Ανδρομάχης αγών

 

κι απ' το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη

εδάκρυσε και του ΄λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ' αφανίσει

τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι

τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω

ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα

να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω

στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις

και συ, καμιά παρηγοριά δι' εμέ δεν θ΄ απομείνει,

και πόνοι μόνον· […]

[…]

Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως

ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.

(Όμ. Ιλ., Ζ 404-413, 431-432, μετ. Ι. Πολυλάς)