Ο θάνατος του Φαέθοντα, ο θρήνος των Ηλιάδων
Γκρεμίζεται ο Φαέθων στο κενό, οι φλόγες διαγουμίζουν τα μαλλιά του,
κατάκορφο το βάρος τον τραβά, γράφει στον ουρανό τροχιά θανάτου,
καθώς τις νύχτες με αστροφεγγιά κάποιος κοιτάει -ψηλά το πεφταστέρι
που μοιάζει να γλιστράει προς τη γη, μα αν έπεσε στ' αλήθεια δεν το ξέρει.
Τον δέχεται νεκρό ο Ηριδανός, αλαργινός, στην πέρα οικουμένη -
και στου νερού τη δίνη ο ποταμός την καπνισμένη όψη του ξεπλένει.
Τον μάζεψαν οι νύμφες σπλαχνικές, τον κήδεψαν, μαζί κορμί και τέφρα,
σε τάφο τον απίθωσαν κι αυτά τα λίγα λόγια σκάλισαν στην πέτρα:
ΕΔΩ Ο ΦΑΕΘΩΝ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΜΑ ΝΑ
ΔΑΜΑΣΕΙ
ΟΜΩΣ ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΧΑΜΗΛΑ ΕΤΟΛΜΗΣΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΝΑ
ΦΤΑΣΕΙ.
[…]
Πήρε η Κλυμένη να μοιρολογά, η μάνα του, λόγια πολλά θλιμμένα
σαν πού ήταν ταιριαστά στη συμφορά· τα λογικά απ' τον πόνο της χαμένα
να σέρνεται με κλάμα γοερό, μες στο χαμό της να στηθοκοπιέται,
μέλη και κόκαλα γυρεύοντας παντού γυρόφερνε ολάκερο τον κόσμο.
Σε τόπο άγνωρο, σιμά στου ποταμού τον όχτο βρήκε, τέλος, μιαν ημέρα
παραχωμένα κόκαλα· εκεί γονάτισε στο μνήμα, και στην πέτρα
σαν διάβασε το όνομα σφιχτά αγκάλιαζε το λείψανο θρηνώντας.
Από κοντά κι οι κόρες της θρηνούν, οι Ηλιάδες - οδυρμός και θρήνος, ανώφελη για κείνον προσφορά. Στηθοκοπιούνται μάνα κι αδερφάδες,
πιάνουν μαζί παράπονο πικρό και στα χαμένα κράζουν τ' όνομά του·
μέρα και νύχτα κράζουν τον νεκρό κι απάνω στο μνημούρι του κυλιούνται.
Τα κέρατά της τέσσερις φορές τα είχε σμίξει ολόγιομη ησελήνη,
κι εκείνες μέρα-νύχτα στον καημό (γιατί χωρίς το κλάμα δεν μπορούσαν)
πενθούσαν τον χαμένο αδερφό. Φαέθουσα την πιο τρανή τη λέγαν,
κι αυτή μια μέρα κλίνοντας στη γη να γονατίσει ένιωσε τα πόδια
να γίνονται βαριά· κι ή Λαμπέτη, ωραία με την πάλλευκη θωριά της,
που κίνησε να της παρασταθεί ερίζωσε στον τόπο που στεκόταν. Μοιρολογούσε η τρίτη αδερφή κι έκανε να τραβήξει τα μαλλιά της - αντί για κείνα πιάνει φυλλωσιά. Της αλληνής κορμός τα πόδια ζώνει, βαρυγγομάει η τέταρτη γιατί τα χέρια της γίναν μακριά κλωνάρια.
Κι όπως σάστισαν με την αλλαγή, η φλούδα αγκαλιάζοντας τις κόρες αγάλι ανέβαινε και σκέπαζε σφιχτά μέση και στήθια, ώμους και τα χέρια·
μόνα τα χείλη άσκεπα, κι αυτά όλα μαζί τη μάνα τους καλούσαν.
Η δόλια η μάνα, τι να κάνει, τι; Σε παραζάλη εδώ κι εκεί ορμούσε
κι όσο περίσσευε καιρός για το φιλί τις έδινε φιλιά πάνω στο στόμα.
Λίγο της φάνηκε να δίνει τα φιλιά- μες στους κορμούς γυρεύει τα κορμιά
τους,
τραβολογάει τα τρυφερά κλαριά, κι όπως απ' τον κορμό τα ξεριζώνει
σαν αίμα από βαριά λαβωματιά πάνω στα δέντρα φάνηκαν σταγόνες.
Καθώς τον πόνο νιώθει η καθεμιά «μανούλα μου, λυπήσου με», φωνάζει,
«λαβώνεις δέντρο, μάνα, και μαζί ένα κορμί που μέσα του φωλιάζει».
«Χαίρε», της είπαν τέλος, κι η φωνή ήρθε απ' της φλούδας την απάνω άκρη.
Δακρύζουνε ακόμα οι κορμοί, στεγνώνει ο ήλιος πάνω τους το δάκρυ,
που κεχριμπάρι γίνεται λαμπρό, το παίρνουνε του ποταμού οι δίνες,
γιορντάνι από χάντρες να γενεί να το φοράν μια μέρα οι Λατίνες.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 1. 319-366, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)