Δομικές αντιστοιχίες στις θυσίες Ιφιγένειας και Πολυξένης
Ο Άγγελος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας:
Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα·
θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει
ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει.
Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος
και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι
της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ήταν
συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι
μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε
o βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει
για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι
γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο
τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει.
Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του
και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ' εσένα·
για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα
αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου·
στο βωμό της θεάς ας μ' οδηγήσουν,
και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν.
Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε·
και νικητές γυρίστε στην πατρίδα.
Αργείος κανείς να μη μ' αγγίξει· δίνω
σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.»
Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια,
την αρετή της κόρης και την τόλμη.
Και στάθηκε ο Ταλθύβιος - έργο του ήταν -
στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους.
Απ' το φηχάρι κοφτερό μαχαίρι
έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι
το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα
στεφάνωσε- και πήρε του Πηλέα
ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι,
ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε:
«Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία,
εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα
φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία
που των Αχαιών σ' εσέ ο στρατός προσφέρνει,
μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας
αμόλυντο αίμα απ' τον ωραίο λαιμό της,
και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία,
κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.»
Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι
σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας
το μαχαίρι κι αφού είπε μιαν ευχή
κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει·
εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος
στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα.
Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο
της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε
που χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα.
Φωνάζει κι ο ιερέας κι ο στρατός όλος,
θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν,
που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις·
καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια
κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός
απ' το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν.
Και με χαρά μεγάλη λέει ο Κάλχας:
«Των Παναχαιών πολέμαρχοι, το θύμα
βλέπετε αυτό, το λάφι το βουνίσιο,
που το 'βαλε η θεά μπρος στο βωμό της;
Δέχεται κάλλιο αυτό παρά την κόρη,
μη μολυνθεί ο βωμός μ' ανθρώπινο αίμα.
Το 'λαβε με χαρά και μας χαρίζει
καλό ταξίδι και εισβολή στην Τροία,
θάρρος λοιπόν όλ' οι άντρες, και τραβήξτε
για τα καράβια· σήμερα είν' ανάγκη
ν' αφήσουμε τον κόρφο της Αυλίδας,
του Αιγαίου για να περάσουμε το κύμα.»
Κι όταν καλά μες στου Ηφαίστου τη φλόγα
κάηκε όλο το σφαχτό, για το ταξίδι
εδεήθη του στρατού, σαν που είναι η τάξη.
Εμένα ο Αγαμέμνονας με στέλνει
να τα ιστορήσω να σου πω ποια μοίρα
οι θεοί στην κόρη δίνουνε, ποια δόξα,
που αμάραντη θα μείνει στην Ελλάδα.
Και λέω εκείνο που είδα: το κορίτσι
στους θεούς έχει πετάξει, δίχως άλλο.
Μη θλίβεσαι· το χόλιασμα παράτα
που για τον άντρα σου είχες· όσα κάνουν
οι θεοί αναπάντεχα είναι στους ανθρώπους,
κι εκείνους που αγαπούνε τους γλιτώνουν.
Η μέρα η σημερνή την κόρη σου είδε
και να πεθαίνει και να ζει όμως πάλι.
(Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1540-161, μετ. Τ. Ρούσος)
Ο Ταλθύβιος (Άγγελος) ανακοινώνει στην Εκάβη τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Πολυξένης:
[…] Το πλήθος
του αχαϊκού στρατού ήταν συναγμένο
για τη σφαγή της κόρης μπρος στον τύμβο-
ο γιος του Αχιλλέα, την Πολυξένη
παίρνοντας απ' το χέρι, τήνε βάζει
πάνω στου τάφου την κορφή· κοντά τους
κι εγώ· ξεδιαλεγμένα παλικάρια,
των Αχαιών τα πρώτα, ακολουθούσαν
για να κρατούν, καθώς θα σπαρταρούσε,
την κόρη σου. Ένα ολόχρυσο κροντήρι
στο χέρι του σηκώνει του Αχιλλέα
ο γιος, χοές να κάνει στο νεκρό του
πατέρα, και μου γνέφει να κηρύξω
στο στράτευμα όλο να σωπάσει· κι είπα
τα λόγια τούτα ως βγήκα ανάμεσά τους.
