Η Καλλιστώ και ο Αρκάδας στον ουρανό

 

Και τώρα αυτουνού [του Λυκάονα] ο εγγονός, ο Αρκάδας, ήταν κιόλας

δεκαπέντε·

δεν ήξερε τη μάνα του, ποτέ δεν είχε μάθει για το πάθημά της.

Αγρίμια κυνηγούσε το παιδί, καρτέρι πού να στήσει μελετούσε,

και άπλωνε τα δίχτυα του πυκνά στου Ερυμάνθου γύρω τα ρουμάνια

όταν η τύχη το 'φερε να βρει τη μάνα του μπροστά. Κι αυτή στεκόταν

σα να 'ξερε ποιον είχε αντικρύ. Τραβήχτηκε ξοπίσω ο Αρκάδας,

τον κάρφωναν τα μάτια του αγριμιού, το βλέμμα το ακίνητο - ένας φόβος

τον έπιασε (δεν ήξερε γιατί) κι όπως η αρκούδα έδειχνε λαχτάρα

να τον ζυγώσει, έκανε αυτός κατάστηθα να ρίξει το κοντάρι.

Αλλιώτικη του Δία η βουλή: μαζί μ' αυτούς αφάνισε το κρίμα,

με στρόβιλο τους σήκωσε ψηλά στα πλάτη των απέραντων αιθέρων

για να τους στήσει μες στον ουρανό, μάνα και γιο γειτονικά αστέρια.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 2. 496-507, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)