Οι μεταμορφώσεις της Μήστρας

 

Ολάκερο το βιος σε μια κοιλιά, και τίποτε δεν του 'χε απομείνει,

μια θυγατέρα μόνο, κι αυτηνής της άξιζε καλύτερος πατέρας.

Απένταρος, την πούλησε κι αυτήν· μα είχε περηφάνια το κορίτσι,

κι αφέντη δεν ανέχτηκε, γι' αυτό προς τον γιαλό απλώνοντας τα χέρια

«απάλλαξέ με», λέει, «απ' τη σκλαβιά, εσύ που τον ανθό της παρθενιάς μου

τον έκλεψες!» - αναφερόταν δε στον Ποσειδώνα, που ήταν ο κλέψας.

Την προσευχή εισάκουσε ο θεός. Μπροστά αυτή, ξοπίσω της ο αφέντης,

και ξαφνικά απούσα η κοπελιά. Ο Ποσειδών την είχε μεταλλάξει -

πήρε αντρός σουλούπι και θωριά και ρούχα που φοράνε οι ψαράδες.

Κοίταξε ο αφέντης τον ψαρά, «φίλε», του λέει, «που έχεις δολωμένο

το αγκίστρι σου, και τεχνικά κρατείς στα δυνατά σου χέρια το καλάμι,

[…]

για πες μου, να χαρείς: μια κοπελιά, ρακένδυτη και αναμαλλιασμένη,

στέκονταν τώρα δα στην αμμουδιά, την έβλεπα, την είχα από κοντά μου,

αλλά τα χνάρια κόβονται εδώ - την έπιασε το μάτι σου πού είναι;»

«Ωραία τα κανόνισε ο θεός», σκέφτηκε η κοπέλα. Το χαιρόταν

που ρώταγαν την ίδια αν είναι εκεί, κι απάντησε ευθύς μ' αυτά τα λόγια:

«Όποιος κι αν είσαι να με συμπαθάς· έχω δοσμένη εδώ την προσοχή μου·

Πεσμένος με τα μούτρα στη δουλειά απ' το νερό δε σήκωσα τα μάτια.

Αυτό σ' το λέω με πάσα σιγουριά. Μη δώσει ο θεός να πιάσω ψάρι

αν φάνηκε ψυχή εδώ κοντά κι αν σίμωσε κανένας στ' ακρογιάλι,

εχτός απ' τη δικιά μου αφεντιά - κι ούτε υπάρχει εδώ καμιά κοπέλα».

Ήταν τα λόγια τούτα πειστικά. Την άκουσε αυτός, άλλαξε ρότα

και γελασμένος τράβηξε γι' αλλού, Η κοπελιά ξανάγινε σαν πρώτα,

μπορούσε ωστόσο κι άλλαζε μορφή. Το πήρε ο πατέρας της χαμπάρι

και για να την πουλάει στ' αφεντικά την έβγαζε συνέχεια στο παζάρι.

(Οβ., Μετ. 8. 846-872, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)