καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν
Δεχτήκαν την ευχή της οι θεοί: δυο σώματα και γίναν ένα σώμα,
παιδί και νύμφη είχανε κοινά την κεφαλή, την όψη και το στόμα·
κι ήτανε σα να μπόλιαζες κλαρί σε δέντρο που 'ναι κιόλας τρανεμένο,
προκόβει με τα άλλα τα κλαριά κι αντάμα μεγαλώνει χωνεμένο.
Έτσι κι αυτοί με αγκάλιασμα σφιχτό ενώθηκαν και γίναν σάρκα μία,
δεν ήτανε, να πεις, κάτι διπλό, να ξεχωρίσεις μέλη γυναικεία
απ' του αγοριού τα μέλη - αρσενικό και θηλυκό δε χώριζαν στη μείξη,
και νιώθοντας ευθύς πως το νερό που ως άντρας είχε μέσα του βουτήξει
τον έκανε μισό αρσενικό στερώντας την αντρίκεια δύναμή του […]
(Οβ., Μετ. 4. 373-381, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)