Οι Σειρήνες στον δρόμο του Οδυσσέα

 

«[…]

Μου 'λεγε [η Κίρκη] πρώτα των γλυκόλαλων Σειρήνων το τραγούδι

και το ανθισμένο να ξεφύγουμε λιβάδι· τη φωνή τους

ν' ακούσω μόνο εγώ, μα δέστε με γερά που να πονέσω

ορθά με το σκοινί, απ' τη θέση μου να μη μετασαλεύω,

πα στο κατάρτι, να 'ναι πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου.

Κι αν σας φωνάζω να με λύσετε και σας παρακαλιέμαι,

αρπάχτε τα σκοινιά και σφίχτε τα πιο ακόμα στο κορμί μου.»

Την ώρα που όλα αυτά ξεδιάλυνα μιλώντας στους συντρόφους,

καθώς αγέρας πρίμος έσπρωχνε το καλοσκαρωμένο

καράβι, το νησί αντικρίσαμε σε λίγο των Σειρήνων.

Μεμιάς ο αγέρας καταλάγιασε και χύθηκε γαλήνη

τρογύρα απάνεμη, και κοίμισε κάποιος θεός το κύμα.

Τότε πετάχτηκαν οι σύντροφοι και τα πανιά μαϊνάραν,

κι ως στο βαθύ το πλοίο τ' απίθωσαν, στα τορνευτά

κάθισαν ελάτινα κουπιά και γέμιζαν αφρούς το κύμα γύρα.

Κι εγώ από μια τρανή κερόπιτα με κοφτερό μαχαίρι

μικρά κομμάτια κόβω κι άρχισα μες στα γερά μου χέρια

να τα μαλάζω, ως που ζεστάθηκαν, καθώς κι η δύναμή μου

και του Ήλιου η πύρα τ' ουρανόδρομου τα δάμαζε από πάνω.

Κι ως όλων των συντρόφων βούλωσα τ' αφτιά με τούτο, εκείνοι

σφιχτά με δέσαν χεροπόδαρα μες στο καράβι ολόρθο

πα στο κατάρτι, κι ήταν πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου·

μετά καθίσαν και τη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.

Μα ως το άρμενο το γοργοθάλασσο, στη φόρα που 'χε πάρει,

πια είχε ζυγώσει τόσο, που η φωνή ν' ακούγεται του ανθρώπου,

το 'δαν αυτές που ερχόταν κι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε:

«Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα!

Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν' ακούσεις τη φωνή μας·

κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,

τη μελοστάλαχτη απ' τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει·

κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.

Από βουλή θεών τα που 'συραν οι Τρώες κι οι Αργίτες πάθη

στης Τροίας τον κάμπο τα κατέχουμε μιαν άκρη ως άλλη, ακόμα

κι όσα στη γης ακέρια γίνουνται την πολυθρόφα απάνω.»

Έτσι μιλούσαν με αηδονόλαλη φωνή, και λαχταρούσε

μένα η καρδιά ν' ακούει, και γύρευα να λύσουν τα σκοινιά μου,

στους άλλους με τα φρύδια γνέφοντας· μα αυτοί λαμνοκοπούσαν

σκυμμένοι, και πετάχτη ο Ευρύλοχος μεμιάς κι ο Περιμήδης

και με σκοινιά με δέναν πιότερα και πιο γερά με σφίγγαν.

Κι ως τέλος το νησί προσπέρασαν γοργά, και των Σειρήνων

μηδέ η φωνή στ' αφτιά μας έφτανε μηδέ και το τραγούδι,

οι γκαρδιακοί σύντροφοι μου έβγαλαν το που τους είχα βάλει

κερί στ' αφτιά και πήραν κι έλυσαν και μένα απ' τα δεσμά μου.

(Όμ, Οδ. μ 158-200, μετ. Ν. Καζαντζάκης -Ι.Θ. Κακριδής)