«Σωπάτε οι Αχαιοί, σιωπή ας κρατήσει
ο στρατός όλος, σιωπή, σωπάστε»·
έτσι έκανα το πλήθος να ησυχάσει.
Εκείνος τότε λέει: «Γιε του Πηλέα,
πατέρα μου, από μένα δέξου ετούτες
τις προσφορές που τους νεκρούς ευφραίνουν
κι έξω απ' τον Άδη τους καλούν· το μαύρο,
καθάριο έλα να πιεις αίμα της κόρης
που σου προσφέρω εγώ με το στρατό μας·
γίνε σε μας καλόβολος και λύσε
τις άγκυρες και τα σκοινιά της πρύμης
και κάμε να γυρίσουμε απ' την Τροία
με γυρισμό καλό όλοι στην πατρίδα.»
Τόσα είπε κι ο στρατός δεήθηκε όλος.
Ύστερα το χρυσό σπαθί χουφτώνει
και το τραβά απ' τη θήκη, στων Αργείων
τα παλικάρια γνέφοντας να πιάσουν
την κόρη· αυτή σαν το 'νιωσε, τους λέει:
«Αργίτες που κουρσέψατε τη γη μου,
με τη δικιά μου θέληση πεθαίνω·
κανένας το κορμί μου να μην αγγίζει·
άφοβα θα σας δώσω το λαιμό μου.
Στ' όνομα των θεών, για να πεθάνω
λεύτερη, μη μου δέσετε τα χέρια·
το 'χω ντροπή στον Άδη να με κράζουν
εμένα σκλάβα, μια βασιλοπούλα».
Και τότε με φωνές τήνε παίνεψαν
κι ο ρήγας Αγαμέμνονας τους νέους
επρόσταξε ν' αφήσουν την παρθένα.
Του πρώτου αυτοί γρικώντας βασιλέα
την προσταγή, την άφησαν αμέσως.
Το λόγο του όταν άκουσε κι εκείνη,
τα πέπλα της αδράχνει κι απ' την άκρη
του ώμου σκίζοντάς τα ως τα λαγόνια,
μπροστά στον αφαλό, μαστούς και στέρνο,
πανέμορφα σαν άγαλμα, τα δείχνει·
και γονατίζοντας στη γης ετούτα
τα πάρα θαρρετά λόγια του λέει:
«Να, παλικάρι, αν θες, εδώ στο στήθος
να με χτυπήσεις, χτύπα με, κι αν πάλι
στη ρίζα θέλεις του λαιμού μου, νάτος,
είναι έτοιμος κι αυτός». Εκείνος τότε
δίβουλος απ' τη λύπη του γι' αυτήνε,
με το σπαθί της κόβει το λαρύγγι
και το αίμα σαν κρουνός αναπηδούσε.
Ωστόσο, αυτή πεθαίνοντας νοιαζόταν
σεμνόπρεπα να πέσει και να κρύψει
όσα απ' τα μάτια των αντρών ταιριάζει
να κρύβονται. Κι αφού ξεψύχησε έτσι
με τη θανατερή χτυπιά, οι Αργίτες
μπήκαν σε ξέχωρο ο καθένας κόπο·
άλλοι ρίχνανε φύλλα στη σφαγμένη,
έφερναν άλλοι στο σωρό των ξύλων
κούτσουρα πεύκου, κι όποιος δε μοχθούσε,
τέτοια άκουγε πικρά λόγια από κείνον
που κουραζόταν: «Στέκεις, κακομοίρη,
δεν έχεις ούτε πέπλο ούτε στολίδι
για την παρθένα; Δε θα πας να δώσεις
κάτι γι' αυτήν που τόσο έδειξε θάρρος
και μια ψυχή γενναία;» Ανιστορώντας
ετούτα για την κόρη σου που σφάξαν,
θαρρώ πως είσαι η πιο ευτυχισμένη
μάνα για τα λαμπρά σου τα βλαστάρια,
μα σύγκαιρα κι η πιο δυστυχισμένη.
(Ευρ., Εκάβη 518-580, μετ. Τ. Ρούσσος)