Οι Σειρήνες στον δρόμο των Αργοναυτών

 

Το επεισόδιο των Σειρήνων τοποθετείται μετά τη διάσωση των Αργοναυτών από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη:

 

Πλέοντας, σταματήσαμε όχι μακριά τότε

σε σκόπελο που πρόβαλλε· κει απόκρημνος βράχος

αναπηδώντας με ρωγμές τη θάλασσα πιέζει

και μ' αδύναμο θόρυβο κροτεί γαλάζιο κύμα.

Εδώ μέσα κάθονταν και ηχηρή φωνή βγάζουν

κόρες που θέλγουν τους θνητούς και δε γυρνούν στη γη τους.

Οι Μινύες ήθελαν ν' ακούσουν το τραγούδι

των Σειρήνων, ν' αποφύγουν δεν ήταν τη φωνή τους

που θα 'ταν αφανισμός τους· άφησαν τα κουπιά τους.

Ο Αγκαίος θα πήγαινε το πλοίο προς τον βράχο,

αν τεντώνοντας στα χέρια τη φόρμιγγά μου τότε

δεν κερνούσα της μάνας μου το χαρωπό τραγούδι.

Έναν ύμνο θεόπνευστο δυνατά τραγουδούσα,

πώς κάποτε για άλογα γοργά φιλονικούσαν

ο Δίας ο ψηλόβροντος κι ο θεός ο Κοσμοσείστης.

Ο Μαυρόμαλλος θύμωσε με τον πατέρα Δία,

τη Δυκαονία με τη χρυσή τρίαινα σειώντας,

στην απέραντη θάλασσα τη σκόρπισε ραγδαία,

για να σχηματισθούν νησιά· τα ονόμασαν τότε

Σαρδώ και Εύβοια και ανεμόδαρτη Κύπρο.

Καθώς έπαιζα φόρμιγγα, απ' ένα ψηλό βράχο

οι Σειρήνες θαμπώθηκαν, έκοψαν το τραγούδι.

Η μια πέταξε αυλό, η άλλη λύρα απ' τα χέρια

κι αναστέναξαν φοβερά· τους είχε 'ρθει η μοίρα

του θλιβερού θανάτου τους· απ' του γκρεμού την άκρη

στην ταραγμένη θάλασσα γκρεμίστηκαν σαν δίσκοι,

σε βράχους μεταβλήθηκαν, άλλαξαν τη μορφή τους.

(Ορφέως Αργοναυτικά, 1264-129)