Θυσίες και όρκοι: Πρίαμος και Αγαμέμνων
Και οι κήρυκες τες προσφορές της ένορκης θυσίας,
δύο κριάρια κι έν' ασκί γλυκό κρασί γεμάτο,
μέσ' απ' την πόλιν έφερναν· και ο κήρυξ ο Ιδαίος
έναν κρατήρα ολόκληρον με τα χρυσά ποτήρια.
Κι εσίμωσε στον γέροντα και τον παρακινούσε:
« Σήκω», του είπε, « ω Πρίαμε, σε προσκαλούν οι πρώτοι
των Τρώων και των Αχαιών να κατεβείς να κάμεις
μ' αυτούς θυσίαν ένορκην· θα πολεμήσουν τώρα
ο Πάρις και ο Μενέλαος με τα μακριά κοντάρια·
και όποιος νικήσει από τους δυο θα λάβει την Ελένην
με όσους έχει θησαυρούς· κι εμείς οι άλλ' ειρήνην
θα ομόσωμεν ασάλευτην και θα χαρούν οι Τρώες
την κάρπιμη Τρωάδα τους κι εκείνοι οπίσω στ' Άργος
και στην ομορφοπάρθενην θα γύρουν Αχαΐαν».
Και ο γέροντας επάγωσε και των συντρόφων είπε
ευθύς να ζέψουν τ' άλογα και ανέβηκε μαζί του
ο Αντήνωρ εις την άμαξαν και ο Πρίαμος οπίσω
τα χαλινάρια ετέντωνε και τ' άλογα τους φέραν
από τες Πύλες τες Σκαιές στην πεδιάδα κάτω·
και άμ' έφθασαν εις τους στρατούς κατέβηκαν και οι δύο
κι εβάδιζαν ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων.
Σηκώθη τότε ο κραταιός Ατρείδης και σιμά του
σηκώθη ο θείος Οδυσσεύς· οι κήρυκες εφέραν
των θείων όρκων τα σφαχτά και αφού μες στον κρατήρα
εσυγκεράσαν το κρασί, το νίψιμο κατόπι
εις τες παλάμες έχυναν των θείων βασιλέων·
κι έσυρ' ο Ατρείδης μάχαιραν που πάντοτ΄ εκρεμόταν
εις την λαβήν του ξίφους του και απόκοψε τες τρίχες
απ' των κριών τες κεφαλές, και αφού τες διαμοιράσαν
οι κήρυκες στους αρχηγούς των Αχαιών και Τρώων,
ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Ατρείδης κι εδεήθη:
«Δία πατέρα, δοξαστέ, μεγάλε, όπου δεσπόζεις
από την Ίδην, κι Ήλιε, που ακούς και βλέπεις όλα,
και ποταμοί, και γη, και σεις θεοί, που εκεί στον Άδη
κάθ' επιόρκου την ψυχήν ως πρέπει τιμωρείτε,
γίνεσθε τώρα μάρτυρες και φύλακες των όρκων·
ανίσως τον Μενέλαον ο Πάρις θανατώσει
με όλους της τους θησαυρούς θα έχει την Ελένην
κι εδώθ' εμείς θα φύγουμε με τα γοργά καράβια·
κι αν ο ξανθός Μενέλαος τον Πάριν θανατώσει
εκείνην με τους θησαυρούς οι Τρώες θ' αποδώσουν
και θα πληρώσουν πρόστιμον, ως πρέπει των Αργείων,
που και στες άλλες γενεές να φθάσει τ' άκουσμά του,
κι αν ύστερ' απ' τον θάνατον του Πάριδος δεν θέλουν
να το πληρώσει ο Πρίαμος και οι παίδες του Πριάμου,
θα μείνω εδώ τον πόλεμον ν' ακολουθήσ' ωσότου
μου πληρωθεί το πρόστιμο και βρω του αγώνος άκρην».
Είπε και με το αλύπητο μαχαίρι τα κριάρια
έσφαξε και σπαρταριστά ξαπλώθηκαν στο χώμα
χωρίς πνοήν, άμα ο χαλκός την δύναμιν τους πήρε·
και απ' τον κρατήρα παίρνοντας κρασί με τα ποτήρια
το χύναν και προσεύχονταν και Αχαιοί και Τρώες
και αυτές προφέρναν τες ευχές: «Ω ύψιστε Κρονίδη,
και όλοι οι αθάνατοι θεοί, των δολερών που πρώτοι
επιορκήσουν ο μυελός να ρεύσει καθώς ρέει
τούτ' οπού χύνω το κρασί, και αυτών και των παιδιών τους
και αγκάλες άλλων να χαρούν τα έρμα θηλυκά τους».
Είπαν, αλλ' όμως την ευχήν δεν έστερξε ο Κρονίδης.
Και ο Δαρδανίδης Πρίαμος εμπρός εις όλους είπε:
«Ακούσετέ με, Αχαιοί, ακούσετέ με, Τρώες,
θα γύρω εγώ στην Ίλιον την πολυανεμισμένην,
ότι η καρδιά δεν μου βαστά τον ποθητόν υιόν μου
να ιδώ με τον Μενέλαον στον φονικόν αγώνα·
μόν' οι αθάνατοι θεοί κι εξόχως ο Κρονίδης
γνωρίζ' εις ποίον διόρισε τον θάνατον η μοίρα».
(Οδ., Ιλ. Γ 245-309, μετ. Ι. Πολυλάς)