Η φιλντισένια κόρη. Σώμα και ήθος
Γυρνώντας σπίτι [ο Πυγμαλίων από τη γιορτή της Αφροδίτης] γύρεψε μεμιάς
το φιλντισένιο άγαλμα της κόρης·
έσκυψε και της έδωσε φιλί - σαν να 'χε πάρει θέρμη το κορμί της.
Τη φίλησε και δεύτερη φορά, ψαύοντας με τα χέρια του το στέρνο.
Στην ψαύση ήταν τώρα μαλακό το φίλντισι, δεν είχε πια σκληράδα
και δέχτηκε τα δάχτυλά του εντός, σαν Υμηττού κερί που μαλακώνει
όταν το βρει του ήλιου η ζεστασιά, και δουλεμένο με το χέρι παίρνει
κάθε μορφή και σχήμα χτηστικό που του 'δωσαν τα δάχτυλα του πλάστη.
«Μην είναι ό,τι νιώθω απατηλό;» κατάπληκτος χαίρεται [ο Πυγμαλίων] κι αμφιβάλλει,
και με τα δυο του χέρια ερωτικά θωπεύει τη γλυπτή - πάλι και πάλι.
Ναι, ήτανε κορμί αληθινό, ναι, νιώθει στην αφή του χτύπο φλέβας,
κι ο λογισμός του τρέχει στη θεά [Αφροδίτη] ευγνωμοσύνη δείχνοντας και σέβας.
Ναι, νιώθει το φιλί αληθινό, γυναίκας από σάρκα κι από αίμα,
ζεστά γυναίκας χείλη, όχι πια της τέχνης του το φιλντισένιο ψέμα.
Κοκκίνισε η κόρη στο φιλί και σήκωσε δειλά την κεφαλή της -
βλέπει ψηλά το φως του ουρανού κι αντάμα με το φως τον εραστή της.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 10. 280-294, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)