκες
κακολογήσει, εγώ με δυο κουβέντες
μόνο θα πω όλα αυτά. Μια τέτοια φύτρα
ούτε στεριά ούτε θάλασσα έχει θρέψει·
όποιος μαζί μ' αυτές είχε να κάνει,
πολύ καλά θα το γνωρίζει ετούτο.
(Ευρ., Εκάβη 1113-1161, μετ. Τ. Ρούσσος)[8]