Ο Αχιλλέας μιλά για τη Νιόβη

 

Ο Αχιλλέας παρακινεί τον Πρίαμο να δειπνήσουν, θυμίζοντας στον γέροντα πατέρα ότι ως και η Νιόβη έφαγε, όταν απόκαμε από τον θρήνο για τον χαμό των παιδιών της. Η λήψη τροφής ήταν σημαντική, γαιτί δήλωνε ότι οι συγγενείς που πενθούσαν τον νεκρό τους επανέρχονταν σταδιακά στη ζωή:

 

Και τώρα να δειπνήσομεν, ω γέρε, ας στοχασθούμε

ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη

τροφήν να πάρ' η δύστυχη σ' εκείνην την ημέραν

που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα

έξι ανδρειωμέν' αγόρια της και έξι θυγατέρες·

τ' αγόρια ο Φοίβος φόνευσε με τ' αργυρό του τόξο,

τες κόρες πάλ' η Άρτεμις από χολήν που επήραν,

ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,

πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δύο μόνον.

Και όμως οι δύο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα

στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει

δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.

Κι οι επουράνιοι θεοί τους δέκα τους εθάψαν

αλλά στα δάκρυ' απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη

τροφήν να πάρ' η δύστυχη· και τώρα στου Σιπύλου

τα έρμα όρη τ' άγρια κει που ησυχάζουν νύμφες

από χορούς που έστησαν στες άκρες του Αχελώου,

τον πόνον πόχει απ' τους θεούς και πέτρα ως είναι τρέφει.

Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.

(Όμ., Ιλ. Ω 601-619, μετ. Ι. Πολυλάς)