Η μεταμόρφωση της Καλλιστώς σε αρκούδα
«αυτό μονάχα, παλιοθηλυκό, μας έλειπε», ανέκραξε [η Ήρα], «να γίνεις
κι αγορομάνα, να γεννοβολάς κι έτσι να μάθουν όλοι τις πομπές μας -
του άντρα μου τα αίσχη, δηλαδή να επικυρωθούν και επισήμως.
Θα το πληρώσεις, όμως, πού θα πας; Αυτήν την όμορφή σου τη φιγούρα,
καμάρι και δικό σου και αυτουνού, ξεδιάντροπη, εγώ θα σου την πάρω».
Έτσι της είπε, κι όπως αντικρύ την είχε τη γραπώνει απ' τα μαλλιά της
και την ξαπλώνει μπρούμυτα στη γη. Παρακαλώντας άπλωσε τα χέρια
η κόρη - και στα χέρια της δασιές και μαύρες τρίχες πήραν να φυτρώνουν,
αλλάξαν σχήμα, έγινε κυρτά, μεγάλωσαν γαμψά στις άκρες νύχια
και γίνηκαν ποδάρια· τα γλυκά τα χείλη της, τα χιλιοπαινεμένα
από τον Δία, χάλασαν κι αυτά, στη θέση τους σαγόνια και μουσούδα.
Και η λαλιά της, χάθηκε κι αυτή, να μην μπορεί με λόγια παρακάλια
να βρει καρδιά που θα τη συμπονεί· τώρα η φωνή της βγαίνει όλο φοβέρα,
το βρουχητό της τρόμος και οργή από βραχνό λαρύγγι ανεβαίνει.
Όλο βογγάει, κι αυτό το βογγητό τα πάθη που τη βρήκαν μαρτυράει,
ικέτιδα, ψηλά στον ουρανό τα χέρια που δεν είναι χέρια στρέφει.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 2. 471-488, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)