Η μεταμόρφωση της Ιώς/δαμάλας σε Ιώ/γυναίκα
Δεν είχε τόπο που να τη χωρεί, παράδερνε τυφλή στο μέγα κόσμο,
μα φτάνοντας στου Νείλου τα νερά έλαβαν τέλος όλα της τα πάθη.
Εγύρεψε την ακροποταμιά· κατάκοπη περπάτησε ως τον όχτο,
έπεσε καταγής γονατιστή και γέρνοντας ξοπίσω το κεφάλι
εκοίταξε ψηλά στον ουρανό - ικέτιδα μονάχα με το βλέμμα.
Ακούγονταν βαρύ το βογγητό, δάκρυ μαζί και μούγκρισμα θλιμμένο,
παράπονο στον Δία και ευχή να πάψει τον μεγάλο παιδεμό της.
Την άκουσε εκείνος, τρυφερά αγκάλιασε την Ήρα και της είπε
«θαρρώ πως έβγαλες το άχτι σου, αρκεί! Και όσο αφορά τα περαιτέρω,
θα έλεγα να μην ανησυχείς. Τελείωσα μ' αυτήν, αντίζηλό σου
να μη τη λογαριάζεις εφεξής» - και πήρε όρκο επίσημα, στη Στύγα.
Και σαν μαλάκωσε της Ήρας η καρδιά, εκείνη πήρε πίσω τη μορφή της,
κι έγινε αυτή που ήτανε ξανά. Πάνε οι τρίχες, πάει και το τομάρι,
τα κέρατά της άφαντα κι αυτά, τ' αγελαδίσια μάτια της στενεύουν,
χέρια και πλάτες πάλι ανθρωπινά, το στόμα της στη θέση της μουσούδας,
νύχια ξανά και δάχτυλα οι οπλές, διαιρεμένες όλες δια του πέντε -
ένα μονάχα μένει απ' τη μορφή τη δαμαλίσια, το χιονάτο χρώμα.
Σηκώνεται από χάμω τελικά, στέκεται ευτυχής στα δυο της πόδια,
αλλά δεν ομιλεί προς το παρόν - φοβάται μη μουγκρίσει, σαν τα βόδια.
Της έλειψε η λαλιά επί μακρόν, μα προσπαθεί και θα τα καταφέρει,
και σήμερα, ως Ίσις και θεά, λατρεύεται στης Αίγυπτος τα μέρη.
(Οβ., Μετ. 1. 727-747, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)